Του Άρη Χατζηστεφάνου για το Sputnik
Όσο εξελισσόταν η συζήτηση για τα αιτήματα του απεργού πείνας Δημήτρη Κουφοντίνα, με τις δυο πλευρές να αλληλοκατηγορούνται για «παραβίαση του κράτους δικαίου» ή για «συμπόρευση με την τρομοκρατία», υπήρξε ένας παράγοντας που έμεινε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας: Η αμερικανική πρεσβεία.
Στο παρελθόν σειρά υψηλόβαθμων διπλωματών είχαν επιτεθεί εναντίον της ελληνικής δικαιοσύνης αλλά και εναντίον δημοσιογράφων για τη στάση που τηρούσαν απέναντι στη 17 Νοέμβρη και συγκεκριμένα στον Δημήτρη Κουφοντίνα.
Ιδιαίτερα ηχηρή ήταν λόγου χάρη η αμερικανική παρέμβαση για τις απόλυτα νόμιμες άδειες που είχε λάβει ο κρατούμενος, χωρίς ποτέ να παραβιάσει τους όρους τους.
To 2017 ο πρέσβης Τζέφρυ Πάιατ επιτέθηκε για αυτό το λόγο στο Συμβούλιο των Φυλακών υποστηρίζοντας ότι η απόφασή του προσέβαλε τη μνήμη των θυμάτων και τους συγγενείς τους. Η πίεση μάλιστα προς την ελληνική κυβέρνηση, ώστε να μην εφαρμοστεί ο σωφρονιστικός κανονισμός, κλιμακώθηκε με ανακοίνωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Παρόμοια διπλωματική επίθεση εναντίον της χώρας μας πραγματοποίησαν οι ΗΠΑ και το 2018. Την ίδια χρονιά, μάλιστα, στο έργο της ελληνικής δικαιοσύνης είχε προσπαθήσει να παρέμβει και η πρέσβης της Βρετανίας Κέιτ Σμιθ. Χρησιμοποιώντας πανομοιότυπες φράσεις με τον πρέσβη των ΗΠΑ είχε σημειώσει ότι «η μνήμη των θυμάτων τρομοκρατίας & τα συναισθήματα των οικογενειών τους προσβάλλονται βάναυσα» από την άδεια του Κουφοντίνα.
Με τις δηλώσεις τους οι δυο διπλωμάτες δημιουργούσαν μια ψευδή εικόνα ότι οι καταδικασθέντες τρομοκράτες στην Ελλάδα βγαίνουν όποτε θέλουν από τη φυλακή, ενώ η πραγματικότητα ήταν ακριβώς η αντίθετη. Στη Βρετανία παραδείγματος χάριν αρκετά μέλη του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού λάμβαναν συχνά προσωρινές άδειες εξόδου ενώ άλλα μέλη της οργάνωσης είχαν απελευθερωθεί πριν εκτίσουν ολόκληρη την ποινή τους. Αντίθετα στην Ελλάδα αρκετοί κρατούμενοι έπρεπε να καταφύγουν σε απεργίες πείνας για να κερδίσουν τις σύντομες άδειες που δικαιούνταν βάσει του νόμου.
Η προϊστορία των ξένων παρεμβάσεων
Μια σύντομη περιήγηση σε παλαιότερα τηλεγραφήματα της αμερικανικής πρεσβείας, που έφερε στο φως το WikiLeaks, δείχνει ότι οι Αμερικανοί διπλωμάτες είχαν πολύ ισχυρές απόψεις όχι μόνο για δικαστές, που έκαναν τη δουλειά τους, αλλά και για δημοσιογράφους. Τον Οκτώβριο του 2005 ο πρέσβης Τσαρλς Ράις καταφέρθηκε εναντίον της εφημερίδας Ελευθεροτυπία γιατί είχε εξασφαλίσει συνέντευξη με τον Δημήτρη Κουφοντίνα. Ο Ράις υποστήριζε ότι υπάρχει «διαρκής συμπάθεια στον ελληνικό Τύπο για τις λεγόμενες επαναστατικές πράξεις της 17Ν» ενώ κατηγορούσε ευθέως του Έλληνες δημοσιογράφους ότι φτιάχνουν έτσι τις ερωτήσεις ώστε να προωθήσουν την εικόνα του Κουφοντίνα ως ενός «ήσυχου, ιδεολογικού στοχαστή».
