του Ανδρέα Κοσιάρη
Συμφωνία της τελευταίας στιγμής επιτεύχθηκε την Πέμπτη το πρωί μεταξύ των ηγεσιών των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων στους αμερικανικούς σιδηροδρόμους και των εταιρειών που εκμεταλλεύονται το δίκτυο, προλαμβάνοντας μια μαζική απεργία που θα ξεκινούσε τα ξημερώματα της Παρασκευής και στην οποία θα συμμετείχαν περισσότεροι από 100.000 εργαζόμενοι.
Η συμφωνία, που ουσιαστικά αποτελεί προδοσία των εργαζομένων από τις συνδικαλιστικές τους ηγεσίες, καθώς έχει μικρές διαφορές από την πρόταση των εταιρειών, επιτεύχθηκε με παρέμβαση της κυβέρνησης Μπάιντεν, που πανηγύρισε για αυτήν σε συνέντευξη τύπου στον Λευκό Οίκο. Το σταμάτημα της απεργίας πριν καν αυτή προλάβει να γεννηθεί, ήταν ένα στοίχημα για την κυβέρνηση και την καπιταλιστική τάξη των ΗΠΑ, που έχει άσχημες μνήμες από αντίστοιχες απεργίες στο μακρινό αμερικανικό ιστορικό παρελθόν. Μία από αυτές θεωρείται από τις πρώτες μαζικές απεργίες των Αμερικανών εργατών και έφτασε πολύ κοντά στη γέννηση μιας επανάστασης, πριν η κυβέρνηση την καταστείλει με τη χρήση του στρατού.
«Πανικός» και πανικός
Διαβάζοντας τις αμερικανικές εφημερίδες το καλοκαίρι του 1877, μπορούσε κανείς να γευτεί τον πανικό της αστικής τάξης. Ο αστικός τύπος προειδοποιούσε για την πιθανότητα να δημιουργηθούν «χίλιες παρισινές κομμούνες» στην καρδιά της Αμερικής, αν η κυβέρνηση δεν παρενέβαινε στη μεγάλη σιδηροδρομική απεργία.
Η απεργία είχε ξεκινήσει στις 14 Ιουλίου του 1877, όμως οι συνθήκες που οδήγησαν στη γέννησή της ήταν πολύ πρωτύτερες. Έπειτα από τη λήξη του αμερικανικού Εμφυλίου, μια άνευ προηγουμένου επένδυση στον τομέα των σιδηροδρόμων οδήγησε στην ταχεία ανάπτυξη του δικτύου στις ΗΠΑ. Οι σιδηρόδρομοι απαιτούσαν μεγάλα ποσά επένδυσης, κάτι που εκμεταλλεύτηκαν κερδοσκόποι τραπεζίτες, επενδύοντας ποσοστά καταθέσεων, αλλά και λειτουργώντας ως ενδιάμεσος για κρατικά επενδυτικά χρήματα στον τομέα. Το σκάσιμο της «φούσκας» των σιδηροδρόμων, συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στο να δημιουργηθεί ο «Πανικός του 1873». Κινητήριος μοχλός ήταν η χρεωκοπία της επενδυτικής τράπεζας Τζέι Κουκ, που είχε επενδύσει τεράστια ποσά στους σιδηρόδρομους. Η οικονομική συρρίκνωση που προκάλεσε ο «Πανικός του 1873» είναι η μεγαλύτερη σε διάρκεια στην αμερικανική ιστορία, διαρκώντας 65 συναπτούς μήνες, περισσότερους κι από την πιο «διάσημη» Μεγάλη Ύφεση του 1930.
Οι εργασιακές συνθήκες υπέστησαν τεράστιο πλήγμα από τον «Πανικό». Μαζικές απολύσεις, περικοπές μισθών και χρεωκοπίες μικρών επιχειρήσεων οδήγησαν σε ανεργία της τάξης του 27% το 1877. Συνολικά, οι μισθοί στις ΗΠΑ έπεσαν στο 45% των προ της κρίσης επιπέδων τους. Μεγάλο πλήγμα δέχθηκαν οι εργαζόμενοι στους σιδηρόδρομους, ξεκινώντας εντάσεις με την εργοδοσία. Την περίοδο εκείνη δεν υπήρχαν ακόμα θεσμοθετημένες συνδικαλιστικές ενώσεις εργαζομένων. Η οργανωμένη δράση των εργατών, «με νόμιμους τρόπους και για νόμιμους σκοπούς» είχε γίνει αποδεκτή μόλις το 1846, με απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου. Ακόμα κι έτσι, οι περιορισμοί στις διεκδικήσεις των εργαζομένων ήταν σκληροί και οι ποινικές διώξεις εναντίον τους συχνές.
