Μη σύννομη ήταν σύμφωνα με το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο η απόρριψη της προσφυγής που είχε καταθέσει ο Δημήτρης Κουφοντίνας κατά της παράνομης μεταγωγής του στις φυλακές Δομοκού, για την οποία ο κρατούμενος είχε πραγματοποιήσει μακρά απεργία πείνας. Όπως αναφέρουν σε ανακοίνωσή τους οι δικηγόροι του, Ιωάννα Κούρτοβικ και Δημήτρης Σαραφιανός, μετά την σχετική απόφαση θα πρέπει να ερευνηθεί η νομιμότητα των πράξεων της τότε Γενικής Γραμματέως Αντεγκληματικής πολιτικής Σοφίας Νικολάου.
Υπενθυμίζεται ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη και συνεργαζόμενοι δημοσιογράφοι είχαν εξαπολύσει πόλεμο λάσπης εναντίον διακεκριμένων νομικών, καθηγητών πανεπιστημίου αλλά και απλών πολιτών που ζητούσαν την εφαρμογή του νόμου στην υπόθεση Κουφοντίνα. Παράλληλα είχε σημειωθεί ωμή παρέμβαση στο έργο της ελληνικής δικαιοσύνης με ανακοινώσεις Αμερικανών Διπλωματών ενώ η αμερικανική πλατφόρμα Facebook μπλόκαρε λογαριασμούς δημοσιογράφων και πανεπιστημιακών που αναφέρονταν στην υπόθεση χωρίς να αναπαράγουν την κυβερνητική γραμμή.
Το πλήρες κείμενο των συνηγόρων του Δημήτρη Κουφοντίνα
Με την υπ’αριθμ. 4/2022 απόφασή του το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, αποτελούμενο από τους Προέδρους των 3 ανωτάτων δικαστηρίων (Αρείου Πάγου, Συμβουλίου της Επικρατείας και Ελεγκτικού Συνεδρίου), καθώς και από μέλη των δικαστηρίων αυτών και καθηγητές των Νομικών Σχολών της χώρας, έκανε δεκτή την από 19/7/2021 αίτηση του Δημήτρη Κουφοντίνα, κρίνοντας ότι η απόρριψη της προσφυγής του κατά της παράνομης μεταγωγής του στο Δομοκό, με επίκληση αναρμοδιότητας, δεν ήταν σύννομη. Και κατόπιν αυτού, ανέπεμψε την υπόθεση στο Δικαστήριο Εκτέλεσης ποινών του Πρωτοδικείου της Λαμίας, το οποίο καλείται ξανά να ερευνήσει την νομιμότητα των πράξεων της Γενικής Γραμματέως Αντεγκληματικής πολιτικής, ως καθ’υλην αρμόδιο, σύμφωνα με την απόφαση του ΑΕΔ.
Ειδικότερα η απόφαση αυτή έρχεται ως συνέχεια της υπόθεσης που απασχόλησε το δημόσιο χώρο και τα δικαστικά χρονικά στις αρχές του 2021, οπότε ο Δημήτρης Κουφοντίνας προχώρησε σε μία μακρά απεργία πείνας, όταν μεταφέρθηκε εκτάκτως από τις αγροτικές φυλακές, όπου έκτιε την ποινή του από το 2018, στις φυλακές Δομοκού, φυλακές (υψίστης) ασφαλείας, με υπερσυνωστισμό και με συνθήκες διαβίωσης τιμωρητικά δυσμενέστερες για τον κρατούμενο, που συμπλήρωνε 20 χρόνια εγκλεισμού, χωρίς ποτέ να δημιουργήσει οποιοδήποτε πρόβλημα που να δικαιολογεί την μετακίνηση του.
Η μεταγωγή έγινε σε συνέχεια φωτογραφικών διατάξεων νόμου της παρούσας κυβέρνησης με τον οποίο καθίσταντο απαγορευτικοί οι όροι παραμονής του στις αγροτικές φυλακές, ο οποίος νόμος, κατά γενική πεποίθηση, στόχευε ειδικά σε αυτόν τον κρατούμενο, εξ ου και στις φυλακές επονομάστηκε «νόμος Κουφοντίνα». Σύμφωνα με τις διατάξεις του, κρατούμενοι στις αγροτικές φυλακές που δεν πληρούν τις αυστηρές προϋποθέσεις των νέων ρυθμίσεων, έπρεπε να μεταφερθούν πίσω στις φυλακές από τις οποίες προέρχονταν.
Σε εφαρμογή των διατάξεων αυτών ο Δημήτρης Κουφοντίνας έπρεπε να επιστρέψει στην υπόγεια πτέρυγα των φυλακών Κορυδαλλού, όπου είχε εκτίσει την ποινή του από το 2002 έως το 2018 (χωρίς ποτέ να δημιουργήσει οποιοδήποτε πρόβλημα σε συγκρατούμενους, εργαζόμενους ή την διεύθυνση) .
