του Ανδρέα Κοσιάρη
Η Ευρωπαϊκή Ένωση συστηματικά εξάγει τη βία που η ίδια ασκεί στα εξωτερικά της σύνορα εναντίον προσφύγων και μεταναστών, σε χώρες πέραν αυτών των συνόρων, χρηματοδοτώντας καθεστώτα, στρατούς και παραστρατιωτικές ομάδες αρκεί να ασκούν για αυτήν τον ρόλο του «μπάτσου». Τελευταίο δείγμα αυτής της πολιτικής η Τυνησία, όπου η πραξικοπηματική κυβέρνηση του Καΐς Σαϊέντ βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με την ΕΕ για στήριξη της παραπαίουσας οικονομίας της χώρας, και ως αντάλλαγμα έχει ήδη ξεκινήσει τις βίαιες απαγωγές και απελάσεις προσφύγων και μεταναστών.
Η «Ομάδα Ευρώπη» στην αυλή του δικτάτορα
Στις 11 Ιουνίου 2023, μόλις τέσσερις μέρες πριν από το ναυάγιο της Πύλου, η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η πρωθυπουργός της Ιταλίας Τζιόρτζια Μελόνι και ο πρωθυπουργός της Ολλανδίας Μαρκ Ρούτε επισκέπτονταν την Τύνιδα. Η «Ομάδα Ευρώπη», όπως αποκάλεσε το τρίο δύο φορές στη δήλωσή της προς τον Τύπο η φον ντερ Λάιεν, βρισκόταν εκεί για δουλειές.
Ο άνθρωπος που τους προσέφερε «ευγενική φιλοξενία (…) και καλές συζητήσεις», πάλι κατά την πρόεδρο της Κομισιόν, ήταν ο πρόεδρος της Τυνησίας Καΐς Σαϊέντ. Η φον ντερ Λάιεν δήλωσε πως «από το 2011 η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει στηρίξει το ταξίδι της Τυνησίας στη δημοκρατία» και πως «είναι κοινό συμφέρον η ενδυνάμωση των σχέσεων και η επένδυση στη σταθερότητα και την ευημερία». Κάτι που ακούγεται περίεργο, καθώς ο Τυνήσιος πολιτικός πριν από δύο χρόνια πραγματοποίησε ένα ιδιότυπο «αυτοπραξικόπημα» και κυβερνά σε μία χώρα με διαλυμένη οικονομία.
Εκλεγμένος από το 2019 πρόεδρος σε ένα σύστημα στο οποίο η εκτελεστική εξουσία μοιράζεται μεταξύ προέδρου και κυβέρνησης, ο Σαϊέντ τον Ιούλιο του 2021 απέπεμψε τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση, διέλυσε το κοινοβούλιο και ξεκίνησε να κυβερνά με προεδρικά διατάγματα, παρακάμπτοντας το Σύνταγμα της χώρας. Αργότερα όρισε δική του πρωθυπουργό, διέλυσε το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο και όρισε νέο, ενώ έχει συλλάβει και φυλακίσει πολλούς πολιτικούς αντιπάλους και δικαστές. Πλέον έχει δώσει στον εαυτό του επιπλέον εξουσίες, μέσω της υιοθέτησης νέου Συντάγματος το οποίο εγκρίθηκε με ποσοστό 94,6% σε δημοψήφισμα που σχεδόν σύσσωμη η αντιπολίτευση μποϊκοτάρισε και το οποίο είχε συμμετοχή λίγο πάνω από 30%. Και σχημάτισε νέο κοινοβούλιο μέσω εκλογών στις οποίες συμμετείχε το 11% του εκλογικού πληθυσμού.
*Αξίζει να σημειωθεί πως λίγες εβδομάδες έπειτα από το πραξικόπημα ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας έσπευσε να στηρίξει τον δικτάτορα Σαϊέντ.
