του Ανδρέα Κοσιάρη
Με ανακοίνωσή του αργά τη Δευτέρα 28 Νοεμβρίου, ο πρόεδρος Μπάιντεν έδωσε εντολή στο Κογκρέσο να προωθήσει νομοθεσία που θα προλαμβάνει μια μαζική απεργία των εργαζομένων στους αμερικανικούς σιδηρόδρομους, επιβάλλοντάς τους συμβόλαια τα οποία η πλειοψηφία των εργατών έχει απορρίψει.
Η ωμή απεργοσπαστική παρέμβαση αφορά τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των εκπροσώπων των εργαζομένων και των ιδιωτικών εταιρειών που εκμεταλλεύονται το σιδηροδρομικό δίκτυο των ΗΠΑ, οι οποίες είχαν βαλτώσει ήδη από το καλοκαίρι. Πρόκειται για τη δεύτερη ευθεία παρέμβαση του Λευκού Οίκου σε αυτές τις διαπραγματεύσεις.
Τον Σεπτέμβριο, λίγες ώρες προτού τεθεί σε εφαρμογή απόφαση των εργατών για μαζική απεργία διαρκείας, ο πρόεδρος Μπάιντεν παρενέβη επιβάλλοντας μια «προκαταρκτική συμφωνία» μεταξύ της συνδικαλιστικής ηγεσίας και των εργοδοτών — η «συμφωνία» είχε ελάχιστες διαφορές από την τελευταία εργοδοτική πρόταση και δεν κάλυπτε τα αιτήματα των εργατών.
Στους δύο μήνες από εκείνη την «προκαταρκτική συμφωνία», οι εργαζόμενοι κλήθηκαν να την υπερψηφίσουν ή να την καταψηφίσουν. Τέσσερις από τις δώδεκα συνδικαλιστικές ενώσεις που εκπροσωπούν τους εργαζόμενους στους αμερικανικούς σιδηρόδρομους καταψήφισαν τη συμφωνία — οι τέσσερις αυτές ενώσεις εκπροσωπούν περισσότερους από τους μισούς εργαζόμενους στη βιομηχανία. Οι υπόλοιπες οκτώ έχουν υπερψηφίσει, εν μέσω καταγγελιών για καθυστερήσεις και εμπόδια στη συμμετοχή των εργατών στις ψηφοφορίες.
Η πλειοψηφία, όμως, των εργατών απορρίπτει τα νέα συμβόλαια, καθώς δεν καλύπτουν τα αιτήματά τους για αυξήσεις ανάλογες του πληθωρισμού, για άδειες ασθενείας και για πιο ελαστικά χρονοδιαγράμματα εργασίας ώστε να μπορούν να έχουν περισσότερο χρόνο με τις οικογένειές τους.
Με τη διορία για έγκριση της «προκαταρκτικής συμφωνίας» να λήγει την επόμενη εβδομάδα, μια μαζική απεργία των εργαζομένων στους σιδηρόδρομους επρόκειτο να ξεκινήσει στις 9 Δεκεμβρίου. Μόνο που ο Λευκός Οίκος έχει άλλη γνώμη.
Με τη χθεσινοβραδινή προεδρική ανακοίνωση, ο πρόεδρος Μπάιντεν ζήτησε από το Κογκρέσο να νομοθετήσει την επιβολή των νέων συμβολαίων στους εργαζόμενους των σιδηροδρόμων, παρά την αντίθεσή τους. Στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα το Κογκρέσο έχει αυτή τη δυνατότητα, όμως δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο τι ακριβώς θα περιλαμβάνει το νομοσχέδιο. Θα πρόκειται για την τελευταία ψήφο του Κογκρέσου, πριν αυτό διακόψει για τις γιορτές και επανέλθει με νέα σύνθεση τον Ιανουάριο, έπειτα από τα αποτελέσματα των ενδιάμεσων εκλογών του Νοεμβρίου. Υπάρχουν ενδείξεις πως ορισμένοι βουλευτές των Δημοκρατικών πρόκειται να καταψηφίσουν τη συγκεκριμένη επιβολή, όμως αυτή αναμένεται να λάβει τις θετικές ψήφους αρκετών Ρεπουμπλικανών ώστε να μην κινδυνεύει η υπερψήφισή της.
