Από την αρχαιότητα οικονομολόγοι φιλόσοφοι και ποιητές αναζητούν εργαλεία για να καταγράψουν και να εξηγήσουν την άνοδο και την πτώση οικονομικών συστημάτων αυτοκρατοριών και πολιτισμών. Το καλύτερο εργαλείο ίσως βρισκόταν πάντα μπροστά στα μάτια τους αλλά ήταν πολύ μικρό για να το δουν. Hταν η σκόνη.
Στην καρδιά του Μανχάταν, στην οροφή του σιδηροδρομικού σταθμού Grand Central Station, υπάρχουν δυο μικρά προβλήματα. Κατ’ αρχάς ο ζωδιακός κύκλος που απεικονίζεται έχει τον Βορρά εκεί όπου θα έπρεπε να βρίσκεται ο Νότος, γιατί οι εργάτες κρατούσαν ανάποδα το σχέδιο που τους είχε δώσει ο αρχιτέκτονας. Για να δικαιολογηθεί, ο εργολάβος υποστήριξε ότι έφτιαξε την εικόνα όπως τη βλέπει ο Θεός. Kαι η υπόθεση έκλεισε εκεί.
Το δεύτερο «πρόβλημα» είναι ένα μικρό τετράγωνο σημάδι στην άκρη του θόλου. Οπως μου εξηγούσε ο Χόρχε Οτέρο Παΐλιος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και ένας από τους σημαντικότερους συντηρητές μνημείων σε όλο τον κόσμο, τα συνεργεία που καθάρισαν το κτίριο τη δεκαετία του 1990 άφησαν ανέπαφο αυτό το σημείο για να θυμίζει τη σκόνη που είχε συσσωρευτεί στον σταθμό από τα τέλη του 19ου αιώνα. Σε αυτό το μικρό μαύρο τετράγωνο κρύβεται η ιστορία ανθρώπων που έζησαν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τη Μεγαλη Υφεση της δεκαετίας του 1930 και τον Β΄ Παγκόσμιο. Εδώ κάθισε ο καπνός από τα τσιγάρα τους και κυρίως η σκόνη που ανέπνεαν.
Ο Παΐλιος εντάσσεται σε μια νέα γενιά ερευνητών και πανεπιστημιακών που θεωρούν ότι η σκόνη είναι κάτι περισσότερο από μια ενοχλητική μορφή ύλης την οποία οφείλουμε να καταπολεμήσουμε. Ο ίδιος, όταν δεν φορά το καπέλο του συντηρητή, μετατρέπεται σε καλλιτέχνη. Με μια ειδική τεχνική που ανέπτυξε, απομακρύνει τη σκόνη από ιστορικά κτίρια, όπως το Γουστμίνστερ Χολ στο Λονδίνο, και την εκθέτει σε ορισμένα από τα μεγαλύτερα μουσεία και γκαλερί όλου του κόσμου. Για τον Παΐλιος η σκόνη αποτελεί ένα ημερολόγιο της ανθρώπινης ιστορίας, το οποίο κάθεται πάνω στα φαραωνικά μνημεία και μας θυμίζει ότι ο κόσμος δεν προχωρά μόνο με τους βασιλιάδες και τους αυτοκράτορες που διατάσσουν την κατασκευή των μνημείων αλλά και με τους εργάτες που τα έχτισαν, τους σκλάβους που υπηρετούσαν σε αυτά αλλά και τους απλούς πολίτες που ζούσαν γύρω τους παράγοντας και μετακινώντας σκόνη με τις καθημερινές τους δραστηριότητες.
Προχωρώντας την ίδια σκέψη ένα βήμα παραπέρα, η Τζέι Οουνες, συγγραφέας του βιβλίου «Dust», υποστηρίζει ότι αυτά τα μικροσκοπικά κομμάτια ύλης που αιωρούνται στον αέρα είναι συνώνυμα της νεωτερικότητας, ουσιαστικά δηλαδή του καπιταλισμού. Για την ίδια ο κόσμος που γνωρίζουμε σήμερα ξεκινά στη δεκαετία του 1570, όταν το Λονδίνο αρχίζει να μαυρίζει από τη σκόνη και την κάπνα του άνθρακα που λίγο αργότερα θα μας δώσει την Α΄ Βιομηχανική Επανάσταση.