Ο Σαϊέντ βρίσκεται από το πραξικόπημα κι έπειτα σε διαρκείς διαπραγματεύσεις με το ΔΝΤ για χρηματοδότηση, ενώ τώρα έρχεται και η «Ομάδα Ευρώπη» να προσφέρει κι αυτή παραδάκι ώστε να πάρει όσα μπορεί από ένα «φιλικό» δικτατορικό καθεστώς. Στους «πέντε πυλώνες» του πακέτου το οποίο παρουσίασαν οι τρεις Ευρωπαίοι πολιτικοί, βρίσκονται «δυνητικά»: 150 εκ. ευρώ άμεσης χρηματοδότησης και 900 εκ. μετέπειτα στήριξης της Τυνησιακής οικονομίας· άλλα 150 εκ. εμπορικής επένδυσης, κυρίως με τη μορφή του Medusa, ενός υποθαλάσσιου καλωδίου που θα μεταφέρει ίντερνετ υψηλών ταχυτήτων στη βορειοαφρικανική χώρα· άλλα 300 εκ. στη δημιουργία της σύνδεσης ELMED, που θα μεταφέρει ηλιακή ενέργεια από την Τυνησία στην Ιταλία. Συνολικά η Τυνησία πρόκειται να λάβει, αν έλθει σε συμφωνία με την ΕΕ, 1,5 δισ. ευρώ.
Τα μόνα χρήματα που έχει σίγουρα, κάτι σαν προκαταβολή ας πούμε, είναι 100 εκ. ευρώ για «διαχείριση συνόρων» με στόχο, όπως είπε η φον ντερ Λάιεν «τη στήριξη μιας ολιστικής μεταναστευτικής πολιτικής με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα». Λίγες μέρες πριν αυτή η «ολιστική μεταναστευτική πολιτική» προκαλέσει εκατοντάδες πνιγμένους νοτιοδυτικά της Πύλου, η φον ντερ Λάιεν, μιλώντας με μία νεοφασίστρια εκπρόσωπο του «Ευρωπαϊκού Τρόπου Ζωής» στο πλάι της και έπειτα από κουβέντες για μπίζνες με έναν δικτάτορα, ορκίστηκε να σπάσει «το κυνικό επιχειρηματικό μοντέλο των διακινητών» διότι «είναι φρικτό να βλέπεις πως αυτοί (οι διακινητές) εσκεμμένα θέτουν σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές για το κέρδος».
Αυτό που δεν είπε η φον ντερ Λάιεν είναι πως υπάρχει ένα μάλλον μεγαλύτερο και σημαντικότερο «κυνικό επιχειρηματικό μοντέλο». Όπως θύμιζε πρόσφατα ο Αμερικανο-Παλαιστίνιος δημοσιογράφος Ραμζί Μπαρούντ, μία από τις πιο κερδοφόρες ευρωπαϊκές βιομηχανίες είναι αυτή της παραγωγής και του εμπορίου όπλων. Και όπως σημείωνε σε έκθεσή του προ δύο ετών το Transnational Institute, η Ευρώπη είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας όπλων στον πλανήτη — πολλά από αυτά τα όπλα καταλήγουν ακριβώς στα μέρη του κόσμου από τα οποία προέρχονται οι πρόσφυγες και οι μετανάστες. Η ευρωπαϊκή βιομηχανία όπλων έπειτα εκμεταλλεύεται τον φόβο για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες που καλλιεργεί συστηματικά η ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, ώστε να επενδύονται ακόμη περισσότερα χρήματα σε συστήματα ασφαλείας συνόρων και μιλιταρισμό.
Κομμάτι αυτού του ευρωπαϊκού «κυνικού επιχειρηματικού μοντέλου» είναι και οι νεκροί στα σύνορα του «φρουρίου Ευρώπη». Όμως όσο απάνθρωπα κι αν έχει εκπαιδευτεί η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη να αγνοεί αυτούς τους νεκρούς, το θέαμά τους κοστίζει επικοινωνιακά. Κι έτσι ο «σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα» των συνόρων της Ελλάδας, της Ιταλίας και της Ισπανίας, θα πρέπει να εξαχθεί κι αυτός με τη σειρά του. Λίγο πιο έξω από τα ευρωπαϊκά σύνορα, εκεί που είναι πιο εύκολο να τον αγνοήσουν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες.
«Θεωρία Αντικατάστασης» αλά βορειοαφρικανικά
Από τις 2 έως τις 6 Ιουλίου 2023, οι δυνάμεις ασφαλείας της Τυνησίας απήγαγαν βίαια εκατοντάδες μετανάστες και αιτούντες άσυλο από χώρες της Υποσαχάριας Αφρικής, μεταφέροντάς τους σε μία έντονα στρατιωτικοποιημένη ζώνη στα σύνορα της χώρας με τη Λιβύη. Σύμφωνα με καταγγελία του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που έχει συνομιλήσει με ορισμένους από αυτούς τους πρόσφυγες και μετανάστες, συνελήφθησαν βίαια στην παραλιακή πόλη Σφαξ, μεταφέρθηκαν για πάνω από 300 χλμ. και παρατήθηκαν σε μία ερημική περιοχή, όπου βρίσκονται παγιδευμένοι, καθώς ένοπλοι Λίβυοι και Τυνήσιοι βρίσκονται ένθεν κακείθεν αυτής της «ουδέτερης συνοριακής ζώνης».