Όμως το καλοκαίρι του 1877, η τρίτη μείωση μισθού μέσα στο ίδιο έτος από τη σιδηροδρομική εταιρεία Baltimore & Ohio Railroad (B&O) προκάλεσε τη δυναμική αντίδραση των εργατών σιδηροδρόμου στο Μάρτινσμπεργκ της Δυτικής Βιρτζίνια, που στις 14 Ιουλίου σταμάτησαν να επιτρέπουν σε όλα τα τρένα να περάσουν από τη γραμμή. Εκείνη το «καυτό πρωί Δευτέρας» οι εργαζόμενοι παράτησαν τα εργαλεία τους και αρνήθηκαν να εργαστούν σε έναν από τους σημαντικότερους σιδηροδρομικούς κόμβους των ανατολικών Ηνωμένων Πολιτειών. Οι εργάτες της B&O στη Δυτική Βιρτζίνια δεν είχαν κάποια σπουδαία οργάνωση ή μεγαλεπίβολους στόχους. Ήθελαν να ακυρωθεί η νέα μείωση του μισθού τους και να βελτιωθούν κατά τι οι άθλιες συνθήκες εργασίας τους. Χωρίς να το γνωρίζουν, όμως, πυροδότησαν ένα κύμα απεργιών που έφτασε να τρομάξει τους εργοδότες και τους αστούς τόσο, ώστε να φοβούνται πλήρη επανάσταση.
Ο κυβερνήτης της Δυτικής Βιρτζίνια, Χένρι Μάθιους, έστειλε την Εθνική Φρουρά ια να καταστείλει την απεργία και να επαναφέρει σε λειτουργία το δίκτυο. Όμως οι στρατιώτες της Εθνικής Φρουράς αρνήθηκαν να πυροβολήσουν κατά των εργατών.
Απεργία παντού
Την ίδια ώρα, οι απεργιακές κινητοποιήσεις επεκτείνονταν τάχιστα. Στις 16 Ιουλίου ξεκίνησαν απεργία οι σιδηροδρομικοί εργάτες στη Βαλτιμόρη του Μέριλαντ. Έπειτα από απαίτηση του προέδρου της B&O, ο κυβερνήτης του Μέριλαντ έστειλε την Εθνική Φρουρά για την καταστολή της απεργίας. Στις 20 Ιουλίου, το 6ο Σύνταγμα της Εθνικής Φρουράς του Μέριλαντ αντιμετώπισε μερικές χιλιάδες απεργών εργατών και αλληλέγγυων πολιτών και εργαζομένων σε μία μάχη για την κατάληψη του κυρίου αμαξοστασίου στην οδό Κάμντεν. Το 6ο Σύνταγμα σκότωσε τουλάχιστον 10 ανθρώπους, τραυμάτισε τουλάχιστον 25, όμως παγιδεύτηκε από το εξαγριωμένο πλήθος στο προαύλιο του αμαξοστασίου, όπου πολιορκήθηκε για δύο ημέρες μέχρι να καταφτάσουν ομοσπονδιακά στρατεύματα, σταλμένα από τον πρόεδρο Ράδερφορντ Μπ. Χέιζ.
Μέρα με τη μέρα η απεργία απλωνόταν από τον έναν σιδηροδρομικό κόμβο στον άλλο και από τη μία πολιτεία στην άλλη. Στο Πίτσμπουργκ της Πενσιλβάνια στις 19 Ιουλίου, μία ομάδα εργατών αρνήθηκε να λειτουργήσει το τρένο της. Η εργοδοσία προσπάθησε να τους αντικαταστήσει, όμως οι 25 αντικαταστάτες αρνήθηκαν να εργαστούν και απολύθηκαν αυτοστιγμεί. Μια τρίτη ομάδα εργατών προσπάθησε να καταλάβει το τρένο, δέχθηκε την επίθεση των απεργών, οι οποίοι πείθοντας και άλλους εργάτες κατέλαβαν την κύρια σιδηροδρομική γραμμή και τη σταμάτησαν. Μέχρι τα μεσάνυχτα εκείνης της πρώτης ημέρας, περίπου 1400 απεργοί είχαν συγκεντρωθεί.
