του Ανδρέα Κοσιάρη
Στη δημιουργία ενός Παγκόσμιου Χρηματιστηρίου Άνθρακα, όπου οι χώρες θα μπορούν να αγοράζουν «πιστώσεις» μείωσης εκπομπών ρύπων ώστε να τις συνυπολογίζουν στους εθνικούς τους στόχους, προσανατολίζεται ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών. Πολλοί επιστήμονες και περιβαλλοντικές οργανώσεις επισημαίνουν πως πρόκειται για ακόμα μία προσπάθεια αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης με τους όρους της «αγοράς» — και εκ τούτου καταδικασμένη να αποτύχει.
Παρόμοιου τύπου «χρηματιστήρια άνθρακα» υπάρχουν ήδη είτε σε περιφερειακό επίπεδο (πχ. Σύστημα Εμπορίας Εκπομπών της Ευρωπαϊκής Ένωσης) είτε ως «εθελοντικά» σχήματα που λειτουργούν μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες. Δεν υπάρχει όμως μέχρι στιγμής ένα αντίστοιχο σύστημα που να λειτουργεί σε παγκόσμια κλίμακα.
Η ιδέα για το Παγκόσμιο Χρηματιστήριο Άνθρακα υπάρχει τουλάχιστον από το 2015, καθώς στο Άρθρο 6.4 της Συμφωνίας του Παρισιού για το Κλίμα περιγράφεται ένας παγκόσμιος μηχανισμός αγοράς που θα «συμβάλλει στον μετριασμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και στη στήριξη της αειφόρου ανάπτυξης». Από τότε όμως, η ομάδα εργασίας του ΟΗΕ που είναι επιφορτισμένη με τον σχεδιασμό αυτού του μηχανισμού, το Εποπτικό Όργανο του Άρθρου 6.4, συνεδρίασε για πρώτη φορά μόλις το 2022. Και έκτοτε, έχει πραγματοποιήσει έξι βιαστικά σχεδιασμένες συνεδρίες με σκοπό να προλάβει να παρουσιάσει ένα σχέδιο του μηχανισμού στην COP28 που θα πραγματοποιηθεί τον Δεκέμβριο στο Ντουμπάι.
Άστοχοι στόχοι και καπιταλιστικές αποτυχίες
Το 2015, εκπρόσωποι της συντριπτικής πλειοψηφίας των κρατών του πλανήτη υπό την αιγίδα του ΟΗΕ διαπραγματεύτηκαν και υπέγραψαν τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα. Στο πλαίσιο της Συμφωνίας, κάθε μία από τις υπογράφουσες χώρες συμφώνησε να κάνει αυτό που της αναλογεί για να μειώσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Στα κράτη δόθηκε η ελευθερία να προτείνουν οι ίδιες τους στόχους τους, γνωστούς ως «εθνικά καθορισμένες συνεισφορές» (nationally determined contribution – NDCs), με στόχο τον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη «αρκετά κάτω» από τους 2°C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα.
Το πόσο αναντίστοιχη του μεγέθους κινδύνου ήταν η Συμφωνία του Παρισιού, έγινε εμφανές τα επόμενα χρόνια. Ήδη από τη στιγμή της υπογραφής της Συμφωνίας, οι χώρες γνώριζαν πως οι στόχοι μείωσης εκπομπών που έθεσαν δεν ήταν ικανοί για να συγκρατήσουν την παγκόσμια θερμοκρασία στο όριο αύξησης των 1,5°C — αναθεώρησαν τους στόχους τους το 2020. Έναν χρόνο αργότερα, στην COP26, τα δεδομένα έδειξαν πως ακόμα και οι αναθεωρημένοι στόχοι, αν επιτυγχάνονταν, θα περιόριζαν την αύξηση στην καλύτερη περίπτωση στους 2,4°C. Έτσι, εμφανίστηκε η ανάγκη για περαιτέρω αναθεώρηση των NDCs από το 2022 κι έπειτα.
Σήμερα, όμως, οκτώ χρόνια από τη Συμφωνία του Παρισιού και επτά πριν το έτος-ορόσημο 2030, καμία από τις χώρες που εκπέμπουν τα περισσότερα αέρια θερμοκηπίου δεν βρίσκεται σε τροχιά επίτευξης αυτών των στόχων. Οι ΗΠΑ, η Κίνα, η ΕΕ και η Ινδία, που μαζί αποτελούν περισσότερο από το 50% των παγκόσμιων εκπομπών, βρίσκονται πολύ πίσω από τους στόχους τους — παράλληλα, δεν εφαρμόζουν τις υποσχέσεις τους για οικονομική ενίσχυση των χωρών του Παγκόσμιου Νότου, που αν και έχουν συμβάλλει το μικρότερο ποσοστό στις ιστορικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, εντούτοις πλήττονται περισσότερο από τα αποτελέσματα της κλιματικής αλλαγής.