Ανάμεσα στους πρόσφυγες και μετανάστες βρίσκονται έγκυες γυναίκες και μικρά παιδιά, ενώ οι δυνάμεις ασφαλείας της Τυνησίας έσπασαν τα κινητά τηλέφωνά τους (εκτός από λίγα που κατάφεραν να κρύψουν) και πέταξαν όσο φαγητό είχαν μαζί τους. Κατά τη διάρκεια της σύλληψης, της μεταφοράς και της εγκατάλειψής τους, έχουν δεχτεί συνεχείς επιθέσεις, με αποτέλεσμα αρκετούς θανάτους είτε από πυροβολισμούς είτε από ξυλοδαρμούς. Στις καταγγελίες που έχουν μεταφερθεί στο Παρατηρητήριο, γίνεται λόγος για έναν βιασμό και μία αποβολή.
Η πόλη Σφαξ, δεύτερη μεγαλύτερη της χώρας, ήταν εδώ και λίγα χρόνια σημαντικός σταθμός για τους πρόσφυγες και μετανάστες από την Υποσαχάρια Αφρική, στον δύσκολο δρόμο τους για την Ευρώπη. Μέχρι πριν από λίγους μήνες, οι εντάσεις μεταξύ μεταναστών και ντόπιων ήταν περιορισμένες. Κάποιοι ντόπιοι είχαν βρει την ευκαιρία για να συμπληρώσουν το πενιχρό τους εισόδημα, χρεώνοντας περίπου 3.000 δηνάρια (λίγο κάτω από 1.000 δολάρια) το κεφάλι για μια θέση σε αυτοσχέδια σκάφη, που κατασκεύαζαν συγκολλώντας μεταξύ τους μικρές βάρκες με επίπεδη κοιλιά. Σε αυτή την περιοχή τουλάχιστον, αυτοί οι ντόπιοι ήταν οι διακινητές των οποίων το «κυνικό επιχειρηματικό μοντέλο» θέλει να σπάσει η «Ομάδα Ευρώπη».
Tον Φεβρουάριο του 2023, ο δικτάτορας Σαϊέντ επέλεξε να δείξει τους πρόσφυγες και τους μετανάστες ως τον αποδιοπομπαίο τράγο της ολοένα πιο δυσχερούς οικονομίας της χώρας. Μιλώντας στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας της χώρας, έκανε λόγο για «ορδές παράτυπων μεταναστών από την Υποσαχάρια Αφρική» που ήρθαν στην Τυνησία «με όλη τη βία, το έγκλημα και τις απαράδεκτες πρακτικές που συνεπάγονται». Χαρακτήρισε την κατάσταση ως «αφύσικη» και τμήμα ενός εγκληματικού σχεδίου για «την αλλαγή της δημογραφικής σύνθεσης» της Τυνησίας και τη μετατροπή της σε «απλά μια ακόμα Αφρικανική χώρα που δεν ανήκει στα Αραβικά και Ισλαμικά κράτη πια».
Ουσιαστικά, ο Σαϊέντ αντέγραψε τους «Δυτικούς» συμμάχους του. Θέλοντας να αποπροσανατολίσει την οργή των πολιτών του για τα δεινά της καθημερινότητάς τους, πήρε τη ρατσιστική «Θεωρία Αντικατάστασης» που προωθούν οι λευκοί ακροδεξιοί σε ΗΠΑ και Ευρώπη, και την προσάρμοσε στα βορειοαφρικανικά δεδομένα.
Οι συνέπειες ήταν άμεσες: ομάδες Τυνήσιων, οπλισμένες με μαχαίρια και ρόπαλα, βγήκαν στους δρόμους κυρίως της πρωτεύουσας και διέπρατταν επιθέσεις σε μετανάστες, άνδρες και γυναίκες. Ταυτόχρονα κλιμακώθηκε και η επιθετική στάση των αρχών εναντίον τους.