Τις επόμενες ημέρες διεξήχθησαν σκληρές μάχες μεταξύ των απεργών και πολιτοφυλακών οργανωμένων από την εργοδοσία σε συνεργασία με τον τοπικό σερίφη και τους βοηθούς του. Πολλά όμως μέλη των πολιτοφυλακών περνούσαν στην πλευρά των απεργών κι έτσι χρειάστηκε η συνδρομή της Εθνική Φρουράς. Ούτε αυτή όμως μπόρεσε να καταστείλει την απεργία, η οποία απλώθηκε σε άλλες πόλεις της Πολιτείας της Πενσιλβάνια, αποκτώντας πανεργατικό χαρακτήρα. Στην πόλη του Αλεγκένι, κοντά στο Πίτσμπουργκ, οι απεργοί είχαν τόσο απόλυτο έλεγχο της περιοχής που όταν χρειάστηκε να περάσει από εκεί ο κυβερνήτης της Πολιτείας στις 24 Ιουλίου, δεν ήταν η τοπική αστυνομία αλλά οι απεργοί που του εγγυήθηκαν ασφαλή διέλευση.
Και εδώ χρειάστηκε εν τέλει η παρέμβαση ομοσπονδιακών στρατευμάτων για να κατασταλεί η απεργία — ο στρατός έφτασε στις 28 Ιουλίου και δύο ημέρες αργότερα τα τρένα ξεκίνησαν και πάλι να κινούνται. Συνολικά σκοτώθηκαν τουλάχιστον 61 άνθρωποι, εκ των οποίων οι 53 απεργοί εργάτες.
Η απεργία εντωμεταξύ είχε επεκταθεί στην Πολιτεία του Οχάιο, από εκεί στην Ιντιάνα, και από εκεί στο Ιλλινόι, όπου ένα τεράστιο πλήθος άνεργων πολιτών και απεργών εργατών κατέλαβε το κεντρικό αμαξοστάσιο του Σικάγου στις 24 Ιουλίου. Σε αλληλεγγύη ξεκίνησαν απεργίες ανθρακωρύχων σε παρακείμενες μικρότερες πόλεις, ενώ οι διαδηλώσεις που οργάνωσε στο Σικάγο το Κόμμα Εργατών συγκέντρωσαν τουλάχιστον 20.000 ανθρώπους. Ο δήμαρχος του Σικάγο δημιούργησε και εξόπλισε μια πολιτοφυλακή 5.000 ανδρών που ξεκίνησε μάχες με απεργούς και αλληλέγγυους στο κέντρο της πόλης. Έπειτα από την ενίσχυση της πολιτοφυλακής με άνδρες της Εθνικής Φρουράς και αργότερα ομοσπονδιακά στρατεύματα, η απεργία κατεστάλη στις 27 Ιουλίου. Οι μάχες άφησαν μεταξύ 14 και 30 νεκρών, όλοι τους από την πλευρά των εργατών.
Στην Πολιτεία του Μιζούρι, η απεργία των σιδηροδρομικών επεκτάθηκε σε γενική απεργία. Οι σιδηροδρομικοί εργάτες ξεκίνησαν μυστικές συναντήσεις στο Σεντ Λούις στις 22 Ιουλίου για να συνδιαμορφώσουν τα αιτήματά τους. Δέχθηκαν την αλληλεγγύη εργαζομένων από άλλους κλάδους και αφού την ίδια ημέρα τα αιτήματά τους δεν έγιναν δεκτά από την εργοδοσία, ξεκίνησε μια καθολική απεργία, με τους απεργούς να αποκτούν τον έλεγχο της πόλης μέχρι τα ξημερώματα της 23ης.
Χρειάστηκε να οπλιστούν πολιτοφυλακές, να κληθούν άνδρες της Εθνικής Φρουράς και ομοσπονδιακά στρατεύματα, για να κατασταλεί εν τέλει η απεργία μέχρι την 1η Αυγούστου. Τα στρατεύματα σκότωσαν τουλάχιστον 18 απεργούς.