Ο κρατούμενος, όμως, παρά τις διατάξεις αυτές, μεταφέρθηκε στο Δομοκό, με εντολή της Γεν. Γραμματέως Αντεγκληματικής Πολιτικής, Σοφίας Νικολάου, η οποία μάλιστα με προφορικές της δηλώσεις και με επίσημα έγγραφα, ισχυρίστηκε ψευδώς ότι ο κρατούμενος είχε μεταχθεί προηγουμένως στον Κορυδαλλό .
Κατόπιν αυτού ο Δημ. Κουφοντίνας ξεκίνησε απεργία πείνας, η οποία διήρκεσε πλέον των 60 ημερών και τον κατέστησε ανάπηρο, πλήττοντας ανεπανόρθωτα την υγεία του, προκαλώντας μόνιμες βλάβες και καταδικάζοντάς τον σε μυϊκή ατροφία και κινητική ανικανότητα.
Κατά της απόφασης αυτής οι συνήγοροι του προσέφυγαν στο Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινών, που ήταν το Τριμελές Πλημ/κείο Λαμίας, το οποίο αρνήθηκε να ελέγξει την νομιμότητα της μεταγωγής, κηρύσσοντας εαυτό αναρμόδιο.
Απορρίφθηκε, έξαλλου, και η αίτησή που κατέθεσαν σχετικά οι συνήγοροι στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για άσκηση αναίρεσης κατά της άνω απόφασης, με το ίδιο αιτιολογικό.
Οι συνήγοροι προσέφυγαν, κατόπιν των ανωτέρω, στο Συμβούλιο της Επικρατείας με αίτηση ακύρωσης των παράνομων πράξεων και αποφάσεων της Γενικής Γραμματέως, η οποία επίσης απορρίφθηκε, καθώς και αυτό το Δικαστήριο έκρινε εαυτό αναρμόδιο, θεωρώντας ότι η υπόθεση υπάγεται στην αρμοδιότητα του ποινικού Δικαστηρίου Εκτέλεσης Ποινών.
Κατόπιν τούτου η υπόθεση ήχθη ενώπιον του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου με αίτηση των συνηγόρων για την άρση της αποφατικής σύγκρουσης αρμοδιοτήτων.
Ήδη με την άνω απόφαση του, το ΑΕΔ έκανε δεκτή την αίτηση. Ειδικότερα, με την απόφαση του αυτή, κρίθηκε επί των νομικών ζητημάτων που τίθεντο, ότι α) το ΑΕΔ είναι αρμόδιο να άρει την αποφατική σύγκρουση αρμοδιοτήτων, σε κάθε περίπτωση που προκύπτει τελεσίδικη κρίση, ανεξάρτητα από το αν η κρίση αυτή προέρχεται από τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις ή από βουλεύματα, καθώς μία διαφορετική ερμηνεία θα ερχόταν σε αντίθεση με το δικαίωμα δικαστικής προστασίας που καθιερώνουν τα άρθρα 20 του Συντάγματος και 6 της ΕΣΔΑ, και β) ότι αποφάσεις οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας που σχετίζονται με την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων ελέγχονται από τα δικαστήρια του οικείου δικαιοδοτικού κλάδου, εν προκειμένω δε από τα ποινικά δικαστήρια και δη του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ως Δικαστηρίου Εκτέλεσης Ποινών.
Και με τις κρίσεις αυτές παρέπεμψε την υπόθεση στο Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινών της Λάμιας, ως τοπικά αρμόδιο για τις φυλακές Δομοκού, υποχρεωμένο να κρίνει την νομιμότητα α) της απόφασης της Γεν.Γραμματέως Αντ/κης Πολιτικής με την οποία διατάχθηκε η μεταγωγή του Δημ.Κουφοντίνα στο Δομοκό, β) της ίδιας της υλικής πράξης της μεταγωγής, γ) της απόρριψης της αίτησης του κρατούμενου για την μεταγωγή του στις φυλακές Κορυδαλλού.
Η απόφαση αυτή αποτελεί δικαίωση του Δημήτρη Κουφοντίνα, αλλά και της μακράς δικαστικής μάχης που δόθηκε για την υπεράσπιση της υπόθεσης, προκαλώντας ανοίκειες επιθέσεις, τόσο από μερίδα των ΜΜΕ, όσο και από τους εκπροσώπους της εκτελεστικής εξουσίας που ενέχονταν στην κατάλυση του Κράτους δικαίου, με μόνο σκοπό την επιδείνωση των όρων ζωής του συγκεκριμένου κρατούμενου.
Εκ των συνηγόρων της υπόθεσης
Ιωάννα Κούρτοβικ
Δημήτρης Σαραφιανός