Μέχρι πριν το πραξικόπημα του Σαϊέντ, η Τυνησία πρωτοπορούσε ανάμεσα στις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βορείου Αφρικής στην αντιρατσιστική πολιτική, ψηφίζοντας κι εφαρμόζοντας το 2018 των πρώτο αντιρατσιστικό νόμο στην περιοχή. Έπειτα όμως από την εδραίωση του καθεστώτος Σαϊέντ, το οποίο τόσο αγαπούν οι Ευρωπαίοι, η κατάσταση αντιστράφηκε. Ο ρατσιστικός λόγος από εκπροσώπους της τυνησιακής εθνικιστικής ακροδεξιάς άρχισε να φιλοξενείται ολοένα και περισσότερο στα εγχώρια ΜΜΕ, προωθώντας ακριβώς τη ρητορική που εκμεταλλεύτηκε ο πρόεδρος στη ρατσιστική του ομιλία. Και η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν εκεί για να χρηματοδοτήσει τη βία των αρχών ενάντια στους πρόσφυγες.
Λίγες μέρες έπειτα από την επίσκεψη των «τριών μάγων με τα δώρα» της «Ομάδας Ευρώπη» και τη συμφωνία για τα άμεσα 100 εκ. ευρώ για «διαχείριση συνόρων», η βία μεταφέρθηκε στη Σφαξ, όπου ομάδες πολιτοφυλακής και αρχές ασφαλείας άρχισαν να επιτίθενται σε πρόσφυγες και μετανάστες, με αποκορύφωμα την απαγωγή και εγκατάλειψη αυτής της τελευταίας ομάδας στη συνοριακή έρημο.
Ευρωπαϊκές εξαγωγές «ανθρωπισμού»
Το παράδειγμα της Τυνησίας δεν είναι το πρώτο όπου η Ευρωπαϊκή Ένωση έρχεται να χρηματοδοτήσει βίαια και αυταρχικά καθεστώτα για να βιαιοπραγήσουν αντ’ αυτής στους πρόσφυγες και τους μετανάστες.
Όπως θυμίζαμε στην έναρξη του πρόσφατου και συνεχιζόμενου εμφυλίου στο Σουδάν, τουλάχιστον από το 2017 η ΕΕ χρηματοδοτούσε τον τότε δικτάτορα Ομάρ αλ-Μπασίρ για την ίδια δουλειά. Εκείνα τα χρήματα είχαν διοχετευτεί σε μεγάλο ποσοστό στην ενίσχυση του στρατού της χώρας και της παραστρατιωτικής ομάδας RSF, των δύο σημερινών αντιμαχόμενων πλευρών, που σήμερα δημιουργούν ακόμα περισσότερους πρόσφυγες σε αυτόν τον αηδιαστικό, αλλά κερδοφόρο για την ευρωπαϊκή ελίτ, φαύλο κύκλο.
Παρόμοιες συμφωνίες «αστυνόμευσης» των προσφυγικών ροών διαθέτει η Ευρώπη και με το Μαρόκο, ώστε να σφάζει αντ’ αυτής πρόσφυγες και μετανάστες σε μέρη όπως η Μελίγια, αλλά και με την Τουρκία, στην οποία έχει δώσει τουλάχιστον 6 δισ. ευρώ από το 2016. Έπειτα από χρόνια στήριξης της ακτοφυλακής της Λιβύης, η ΕΕ προσπαθεί τώρα να σχηματίσει μια συνολική συμφωνία με τη χώρα, όπου συνεχίζονται σποραδικά οι ένοπλες συγκρούσεις και όπου πρόσφυγες και μετανάστες πουλιούνται σε σκλαβοπάζαρα. Παρόμοια συμφωνία επιχειρείται να συναφθεί και με την Αίγυπτο του δικτάτορα Σίσι.
Αυτό είναι εν τέλει το ουσιαστικό νόημα αυτής της «ολιστικής μεταναστευτικής πολιτικής» που πρόταξε η πρόεδρος της Κομισιόν. Η εξαγωγή του «ανθρωπισμού» τον οποίο δείχνει η Ευρωπαϊκή Ένωση στους πρόσφυγες και τους μετανάστες, σε χώρες λίγο έξω από τα σύνορά της. «Ολιστική μεταναστευτική πολιτική» σημαίνει το αίμα προσφύγων και μεταναστών να μη λερώνει όσο γίνεται τα ευρωπαϊκά σύνορα — να χύνεται, πιο σκληρά ακόμα και πιο απάνθρωπα, κάπου όπου τα ευαίσθητα μάτια των Ευρωπαίων ζορίζονται να δουν.