του Ανδρέα Κοσιάρη
Τα μεσάνυχτα της Πέμπτης 14 προς Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου, έληξαν τα συμβόλαια σχεδόν 150.000 εργαζομένων των τριών μεγάλων εταιρειών της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας που εκπροσωπούνται από τη συνδικαλιστική οργάνωση United Auto Workers (UAW). Με τις διαπραγματεύσεις μεταξύ συνδικάτου και εργοδοτών να έχουν καταρρεύσει, η λήξη των συμβολαίων πυροδότησε την πρώτη κοινή απεργία των εργατών στις μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες στην αμερικανική ιστορία. Το πρόβλημα είναι πως, από αυτούς τους 150.000 εργαζόμενους, εντολή για να απεργήσουν έλαβαν μόλις 13.000, παρά το γεγονός πως το 97% των μελών του συνδικάτου ψήφισαν για συμμετοχή στην απεργία.
Η τελευταία πρόταση των τριών μεγάλων εταιρειών («Big Three», όπως είναι γνωστές, δηλαδή η Ford, η General Motors, και η Stellantis που κατασκευάζει τα Chrysler και Jeep) προς τους εκπροσώπους των εργαζομένων περιείχε αύξηση αποδοχών 9 ή 10% και ελαφρά αυξημένες άδειες και παροχές. Η UAW την απέρριψε χαρακτηρίζοντάς την «προκλητική», και δικαίως. Το σύνολο των κερδών των τριών μεγάλων κατασκευαστών αυτοκινήτων στις ΗΠΑ για την τελευταία δεκαετία ξεπερνά τα 250 δισ. δολάρια, ενώ παρά τα χαμηλά επίπεδα πωλήσεων αυτοκινήτων των τελευταίων ετών, τα κέρδη βαίνουν αυξανόμενα. Μόνο στο πρώτο εξάμηνο του 2023, οι Big Three σημείωσαν κέρδη που αγγίζουν τα 21 δισ. δολάρια.
Και τα κέρδη αυτά δεν πηγαίνουν σε καμία περίπτωση στους εργαζόμενους — ακριβώς το αντίθετο, μάλιστα. Ο σημερινός αρχικός μισθός ενός νέου εργάτη στις Big Three είναι χαμηλότερος (σε απόλυτους αριθμούς, πόσο μάλλον σε αγοραστική δύναμη) από εκείνον που έδιναν οι εταιρείες το 2007, έναν χρόνο πριν τη μεγάλη κρίση χρέους της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας που οδήγησε στη μνημειώδη «διάσωσή» της με περισσότερα από 85 δισ. δολάρια κρατικού χρήματος από τις κυβερνήσεις ΗΠΑ και Καναδά.
Αυτό που αυξήθηκε, όμως, πέρα από τα κέρδη της αυτοκινητοβιομηχανίας, είναι τα χρήματα που κερδίζουν οι διευθύνοντες σύμβουλοι και τα μεγαλοστελέχη των εταιρειών, όπως και τα μερίσματα που αποδίδουν στους μετόχους τους. Για το 2022, ο CEO της Ford έλαβε μισθό 21 εκ. δολάρια, της Stellantis 24 εκ. δολάρια, ενώ εκείνη της GM έλαβε 29 εκ. δολάρια (και πάνω από 200 εκ. δολάρια τα τελευταία εννιά χρόνια). Συνολικά, σε βάθος τεσσάρων χρόνων ο μισθός των CEOs των Big Three αυξήθηκε κατά 40%. Στον αντίποδα, στο ίδιο χρονικό διάστημα οι μισθοί των εργατών της βιομηχανίας έχουν αυξηθεί κατά μόλις 6%.