Παρακολουθώντας την ιστορία του καπιταλισμού μέσα από την ιστορία της σκόνης η Οουενς κάνει στο βιβλίο της μερικές συναρπαστικές στάσεις στην Αμερική του 20ού αιώνα. Αρχικά αναλύει τις αμμοθύελλες (dust bowls) που καλύπτουν μεγάλο τμήμα των ΗΠΑ, τη δεκαετία του 1930, ως αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας και του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που οδήγησαν σε υπερεκμετάλλευση και ερημοποίηση τεράστιων καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Και ύστερα επιστρέφει στη μικροαστική οικογένεια των αμερικανικών προαστίων της δεκαετίας του 1950 και του 1960.
Είναι η εποχή που η πατριαρχική αμερικανική κοινωνία αποφασίζει να αφαιρέσει από τις γυναίκες τα δικαιώματα που κέρδισαν κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (όταν το σύστημα τις κάλεσε να εισέλθουν στη βιομηχανική παραγωγή) και για να το πετύχει τους αναθέτει ένα σισύφειο έργο: να απομακρύνουν καθημερινά από τα σπίτια τους τη σκόνη αναζητώντας μη πραγματοποιήσιμα επίπεδα καθαριότητας. Γύρω από αυτή τη μισή (μικροαστική) αρχοντιά θα οικοδομηθεί μια ολόκληρη βιομηχανία για τη μάχη απέναντι στη σκόνη που περιλαμβάνει από περιοδικά και τηλεοπτικές εκπομπές με συμβουλές καθαρισμού μέχρι ηλεκτρικές συσκευές που υπόσχονται να πατάξουν τη σκόνη, ενώ στην πραγματικότητα απλώς την αναδιανέμουν στον χώρο.
Αυτή η μάχη όμως επαναφέρει στο προσκήνιο και τα ταξικά χαρακτηριστικά της σκόνης. Για τους κατοίκους των προαστίων η καθαριότητα εκπροσωπεί την ειδοποιό διαφορά με την οπισθοδρομική Αμερική της γεωργικής παραγωγής αλλά και με τους φτωχότερους κατοίκους των αστικών κέντρων – κυρίως με τις μειονότητες των μεταναστών, των μαύρων και των ισπανόφωνων. Στις δεκαετίες που θα ακολουθήσουν, μας εξηγεί η Τζέι Οουνες οι νοικοκυρές, που αποτελούσαν το πιο καταπιεσμένο τμήμα της αμερικανικής οικογένειας θα μεταφέρουν το έργο της καθαριότητας, σαν υπεργολαβία, σε αυτούς που βρίσκονται ακόμη πιο χαμηλά στην ταξική αλυσίδα.
Από αυτή τη μικρογραφία της οικογενειακής εστίας ο Παΐλιος και η Οουενς προχωρούν στη μεγάλη εικόνα της μάχης με τη σκόνη. «Οι πόλεις μας», μας εξηγεί ο Παΐλιος, «οικοδομούνται με τέτοιο τρόπο, ώστε οι πλούσιοι να ζουν σε περιοχές όπου ο άνεμος απομακρύνει τη σκόνη και οι φτωχοί στις περιοχές που τη μεταφέρει». «Τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα», συμπληρώνει η Οουενς, «ζουν δίπλα σε βρόμικες λεωφόρους και εργοστάσια, ενώ οι άνθρωποι στον αναπτυσσόμενο κόσμο είναι αναγκασμένοι να ζουν με πολύ υψηλότερα επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης τα οποία ευθύνονται για τέσσερα εκατομμύρια θανάτους κάθε χρόνο».
Αυτή η μάχη με τη σκόνη βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.
Info
Δείτε
Οι συνεντεύξεις με τον Χόρχε Οτέρο Παΐλιος και την Τζέι Οουενς προέρχονται από τη νέα σειρά ντοκιμαντέρ του «Infowar» με τίτλο «Ιστορίες από το Gotham City», που προβάλλονται κάθε Παρασκευή τα μεσάνυχτα στο Attica TV. Μπορείτε να δείτε τα πρώτα πέντε επεισόδια και στη διεύθυνση info-war.gr