του Ανδρέα Κοσιάρη
Λίγες μέρες πριν από τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών στην Τουρκία, οι δύο αντίπαλοι μάχονται γύρω από τα ίδια προτάγματα του «νόμου και τάξης» και της «μάχης κατά της τρομοκρατίας» — μα πάνω απ’όλα στοχοποιούν αμφότεροι τους πρόσφυγες και υπόσχονται άμεσες απελάσεις, σφιχταγκαλιασμένοι με διαφορετικά κομμάτια της τουρκικής ακροδεξιάς.
Το πολιτικό αδιέξοδο μιας χώρας σε κρίση αναδείχθηκε στα προεκλογικά προτάγματα του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, ειδικά στο διάστημα μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου γύρου των προεδρικών εκλογών, που πρόκειται να διεξαχθεί στις 28 Μαΐου.
Έπειτα από το σχετικά αμφίρροπο αποτέλεσμα του πρώτου γύρου, όπου ο μεν Ερντογάν μόλις δεν κατάφερε να κερδίσει την επανεκλογή του με ποσοστό 49,52% και ο δε Κιλιτσντάρογλου ακολούθησε με 44,8%, οι δύο αντίπαλοι στράφηκαν στη διεκδίκηση της δεξαμενής ψήφων του τρίτου υποψηφίου, του εκπρόσωπου της ακροδεξιάς Συμμαχίας ATA (Προγονική Συμμαχία), Σινάν Ογάν.
Κατόρθωσαν αφενός να διασπάσουν την εκλογική συμμαχία των ακροδεξιών, με τον Σινάν Ογάν να στηρίζει τον Ερντογάν, αλλά τη μεγαλύτερη συνιστώσα της συμμαχίας, το Κόμμα Νίκης του Ουμίτ Οζντάγ να συστρατεύεται με τον Κιλιτσντάρογλου. Έτσι, οι 2.831.239 ψήφοι της Συμμαχίας ΑΤΑ στον πρώτο γύρο των προεδρικών δεν είναι ξεκάθαρο πού θα κινηθούν. Το Κόμμα Νίκης έλαβε περίπου 1,2 εκατ. ψήφους στις βουλευτικές εκλογές της ίδιας ημέρας.
«Αν δεν θέλετε η Τουρκία να γίνει “γη μεταναστών”, αν δεν θέλετε να ανησυχείτε όταν η κόρη σας βγαίνει στον δρόμο (…) τότε στηρίξτε την πολιτική που θα στείλει 13 εκατομμύρια πρόσφυγες στην πατρίδα τους και ψηφίστε τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου στις 28 Μαΐου», ήταν τα λόγια του Οζντάγ σε κοινή συνέντευξη τύπου με τον υποψήφιο της αντιπολίτευσης. Αυτή η ωμή επίθεση προς τους πρόσφυγες, που επίσημα αριθμούν περίπου τέσσερα εκατομμύρια, δεν είναι ξένη προς τα πολιτικά προτάγματα του Κιλιτσντάρογλου — ο ίδιος είχε πρόσφατα δηλώσει πως «Αυτοί που αγαπούν την πατρίδα τους πρέπει να έρθουν στις κάλπες πριν οι εισερχόμενοι φυγάδες αμαυρώσουν εντελώς τις ζωές των κορών μας».
