του Ανδρέα Κοσιάρη
Ένα βήμα παρακάτω προχωρά η σκλήρυνση των πολιτικών για το μεταναστευτικό στην Ευρώπη-φρούριο, με μία εσπευσμένη «πολιτική συμφωνία» μεταξύ του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου και της Κομισιόν.
Η συμφωνία αποτελεί επισημοποίηση (αλλά όχι ακόμα εφαρμογή) όσων συμφωνήθηκαν με «ειδική πλειοψηφία» από τους υπουργούς Εσωτερικών των κρατών-μελών της ΕΕ τον περασμένο Ιούνιο, και που όπως γράφαμε τότε ισοδυναμούσαν με αποχώρηση της ΕΕ από τη Συνθήκη της Γενεύης για τους πρόσφυγες.
«Σήμερα είναι πραγματικά μια ιστορική ημέρα. Περιβάλλομαι από συναδέλφους που δεν έχουν κοιμηθεί για μέρες και νύχτες», δήλωσε η πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου Ρομπέρτα Μέτσολα, δίχως να εξηγήσει τους λόγους που απαιτούσαν μια τέτοια «άγρυπνη» βιασύνη. Οι λόγοι, φυσικά, δεν είναι άλλοι από τις επερχόμενες Ευρωεκλογές, με το πολιτικό οικοδόμημα της ΕΕ να αποφασίσει για άλλη μια φορά να «αντιμετωπίσει» την άνοδο της ακροδεξιάς αβαντάροντας τα πολιτικά της προτάγματα και υιοθετώντας τη ρητορική και τις πρακτικές που πηγάζουν από αυτήν.
Η «πολιτική συμφωνία» προβλέπει τον περαιτέρω περιορισμό του «μεταναστευτικού προβλήματος» στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, με τα κράτη-μέλη του κέντρου να χρηματοδοτούν φράχτες, περιπολίες και στρατόπεδα συγκέντρωσης στα σύνορα της ΕΕ, αλλά και έξω από αυτά. Αυτό, οι Ευρωπαίοι πολιτικοί το αποκαλούν ευφημιστικά «αλληλεγγύη», ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που αποκαλούσαν «αλληλεγγύη» τους εκβιασμούς και την κερδοσκοπική δανειοδότηση κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης.
Η συμφωνία επίσης επισημοποιεί την ουσιαστική απεμπόλιση του δικαιώματος στην κατάθεση αιτήματος ασύλου, καθώς εισάγει fast-track διαδικασίες απέλασης για αιτούντες άσυλο όλων των ηλικιών που προέρχονται από χώρες με ποσοστό αναγνώρισης αιτημάτων ασύλου κάτω του 20%, δεν εγγυάται νομική εκπροσώπηση — παρά μόνο μια αόριστη «συμβουλευτική» –, επεκτείνει την εσκεμμένα ασαφή έννοια των «ασφαλών τρίτων χωρών» στις οποίες θα απελαύνονται οι αιτούντες άσυλο και δεν υιοθετεί κανενός είδους μηχανισμό επιτήρησης ώστε να διασφαλίζονται τα δικαιώματα των ανθρώπων που φτάνουν στα ευρωπαϊκά σύνορα.
Ακόμα και οι ελάχιστοι εφαρμοζόμενοι κανονισμοί, θα μπορούν να αίρονται σε περιπτώσεις «εργαλειοποίησης» από τρίτες χώρες, μιας έννοιας που δεν διευκρινίζεται ούτε ορίζεται στο κείμενο της συμφωνίας, με φυσικό αποτέλεσμα να μπορεί να την επικαλείται κάθε χώρα όταν επιθυμεί να μην κάνει ούτε τα ελάχιστα.
Επιπρόσθετα, η συμφωνία δεν δημιουργεί καμία ασφαλή και νόμιμη οδό προς την Ευρώπη για τους αιτούντες άσυλο, αφήνοντάς τους και πάλι ως μοναδική επιλογή τις επικίνδυνες οδούς που κυριαρχούνται από τους διακινητές. Διακινητές που η Ευρώπη δείχνει ως πρωταίτιους των θανάτων προσφύγων και μεταναστών στα ευρωπαϊκά σύνορα, την ίδια ώρα που τους προμοτάρει ουσιαστικά ως μοναδική επιλογή. Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης, τουλάχιστον 2.571 έχουν χάσει τη ζωή τους προσπαθώντας να διασχίσουν τη Μεσόγειο το 2023, με τον αριθμό να ξεπερνά τις 28.000 από το 2014. Οι αριθμοί αυτοί κρίνονται ευρέως ως μικρό μονάχα τμήμα των πραγματικών θανάτων.
«Όλα αυτά θα αναγκάσουν όλο και περισσότερους ανθρώπους να προσπαθήσουν να διαφύγουν δια θαλάσσης και να επιλέξουν όλο και πιο επικίνδυνες διαδρομές», δηλώνουν σε κοινή τους ανακοίνωση 16 οργανώσεις έρευνας και διάσωσης που δραστηριοποιούνται στη Μεσόγειο, και συμπληρώνουν: «Ξανά και ξανά, περισσότερες ζωές θα χάνονται. Ούτε μία ζωή δεν θα σωθεί από τη σημερινή απόφαση. Η Ευρώπη αποφάσισε να διδαχθεί από τα χειρότερα παραδείγματά της. Αυτή η συμφωνία είναι μια ιστορική αποτυχία και μια υπόκλιση στα δεξιά κόμματα της Ευρώπης».
«[Η συμφωνία] Θα αυξήσει επίσης την εξάρτηση από χώρες εκτός ΕΕ για τη διαχείριση της μετανάστευσης, πράγμα που σημαίνει περισσότερες συμφωνίες όπως αυτές που επιτεύχθηκαν με την Αλβανία, τη Λιβύη, την Τυνησία ή την Τουρκία για τη μετατόπιση της ευθύνης για την προστασία των ανθρώπων εκτός ΕΕ», σημειώνει σε ανακοίνωσή της η Διεθνής Αμνηστία. Όπως έχουμε εξηγήσει και παλαιότερα, η εξαγωγή του ευρωπαϊκού «ανθρωπισμού» σε χώρες που συνορεύουν με την ΕΕ συνεπάγεται συνεργασία με δικτάτορες, βία, σκλαβιά και θανάτους προσφύγων και μεταναστών χωρίς το αίμα τους να λερώνει Ευρωπαίους αξιωματούχους.