Μαθήματα
Η Μεγάλη Απεργία του 1877, αποτέλεσε τη γέννηση του αντικαπιταλιστικού κινήματος στις ΗΠΑ. Μπορεί η απεργία να ηττήθηκε, όμως χρειάστηκε η συνδρομή του στρατού για να επιτευχθεί αυτή η ήττα, κάνοντας περισσότερο από εμφανές σε ποια πλευρά της ταξικής πάλης στεκόταν το αμερικανικό κράτος. Στον απόηχο των γεγονότων, δημιουργήθηκαν και ενδυναμώθηκαν οι πρώτες συνδικαλιστικές οργανώσεις — θα χρειαζόταν να έρθει ο πρώτος «Κόκκινος Τρόμος» στα τέλη της δεκαετίας του 1910, για να καταπολεμηθεί το εργατικό κίνημα στις ΗΠΑ μέσω προπαγάνδας και νομοθετημάτων.
Περισσότεροι από 100.000 άνθρωποι συμμετείχαν από το ένα ή το άλλο μετερίζι στην απεργία του 1877, σε μεγάλο ποσοστό μετανάστες, οι οποίοι θα βρίσκονταν και στην καρδιά των εργατικών κινημάτων τις επόμενες δεκαετίες.
Η αντιμετώπιση της απεργίας κανονικοποίησε τη συμμετοχή του στρατού στην καταστολή των εργατικών κινημάτων, κάτι που στο μέλλον έγινε πάμπολλες φορές. Οδήγησε επίσης στον εκμοντερνισμό και την επαγγελματικοποίηση των πολιτειακών Εθνικών Φρουρών, καθότι οι κυβερνήτες παρατήρησαν ότι στη μέχρι τότε «χαλαρή» οργάνωσή τους, πολλά μέλη τους αποφάσιζαν να ταχθούν στο πλευρό των εργατών.
Η απεργία έσπειρε τον τρόμο στην αμερικανική αστική τάξη, που από τότε κάνει τα αδύνατα δυνατά για να μην αποκτήσουν οι εργάτες ταξική συνείδηση. Κι ενώ σε πολλές περιπτώσεις εντός της απεργίας εφαρμοζόταν ο πανταχού παρών εκείνη την εποχή ρατσισμός, το παράδειγμα της γενικής απεργίας στο Σεντ Λούις, που για ένα τουλάχιστον 24ωρο οργανώθηκε ουσιαστικά ως αυτοκυβερνώμενη κομμούνα, είδε λευκούς και μαύρους εργάτες να μάχονται πλάι-πλάι, υπενθυμίζοντας στην αστική τάξη τη σημασία του φυλετικού διαχωρισμού για τον έλεγχο της εργατικής τάξης.
Οι απεργία δεν ήταν επουδενί «ειρηνική». Χιλιάδες βαγόνια και μηχανές καταστράφηκαν σε όλα τα απεργιακά κέντρα πραγματοποιώντας ζημιές εκατομμυρίων δολαρίων για τις σιδηροδρομικές εταιρείες, ενώ στο Σεντ Λούις οι απεργοί διέλυσαν δεκάδες εργοστάσια.
Στις «νίκες» της απεργίας, συγκαταλέγεται και το ότι οι εργοδότες άρχισαν σταδιακά να δίνουν ψίχουλα στους εργαζόμενους ώστε να μην επαναληφθούν τα ίδια σκηνικά. Η B&O, εταιρεία που προσέφερε το έναυσμα για την απεργία, υπήρχε η πρώτη που λίγα χρόνια μετά εφάρμοσε Ταμείο Ανακούφισης Εργαζομένων, το οποίο προσέφερε κάποια δυνατότητα ιατρικής και ασφαλιστικής κάλυψης, ενώ το 1884 ήταν η πρώτη που εφάρμοσε συνταξιοδοτικό ταμείο.
Οι μνήμες του φόβου κινούν το σήμερα
Για να επιστρέψουμε στο σήμερα, όπου ο φόβος μιας νέας μεγάλης απεργίας στους σιδηρόδρομους, έφερε άλλη μια προδοσία του εργατικού κινήματος από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες και τους «φιλοεργατικούς» Δημοκρατικούς.