Οι λόγοι για τους οποίους η πρόοδος στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης έχει βαλτώσει είναι σαφείς για όποιον θέλει να τους δει. Σε μία κρίση δημιουργημένη από την αχόρταγη επιθυμία του καπιταλισμού για «ανάπτυξη», η παγκόσμια κοινότητα αποφάσισε να αναθέσει στους μηχανισμούς της αγοράς την επίλυσή της. Έτσι, οι όποιοι σχεδιασμοί κυριαρχούνται από πολυεθνικές εταιρείες και δη τις εταιρείες ορυκτών καυσίμων, που αρνούνται φυσικά να θυσιάσουν τα κέρδη τους για την επίλυση του προβλήματος του οποίου αποτελούν σημαντική δημιουργό αιτία.
Και ενώ η επιστημονική κοινότητα δηλώνει ολοένα και πιο ανήσυχη για τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης, η παγκόσμια κοινότητα συνεχίζει ακάθεκτη στην πρότερη πορεία της. Στην COP26 στη Γλασκώβη, οι εκπρόσωποι της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων αποτελούσαν το μεγαλύτερο «μπλοκ» της συνδιάσκεψης. Στην COP27 στην Αίγυπτο οι αριθμοί τους μονάχα μεγάλωσαν και η COP28 πρόκειται να πραγματοποιηθεί σε μία από τις μεγαλύτερες πετρελαιοπαραγωγούς χώρες του πλανήτη, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Μια από τα ίδια, σε πλανητικό επίπεδο
Στο πλαίσιο αυτό, δεν αποτελεί έκπληξη πως τα επόμενα σχέδια προκρίνουν την εφαρμογή του αποτυχημένου σχεδίου της «αγοράς ρύπων» σε παγκόσμιο επίπεδο. Η πραγματική αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης προϋποθέτει μια εκ βάθρων αμφισβήτηση και αλλαγή του κυρίαρχου πλανητικού οικονομικού μοντέλου — κανείς, πλην ελάχιστων ρομαντικών, δεν φαίνεται πρόθυμος να αγωνιστεί για μια τέτοια αλλαγή.
Το σχέδιο για ένα Παγκόσμιο Χρηματιστήριο Άνθρακα, είναι ως «ένα εργαλείο που θα επιτρέψει στον πλανήτη να καλύψει το έλλειμμα φιλοδοξίας που αντιμετωπίζει», σύμφωνα με δήλωση της επικεφαλής του Εποπτικού Οργάνου του Άρθρου 6.4, Κριστίν Κι.
Ο δημοσιογράφος Τζόζεφ Γουίντερς περιέγραφε στον κλιματικό ειδησεογραφικό ιστότοπο Grist το σχέδιο ως εξής: «Η ιδέα είναι να επιτραπεί στις μειώσεις των εκπομπών σε μια χώρα να προσμετρηθούν για την κλιματική πρόοδο μιας άλλης χώρας. Μια χώρα όπως η Ινδονησία, για παράδειγμα, θα μπορούσε να φυτέψει δέντρα ή να κατασκευάσει ένα αιολικό πάρκο αντί για ένα εργοστάσιο φυσικού αερίου, και το έργο θα δημιουργούσε “πιστώσεις άνθρακα” που θα αντιπροσώπευαν κάποια ποσότητα αποφυγής ή μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Μια άλλη χώρα, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, θα αγόραζε στη συνέχεια τις πιστώσεις και θα τις διεκδικούσε για τη δική της εθνικά καθορισμένη συνεισφορά».
Θεωρητικά, η διαδικασία αυτή θα επέτρεπε την επιτάχυνση έργων μείωσης των εκπομπών αέριων ρύπων, καθώς οι πλουσιότερες χώρες θα μπορούν ουσιαστικά να χρηματοδοτούν φθηνότερα και γρηγορότερα τέτοια έργα σε φτωχότερες χώρες, αντί για πιο κοστοβόρα και χρονοβόρα έργα στο δικό τους έδαφος. Και με κάποιον μαγικό τρόπο, η πρόοδος θα προσμετράται στο δικό τους «κλιματικό ταμείο».