Να σημειωθεί ότι από το ίδιο τηλεγράφημα προκύπτει ότι η πρεσβεία βρισκόταν σε επαφή με την Ντόρα Μπακογιάννη και άλλους συγγενείς θυμάτων τρομοκρατίας (όπως ο γιός του Μομφεράτου) με τους οποίους φέρονται να συντόνιζαν από κοινού τις κινήσεις τους. Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι η πρεσβεία επικοινώνησε μαζί τους για να βεβαιωθεί ότι θα απαντούσαν με δικό τους κείμενο στη συνέντευξη Κουφοντίνα. (https://wikileaks.org/plusd/cables/05ATHENS2735_a.html)
Πέντε χρόνια νωρίτερα το 2000, η πρεσβεία αναφερόταν σε δηλώσεις Ελλήνων πανεπιστημιακών και πολιτικών που προωθούσαν, όπως υποστήριζε, μια «πολιτική λύση» για το πρόβλημα της τρομοκρατίας. Ο πρέσβης Νίκολας Μπερνς, εξηγούσε ότι η πρεσβεία «θα πρέπει να αμβλύνει αυτού τους είδους τις απόψεις όταν θα εφαρμόσει το πρόγραμμα ανταμοιβών». Το ποιοι έλαβαν αυτές τις «ανταμοιβές» και με ποιο τρόπο τις χρησιμοποίησε η πρεσβεία για να παρέμβει στον εσωτερικό διάλογο στην Ελλάδα, δεν το μάθαμε ποτέ. (https://wikileaks.org/plusd/cables/00ATHENS1937_a.html)
Σε άλλα τηλεγραφήματα η Πρεσβεία εξέφραζε την ανησυχία της για την αποφυλάκιση υπό όρους του πρώην συνεργάτη της 17Ν, Νίκου Παπαναστασίου, για λόγους υγείας. Στο τηλεγράφημα, μάλιστα, η πρεσβεία εξέταζε επικριτικά τη λειτουργία του ελληνικού δικαστικού συστήματος – και αυτό παρά το γεγονός, ότι δικαστές δεν έδιναν άδεια στον Ξηρό, παρά τα «σοβαρά προβλήματα υγείας από τα οποία υπέφερε». Να σημειωθεί ότι από τα αρχεία του Wikileaks δεν προκύπτει να υπήρξαν ανάλογες αντιδράσεις όταν αποφυλακίζονταν πραξικοπηματίες που είχαν συνεργαστεί με την Ουάσιγκτον, όπως ο Στυλιανός Παττακός, ο οποίος απελευθερώθηκε «λόγω ανηκέστου βλάβης της υγείας του»… 26 χρόνια πριν πεθάνει.
Μοχλός πίεσης για την εξωτερική πολιτική
Την ίδια περίπου εποχή, και συγκεκριμένα το2002, ο μετέπειτα πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας, μιλώντας στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΙ, είχε καταγγείλει τις πιέσεις που ασκούσε η αμερικανική κυβέρνηση με πρόσχημα την τρομοκρατία. Ο ίδιος μάλιστα υποστήριζε ότι πρόθεσή τους ήταν «να αποδυναμώσουν τις αντιστάσεις της ελληνικής κυβέρνησης για να επιβάλλουν ορισμένους στόχους… κυρίως στα ελληνοτουρκικά». Ο Κάρολος Παπούλιας αναφερόταν σε εποχές πριν ακόμη από την εξάρθρωση της 17 Νοέμβρη, όταν μεγάλα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης αναπαρήγαγαν τις θέσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ φωτογραφίζοντας ως τρομοκράτες αρκετά μέλη του αντιδικτατορικού αγώνα αλλά και στελέχη του ΠΑΣΟΚ.
Ό,τι και αν πιστεύει κανείς για τα μέλη της 17 Νοέμβρη και όσο και αν καταδικάζει την τρομοκρατία, η υπόθεση φέρνει στο προσκήνιο τις συνεχείς παρεμβάσεις ξένων πρεσβειών με τρόπους που συχνά αποτελούν άμεση εμπλοκή στα εσωτερικά ζητήματα της χώρας. Καμία αναπτυγμένη χώρα στον κόσμο δεν θα επέτρεπε σε ξένους διπλωμάτες να κρίνουν τους θεσμούς της δικαιοσύνης, να απαξιώνουν μεγάλα μέσα ενημέρωσης και να παρεμβαίνουν, άλλοτε με μαστίγια και άλλοτε καρότα στον πολιτικό διάλογο. Πολύ περισσότερο εάν αυτές οι παρεμβάσεις αντικατοπτρίζονταν στην εξωτερική πολιτική, όπως κατήγγειλε ο Κάρολος Παπούλιας