Τα μέλη των συνδικάτων είχαν λάβει απόφαση για μαζική απεργία από την Παρασκευή τα ξημερώματα. Οι «διαπραγματεύσεις» με την εργοδοσία έχουν διαρκέσει πολλές εβδομάδες, χωρίς να ικανοποιούνται τα αιτήματα των εργατών. Η κυβέρνηση Μπάιντεν όρισε μάλιστα Ειδική Προεδρική Επιτροπή για να προτείνει έναν «συμβιβασμό», που δεν αποδε΄χτηκαν οι εργάτες καθώς δεν καλύπτει τα βασικά τους αιτήματα.
Για να φτάσουν την Πέμπτη το πρωί οι ηγεσίες των συνδικάτων σε «προκαταρκτική συμφωνία» με την εργοδοσία, που ανακοινώθηκε περήφανα από τον πρόεδρο Μπάιντεν σε συνέντευξη τύπου στον Λευκό Οίκο. Οι εργάτες όμως θεωρούν αυτή τη συμφωνία «προδοτική» καθώς λένε ότι δεν διαφέρει σημαντικά από την τελευταία συμβιβαστική πρόταση της Ειδικής Προεδρικής Επιτροπής.
Η σύμβαση εργασίας την οποία αποδέχτηκαν οι ηγεσίες, διατηρεί τις αυξήσεις των μισθών κα΄τω από τα επίπεδα του πληθωρισμού, διατηρεί αυξήσεις στις κρατήσεις μισθού για ιατρική φροντίδα, και διατηρεί τις τιμωρητικές διατάξεις για την απουσία των εργαζομένων από τη δουλειά τους.
Ο πρόεδρος Μπάιντεν, που είχε πλασαριστεί προεκλογικά ως «φιλικός προς τα συνδικάτα», αποδεικνύεται στην πραγματικότητα φίλος των μεγαλοσυνδικαλιστών και των εργοδοτών. Φάνηκε μάλιστα να απηχεί φασιστικά σλόγκαν, όταν απαντώντας χθες στο Twitter σε άρθρο γνώμης της Wall Street Journal, έγραψε «Ναι, τα τρένα έρχονται στην ώρα τους». Πρόκειται για αγαπημένο σλόγκαν των απολογητών του Ιταλού δικτάτορα Μουσολίνι, ο οποίος κατέστειλε με τη βία το εργατικό κίνημα στους ιταλικούς σιδηρόδρομους — θα μπορούσαμε να το συγκρίνουμε ως σλόγκαν με το ελληνικό «η Χούντα έφτιαξε δρόμους».
Η μάχη των σιδηροδρομικών εργατών στις ΗΠΑ δεν έχει όμως τελειώσει. Μπορεί η απεργία των περισσότερων από 100.000 να μην ξεκίνησε σήμερα, όμως ήδη έχει γιγαντωθεί η απέχθεια των εργατών για τις συνδικαλιστικές τους ηγεσίες και το Δημοκρατικό κόμμα.
«Πώς είναι ο Μπάιντεν ο πιο “φιλικός στον συνδικαλισμό πρόεδρος”;», δήλωσε ένας εργάτης. «Αν τον ένοιαζε, θα υποχρέωνε τις εταιρείες να μας δώσουν αυτό που έχουμε ανάγκη. Είναι με την ηγεσία του συνδικα΄του, όχι με εμάς. Τα συνδικάτα δουλεύουν για την εταιρεία και εναντίον μας».
Μια γενική απεργία στους σιδηρόδρομους θα παρέλυε μεγάλο κομμάτι της εμπορικής και αγροτοκτηνοτροφικής δραστηριότητας στις ΗΠΑ. Επίσης, όπως θυμάται και φοβάται η αμερικανική αστική τάξη, θα δημιουργούσε το παράδειγμα για άλλους κλάδους εργαζομένων και θα συγκέντρωνε αλληλεγγύη και μιμητές. Η μη πραγματοποίησή της, ειδικά λίγες εβδομάδες πριν από τις ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ, ήταν ένα τεράστιο στοίχημα για την κυβέρνηση Μπάιντεν.
Προς στιγμήν, αυτό το στοίχημα έχει κερδηθεί. Μέχρι όμως το τέλος του μήνα, αναμένονται αποφάσεις μελών των συνδικάτων για την υιοθέτηση ή όχι του συμφωνηθέντος από την ηγεσία συμβολαίου. Ο αγώνας έχει ακόμα μέλλον και ο φόβος των αστών μπορεί ακόμα να γίνει πραγματικότητα.