Το κοινό συμφωνηθέν μεταξύ των δύο πολιτικών, ουσιαστικά ρίχνει όλη την ευθύνη στους πρόσφυγες για την κοινωνική καταστροφή που έχουν επιφέρει οι πολιτικές του Ερντογάν — κι αυτό διότι, ουσιαστικά, δεν υπάρχουν πολιτικές διαφορές μεταξύ των δύο υποψηφίων, πέρα από την επιφανειακή επίκληση ζητημάτων «δημοκρατίας» στη διακυβέρνηση Ερντογάν από τον αντίπαλό του. Το κείμενο Οζντάγ-Κιλιτσντάρογλου αναφέρει ρητά πως «Όλοι οι πρόσφυγες και φυγάδες, ειδικά οι Σύριοι, θα απελαθούν μέσα σε ένα έτος το αργότερο». Η πρόταση αυτή είναι, φυσικά, παράνομη υπό το διεθνές αλλά και το τουρκικό δίκαιο — όμως τα ζητήματα διασφάλισης των δικαιωμάτων των προσφύγων έχουν προ πολλού αποδειχθεί εύκολα αγνοήσιμα, όπως είναι εμφανές από τη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας και τις ευρωπαϊκές και τουρκικές πρακτικές εναντίον τους.
«Χρονοδιάγραμμα για την απέλαση όλων των προσφύγων» έχει και η άλλη πλευρά, σύμφωνα με τον έτερο ακροδεξιό Σινάν Ογάν, που στηρίζει τον Ερντογάν στον δεύτερο γύρο. Ο Τούρκος πρόεδρος, σε πρόσφατη συνέντευξή του είχε δηλώσει: «Έχουμε υποστηρίξει την ασφαλή και εκούσια επιστροφή των προσφύγων από την πρώτη στιγμή. Μέχρι τώρα, 560.000 πρόσφυγες έχουν επιστρέψει σε περιοχές εκκαθαρισμένες από την τρομοκρατία [στη Συρία]. Ο αριθμός αυτός θα μεγαλώσει καθώς εκκαθαρίζονται τρομοκρατικές οργανώσεις από τη Συρία». Οι περιοχές αυτές είναι οι περιοχές της βόρειας Συρίας που έχει καταλάβει ο τουρκικός στρατός σε μια σειρά από εισβολές από το 2016 και τις οποίες ελέγχει η Τουρκία και ισλαμιστές σύμμαχοί της. Η μαζική εγκατάσταση προσφύγων στην περιοχή έχει ως απώτερο σκοπό, πέρα από την απομάκρυνσή τους από το καθεαυτό τουρκικό έδαφος, την αποτροπή δημιουργίας ενός κουρδικού κράτους στην περιοχή.
Εκτός από το κοινό μένος ενάντια στους πρόσφυγες, είναι γενικότερα δύσκολο να δει κανείς πολιτικές διαφορές ανάμεσα στους δύο υποψηφίους. Αμφότεροι είναι υπέρ των πολιτικών παρεμβάσεων της κυβέρνησης «ενάντια στην τρομοκρατία», δηλαδή τις φυλακίσεις πολιτικών αντιπάλων, δημοσιογράφων, ακαδημαϊκών κ.α. Αμφότεροι είναι υπέρ της σύσφιγξης σχέσεων με τις ΗΠΑ — είναι άγνωστο ποια θα είναι η στάση ενός προέδρου Κιλιτσντάρογλου απέναντι στη Ρωσία, που έχει στενές σχέσεις συνεργασίας με το καθεστώς Ερντογάν. Αμφότεροι στηρίζουν την ίδια εξωτερική πολιτική απέναντι στους γείτονές τους και δεν διαφαίνονται κάποιες ουσιώδεις διαφορές στην οικονομική πολιτική. Οι διαφορές μεταξύ του Ισλαμικού κράτους και του Κεμαλικού εθνικισμού, είναι ίσως κατ’όνομα μεγάλες, αλλά κατ’ουσίαν είναι μονάχα ονομαστικές.
Εν κατακλείδι, οι προεδρικές εκλογές στη γείτονα έχουν ως επίδικο μονάχα το ποιος θα ελέγχει τα ηνία της εξουσίας. Η ίδια η φύση της και ο ρόλος της δεν πρόκειται να αλλάξουν — θύματα θα είναι και πάλι οι φτωχοί και οι κατατρεγμένοι, η τουρκική εργατική τάξη και οι πρόσφυγες.