Η απάτη του σχεδίου είναι εμφανής με γυμνό μάτι. Οι πλούσιες χώρες, οι μεγαλύτεροι ιστορικά και σύγχρονα ρυπαντές της ατμόσφαιρας, θα συνεχίσουν να ρυπαίνουν αλλά θα προσποιούνται πως κάνουν βήματα προόδου μέσω της εξαγοράς της προόδου μικρότερων, φτωχότερων κρατών. Θα καθυστερήσουν σημαντικά τη δική τους απαγκίστρωση από τα ορυκτά καύσιμα, και θα «καθαρίσουν» με όχημα τις φτωχότερες χώρες του πλανήτη. Και είναι πιθανό να το κάνουν πολύ φθηνότερα από τα χρήματα που υπολογίζεται ότι χρωστούν στον Παγκόσμιο Νότο για τη ζημιά που έχουν προκαλέσει.
Όπως παρουσιάζαμε πριν περίπου έναν χρόνο, μελέτη ερευνητών του Κολλεγίου Ντάρτμουθ υπολόγιζε πως μονάχα οι ΗΠΑ, ο ιστορικά μεγαλύτερος ρυπαντής της γήινης ατμόσφαιρας, είναι υπεύθυνες για 1,9 τρισ. δολάρια ζημιά από το 1990 σε κυρίως φτωχές χώρες, μέσω της απώλειας εισοδήματος από καύσωνες, απώλειες σοδειών και άλλες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Αν υπολογίσουμε το κόστος των πέντε μεγαλύτερων ιστορικών ρυπαντών (ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία, Ινδία, Βραζιλία), το ποσό ανέρχεται στα 6 τρισ. δολάρια — μόνο από το 1990 κι έπειτα.
Πέρα από την προώθηση των οικονομικών συμφερόντων των πλούσιων χωρών, το σχέδιο για Παγκόσμιο Χρηματιστήριο Άνθρακα κατηγορείται πως δεν πρόκειται να είναι χρήσιμο για τον περιορισμό της εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου, καθώς βασίζεται στην αποτυχημένη ιδέα των «αντισταθμίσεων άνθρακα» (carbon offsets). Πρόκειται για μία ιδέα που οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες εφαρμόζουν εδώ και χρόνια.
Για παράδειγμα, μια εταιρεία αγοράζει μια «δέσμευση μη αποψίλωσης» μιας δασικής έκτασης, και χωρίς να αλλάξει τα επίπεδα εκπομπών αερίων της, υπολογίζει το CO2 που αυτή η δασική έκταση θα απορροφήσει ως αντιστάθμισμα στις εκπομπές της. Έτσι, δίνει την εντύπωση πως έχει επιτύχει ή οδεύει προς την επίτευξη ενός «μηδενικού ισοζυγίου» εκπομπών αερίων ρύπων, χωρίς να έχει αλλάξει απολύτως τίποτα στα επίπεδα αερίων που εκπέμπει. Και, φυσικά, δεν αλλάζει και τίποτα στα επίπεδα αερίων ρύπων στην ατμόσφαιρα — μπορεί, όμως, να διαφημίζει το πράσινο ξέπλυμά της ως προστάτης του περιβάλλοντος.
Όπως τόνιζαν σε ανοιχτή επιστολή τους προς το Εποπτικό Όργανο περισσότερες από 120 περιβαλλοντικές οργανώσεις: «Οι αγορές άνθρακα, τα σχέδια αντισταθμίσεων και οι αφαιρέσεις άνθρακα δεν μπορούν να προσφέρουν λύσεις για την κλιματική κρίση και αντίθετα υποστηρίζουν περαιτέρω ένα σύστημα που έχει επιτρέψει στους Μεγάλους Ρυπαντές και τις πλούσιες χώρες να κερδοσκοπούν από την κρίση. Θα έπρεπε συνεπώς να μην επιτρέπονται υπό οποιαδήποτε διάταξη της Συμφωνίας του Παρισιού».
Κι ενώ, όπως τονίζει και η επιστολή, η επιστήμη είναι ξεκάθαρη για τον ολοένα αυξανόμενο κίνδυνο και την έλλειψη χρόνου που πλέον έχει η ανθρωπότητα για την αντιμετώπιση της κρίσης, οι ηγέτες της επιμένουν σε «ιδέες της αγοράς» — ιδέες που δεν είναι απλά ανεπαρκείς, αλλά είναι και σχεδιασμένες για να επιτείνουν το πρόβλημα, διατηρώντας τον κερδοσκοπικό χαρακτήρα του παγκόσμιου καπιταλισμού και θυσιάζοντας την εύθραυστη ισορροπία του κλίματος του πλανήτη.