Το συνδικάτο απαιτεί για τα μέλη του αύξηση μισθού 46% σε βάθος τεσσάρων ετών (για να συμβαδίζει με την αύξηση στους μισθούς των CEOs κατά τα προηγούμενα τέσσερα), 32ωρη εργασία στην εβδομάδα με απολαβές 40ωρης, δεσμεύσεις για συντάξιμες απολαβές και δωρεάν ιατρική κάλυψη για τους συνταξιούχους του κλάδου και περισσότερες άδειες. Ζητά επίσης να σταματήσουν οι τρεις μεγάλες εταιρείες τη μεταφορά των εργοστασίων τους σε Πολιτείες των ΗΠΑ όπου ισχύουν οι λεγόμενοι «νόμοι δικαιώματος στην εργασία», οι οποίοι δυσχεραίνουν τη δραστηριότητα των συνδικάτων.
Ενώ, λοιπόν, οι Big Three έχουν δείξει με τις περιφρονητικές προτάσεις για νέα συμβόλαια πως διεξάγουν έναν πόλεμο κατά των εργαζομένων τους, η ηγεσία του συνδικάτου UAW δεν τόλμησε να προχωρήσει στη μαζική απεργία που τα μέλη του υπερψήφισαν σε ποσοστό 97%. Όπως ανακοίνωσε ο πρόεδρος του συνδικάτου, Σον Φέιν, από τα μεσάνυχτα της Πέμπτης (7 π.μ. ώρα Ελλάδος) απεργούν εργαζόμενοι σε τρία μεγάλα εργοστάσια, ένα της Ford στην πολιτεία του Μίσιγκαν, ένα της GM στο Μισούρι και ένα της Stellantis στο Οχάιο.
Οι εργαζόμενοι που έλαβαν εντολή να συμμετάσχουν στην απεργία φτάνουν τους 13.000, από το σύνολο των 150.000 που είναι μέλη του συνδικάτου στις Big Three. Οι υπόλοιποι έχουν λάβει εντολή να συνεχίσουν «να εργάζονται υπό ληγμένα συμβόλαια». Αυτό σημαίνει πως οι συνάδελφοι των απεργών σε άλλα εργοστάσια δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν ούτε καν συμβολικές κινήσεις στήριξης της απεργίας, όπως για παράδειγμα να δουλεύουν με πιο αργό ρυθμό, καθώς εργάζονται χωρίς συμβόλαιο και δεν έχουν προστασία από εκδικητική απόλυση. Το ίδιο ισχύει και για πιθανή άρνησή τους σε εκμεταλλευτικές εργοδοτικές πρακτικές όπως οι υποχρεωτικές υπερωρίες.
Η επιλογή του συνδικάτου να μην εφαρμόσει πλήρη απεργία των μελών του έχει κατά κύριο λόγο πολιτικά αίτια, αλλά και ένα πρακτικό. Ο πρακτικός λόγος είναι η δυνατότητα του συνδικάτου να αποζημιώνει τους απεργούς από το απεργιακό του ταμείο, που αγγίζει τα 825 εκ. δολάρια, εκ των οποίων κάθε απεργός θα λαμβάνει 500 δολάρια την εβδομάδα. Εάν απεργούσε το σύνολο των εργατών-μελών του, το ταμείο θα επαρκούσε για αποζημιώσεις μόλις τριών μηνών.
Όμως, λένε οι κριτικές προς την επιλογή του συνδικάτου φωνές, η ζημιά που θα μπορούσε να γίνει στην αμερικανική οικονομία από την εφαρμογή πλήρους απεργίας ακόμα και για αυτό το σύντομο διάστημα, θα ήταν ένας γιγαντιαίος μοχλός πίεσης. Ένα πλήρες σταμάτημα της αμερικανικής παραγωγής οχημάτων θα μπορούσε να προκαλέσει ζημιά 6 δισ. δολαρίων στην οικονομία της χώρας. Για να δοθεί και ένα παράδειγμα του κόστους για τις ίδιες τις, μια απεργία στην General Motors το 2019 που διήρκεσε μόλις 40 ημέρες, κόστισε στην εταιρεία 3,6 δισ. δολάρια σε έσοδα εκείνη τη χρονιά, σύμφωνα με την ίδια τη GM.