Άλλωστε, η επιβολή των συμβολαίων έχει την έγκριση της αστικής τάξης και των βιομηχανικών λόμπι, που έβλεπαν στη διαφαινόμενη μαζική απεργία δύο τεράστιες απειλές: αφενός, όπως είχαμε εξιστορήσει και τον Σεπτέμβριο, οι απεργίες των σιδηροδρόμων φέρουν ιστορικές μνήμες διεκδικήσεων από τον 19ο αιώνα, που απείλησαν τόσο την ευμάρεια της καπιταλιστικής τάξης ώστε να αυτή να φοβάται «χίλιες παρισινές κομμούνες»· και αφετέρου, η απεργία επρόκειτο να ξεκινήσει στις 9 Δεκεμβρίου, αμέσως πριν την περίοδο των εορτών όπου ο εμπορικός κόσμος των ΗΠΑ αναμένει μεγάλα κέρδη.
Η απεργία θα επηρέαζε τουλάχιστον το 30% του όγκου των διακινούμενων εμπορευμάτων στις ΗΠΑ, με κόστος στην αμερικανική οικονομία που θα μπορούσε να φτάσει και τα 2 δισ. δολάρια ανά ημέρα. Περισσότερες από 400 οργανώσεις του βιομηχανικού κι εμπορικού λόμπι είχαν το πρωί της Δευτέρας απευθύνει έκκληση στον πρόεδρο και το Κογκρέσο να λάβουν δράση απέναντι στην απεργία. Ανάμεσά τους, το Εμπορικό Επιμελητήριο, η Εθνική Ένωση Κατασκευαστών, η Εθνική Ομοσπονδία Λιανικής, το Αμερικανικό Ινστιτούτο Πετρελαίου, η Εθνική Ένωση Εστιατορίων, η Αμερικανική Ένωση Φορτηγών και η Αμερικανική Ομοσπονδία Γεωργικών Γραφείων.
Έτσι, η κυβέρνηση Μπάιντεν βάζει μπροστά τα συμφέροντα των εμπόρων, των βιομηχάνων και φυσικά των ιδιωτών που εκμεταλλεύονται το αμερικανικό σιδηροδρομικό δίκτυο, εις βάρος των δίκαιων αιτημάτων των εργατών στους σιδηρόδρομους. Κι αυτό, από έναν πρόεδρο που προεκλογικά είχε παίξει το χαρτί του «φιλικού προς τα συνδικάτα» και του «λάτρη των τρένων». Όπως αποδεικνύεται βέβαια, τα παχιά αυτά λόγια δεν αφορούσαν τους εργάτες — ο Μπάιντεν είναι «φιλικός» όχι προς τα μέλη, αλλα΄ προς τις ηγεσίες των συνδικάτων που χρηματοδότησαν την προεκλογική του εκστρατεία και ξεπούλησαν τα αιτήματα των μελών τους.
Στην κατακλείδα της ανακοίνωσής του, ο πρόεδρος Μπάιντεν είπε: «Μοιράζομαι την ανησυχία των εργατών για την αδυναμία τους να πάρουν άδεια ώστε να αναρρώσουν από ασθένεια ή να φροντίσουν ένα άρρωστο μέλος της οικογένειάς τους. (…) Όμως σε αυτή την κρίσιμη στιγμή για την οικονομία μας, στην περίοδο των εορτών, δεν μπορούμε να αφήσουμε την ισχυρή πεποίθησή μας για καλύτερα αποτελέσματα για τους εργάτες να αρνηθεί στους εργάτες τα οφέλη της συμφωνίας στην οποία κατέληξαν, και να ρίξει αυτό το έθνος σε μία καταστροφή διακοπή λειτουργίας των σιδηροδρομικών εμπορευματικών μεταφορών».
Πρόκειται για ένα μνημείο κυνισμού, που από τη μία αποδέχεται τη λογική των δίκαιων αιτημάτων των εργατών, κι από την άλλη αφαιρεί κάθε ευθύνη από την εργοδοσία, ενώ ταυτόχρονα θέτει στο τραπέζι τον ωμό εκβιασμό: «ή παίρνετε τα λίγα που σας δίνουν ή θα τα πάρετε με το ζόρι».
Η επιλογή της κυβέρνησης Μπάιντεν αποτελεί ακόμα ένα βήμα στη ρήξη της με την εργατική τάξη — η τελευταία θα πρέπει να κατανοήσει πως οι ελπίδες της δεν μπορούν να βρεθούν ούτε στο Δημοκρατικό κόμμα, ούτε στις συνδικαλιστικές ηγεσίες που διαπραγματεύονται υποτίθεται για λογαριασμό της, υποκύπτοντας στα «θέλω» της εργοδοσίας. Όπως και στον υπόλοιπο κόσμο, απαιτείται μαζική, συλλογική και διακλαδική δράση.