Επί του παρόντος, η εντολή απεργίας αφορά μόλις τρία εργοστάσια, κανένα εκ των οποίων δεν παράγει θεμελιώδη εξαρτήματα όπως μηχανές. Πρόκειται για εργοστάσια τελικής συναρμολόγησης και βαψίματος, δηλαδή τον τελευταίο κρίκο της παραγωγής που μπορεί πιο εύκολα να μεταφερθεί αλλού από τις εταιρείες.
Τα πολιτικά αίτια είναι η απροθυμία της συνδικαλιστικής ηγεσίας να συγκρουστεί ευθέως με τις εταιρείες, και μαζί τους με το αμερικανικό κράτος που στηρίζει τα συμφέροντά τους. Έχει ιδιαίτερη σημασία πως αυτή η κατάσταση συμβαίνει επί της προεδρίας Τζο Μπάιντεν, ο οποίος προωθήθηκε στην προεκλογική του εκστρατεία ως «ο πιο φιλικός για τους εργάτες και τα συνδικάτα» υποψήφιος. Παραδοσιακά στις ΗΠΑ τα συνδικάτα αποτελούν χρηματοδότες του Δημοκρατικού κόμματος — το ίδιο ισχύει και για την UAW που δώρισε πάνω από 2 εκ. δολάρια στους Δημοκρατικούς στις προεδρικές εκλογές του 2020 και άλλα τόσα στις ενδιάμεσες του 2022.
Όμως η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει στη θητεία της παρέμβει για να εξαναγκάσει τους σιδηροδρομικούς εργαζόμενους να μην απεργήσουν, ενώ δεν έχει προβεί σε καμία κίνηση ελέγχου της ακατάσχετης κερδοφορίας των μεγάλων επιχειρήσεων. Μάλιστα, η μεταφορά εργοστασίων σε πολιτείες όπου τα συνδικάτα περιορίζονται, την οποία αναφέραμε πιο πάνω, γίνεται μεταξύ άλλων και με κρατική χρηματοδότηση, με τη μορφή δανείων προς τις εταιρείες. Την ίδια ώρα που η κυβέρνηση των Δημοκρατικών αρνείται να στηρίξει αλλά αντίθετα δρα ενάντια στα συμφέροντά τους, το ελεγχόμενο από την υπερσυντηρητική ακροδεξιά Ανώτατο Δικαστήριο καταθέτει αποφάσεις που περιορίζουν το δικαίωμα στην απεργία.
Ο πρόεδρος της UAW, Σον Φέιν, εκλέχθηκε μόλις τον περασμένο Μάρτιο ως ένας πιο μαχητικός υποψήφιος, με πολλά μέλη όμως να καταγγέλλουν πως η εκλογή του βασίστηκε στην ψήφο μόλις του 3% των απλών μελών. Η επιλογή της ηγεσίας του συνδικάτου, που προσωποποιείται στον Φέιν, να υποβαθμίσει την απεργία έχει εξοργίσει πολλά από τα μέλη του. Ο φόβος της αμερικανικής κυβέρνησης και του κεφαλαίου στις ΗΠΑ είναι η απεργία να ξεφύγει από τα στεγανά που έθεσε η συνδικαλιστική ηγεσία, και να επεκταθεί όχι μόνο στα υπόλοιπα εργοστάσια με μέλη του συνδικάτου, αλλά και σε εργοστάσια άλλων εταιρειών πέραν των Big Three, σε εργάτες που δεν είναι μέλη της UAW, αλλά και σε άλλους κλάδους που βλέπουν τα κέρδη των εργοδοτών τους να κορυφώνονται και τους δικούς τους μισθούς να μην επαρκούν για τα βασικά.
Για να συμβεί όμως αυτό, απαιτείται ένα κύμα αλληλεγγύης και οργάνωσης στην εργατική βάση, που μεταξύ πολλών άλλων θα πρέπει να δημιουργήσει και ένα μεγάλο απεργιακό ταμείο ώστε να αντέξουν οι απεργοί στη μάχη με τις ετιαρείες.