Του Λεωνίδα Βατικιώτη / Εφημερίδα Νέα Σελίδα
Σε χαριστική βολή για την κυβέρνηση μειοψηφίας του πρωθυπουργού Πέδρο Σάντσεθ εξελίχθηκε η συζήτηση στην ισπανική βουλή για το νέο κρατικό προϋπολογισμό την Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου.
Ο εύθραυστος κυβερνητικός συνασπισμός διαλύθηκε εις τα εξ ων συνετέθη και ο νέος προϋπολογισμός καταψηφίστηκε με 191 ψήφους, έναντι 158 και 1 αποχής. Η αδυναμία του Ισπανού πρωθυπουργού να περάσει ένα τόσο σημαντικό νομοσχέδιο επιτάχυνε τις πολιτικές εξελίξεις στη μεγαλύτερη χώρα της Ιβηρικής χερσονήσου, με την κήρυξη πρόωρων εκλογών στις 28 Απριλίου.
Οι πρόωρες εκλογές στην Ισπανία, τερματίζουν το βίο μίας από τις ελάχιστες εναπομείνασες κεντροαριστερές κυβερνήσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, επ’ ουδενί ωστόσο δεν πρόκειται να τερματίσουν την πολιτική κρίση που μαίνεται στην Ισπανία μετά την οικονομική κρίση του 2010 – 2011. Η πολιτική κρίση έφτασε στο απόγειό της με τις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις του 2015 και 2016, όταν τα αποτελέσματα (με τη δύναμη των άλλοτε κραταιών κομμάτων της Δεξιάς και των σοσιαλιστών να έχουν μειωθεί σχεδόν στο μισό) αδυνατούσαν να οδηγήσουν σε μια κυβέρνηση πλειοψηφίας. Η κυβέρνηση που κατάφερε να σχηματίσει ο Πέδρο Σάντσεθ στηρίχτηκε στις ψήφους βουλευτών από την Καταλονία και τη Χώρα των Βάσκων, έναντι υποσχέσεων φυσικά. Η απώλεια αυτών των ψήφων στην κοινοβουλευτική συνεδρίαση της Τετάρτης είναι που άφησε μετέωρη την κυβέρνηση.
Η ίδια η συζήτηση στη Βουλή ελάχιστα ασχολήθηκε με τον προϋπολογισμό. Πρόκειται άλλωστε για μια διαδικασία που έχει χάσει κάθε πραγματικό περιεχόμενο από τη στιγμή που για τα πιο σημαντικά μεγέθη αποφασίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κι όχι τα εθνικά κοινοβούλια, στο πλαίσιο των διαδικασιών του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου. Το θέμα ωστόσο που κυριάρχησε στην ισπανική Βουλή αφορούσε στην ανεξαρτησία της Καταλονίας και στη σχέση των αυτόνομων περιοχών με τη Μαδρίτη.
Αναλαμβάνοντας ο Σάντσεθ τα καθήκοντά του είχε υποσχεθεί τερματισμό της κρίσης με την επανέναρξη πολιτικού διαλόγου ανάμεσα σε Μαδρίτη και Βαρκελώνη. Αξιοποιώντας μάλιστα το γεγονός ότι την ίδια περίοδο ανέλαβε τα καθήκοντα του κι ο νέος πρόεδρος της Καταλονίας, Κιμ Τόρα, αφού ο προηγούμενος ο Κάρλες Πουιγκντεμόντ, αναγκάστηκε να διαφύγει στο εξωτερικό για να γλιτώσει τη σύλληψη, η συνάντηση των δύο ηγετών συνοδεύτηκε από μια πλειοδοσία υποσχέσεων για μια νέα αρχή, στον αντίποδα της επίδειξης αδιαλλαξίας του προηγούμενου πρωθυπουργού της Ισπανίας, του ηγέτη του δεξιού Λαϊκού Κόμματος Μαριάνο Ραχόι που χρεώθηκε ένα ρεσιτάλ βίας εναντίον των Καταλανών.
Στο πλαίσιο λοιπόν αυτών των διαδικασιών και προσδοκιών, το αίτημα της Βαρκελώνης ήταν να διεξαχθεί ένα νέο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Καταλονίας με την έγκριση της κεντρικής κυβέρνησης. Με άλλα λόγια, να μην επαναληφθεί ότι συνέβη το 2017, όταν το δημοψήφισμα που προκήρυξε η Καταλανική Βουλή χαρακτηρίστηκε αντισυνταγματικό και παρότι το 92% μιας περιορισμένης είναι η αλήθεια συμμετοχής που δεν ξεπέρασε το 43% (2,3 εκ. σε ένα σύνολο 5,3 εκ.) ψήφισε υπέρ της ανεξαρτησίας, το μοναδικό αποτέλεσμα που είχε ήταν η Μαδρίτη να κάνει ακόμη πιο ασφυκτικό τον κλοιό της γύρω από την Βαρκελώνη. Η απάντηση του ισπανού πρωθυπουργού ήταν η αναμενόμενη, με αποτέλεσμα να κατηγορηθεί ότι όλα αυτά τα χρόνια απλώς κέρδιζε χρόνο, διατηρώντας εν ζωή μια ετερόκλητη κυβέρνηση με απειροελάχιστη ημερομηνία λήξης: όχι! Ο Σάντσεθ από την άλλη χαρακτήρισε πολιτικό εκβιασμό το αίτημα των Καταλανών και άλλων βουλευτών, που αντίκειται στο Σύνταγμα. Αυτή ήταν και η αιτία της καταψήφισης του κρατικού προϋπολογισμού.
Ακροδεξιά στροφή της ισπανικής Δεξιάς
Ο Σάντσεθ μπορεί, σε τελική ανάλυση, να συνεχίζει την πολιτική του Ραχόι απαγορεύοντας στον λαό της Καταλονίας να αποφασίζει για την τύχη του – αν θέλει ή όχι να ανήκει στο ισπανικό κράτος -, δεν παύει ωστόσο να δέχεται την επίθεση της Δεξιάς. Μιας Δεξιάς μάλιστα που αν και ουδέποτε χαρακτηριζόταν για την μετριοπάθειά της (όπως για παράδειγμα η γειτονική Γαλλική Δεξιά) σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα στράφηκε απότομα στην άκρα Δεξιά. Το κέντρο βάρους της μετακινήθηκε τάχιστα προς τα άκρα, ακολουθώντας την ευρύτερη ευρωπαϊκή τάση στο πλαίσιο της οποίας από την Ουγγαρία και την Ιταλία μέχρι την Αυστρία η άκρα Δεξιά παντού αναδεικνύεται σε πρώτο κόμμα.
Στην Ισπανία ρόλο καταλύτη στην ακροδεξιά στροφή διαδραμάτισε το αντι-μεταναστευτικό κόμμα Vox, που στις εκλογές της Ανδαλουσίας τον Δεκέμβρη το 2018 κατάφερε για πρώτη φορά μετά την πτώση της χούντας του στρατηγού Φράνκο να αναδείξει φασίστες πολιτικούς σε τοπικό κοινοβούλιο.
Το Vox όσο γερά εδραιώνει το λόγο του στο παρελθόν, υμνώντας για παράδειγμα την ισπανική μοναρχία και τον ρωμαιοκαθολικισμό και υπερασπίζοντας τις ταυρομαχίες, άλλο τόσο γερά πατάει στις σημερινές αντιθέσεις και τις εκμεταλλεύεται αυξάνοντας την πολιτική και εκλογική του επιρροή. Για παράδειγμα ζητά από την Ισπανία να επανακτήσει τον έλεγχο του Γιβραλτάρ που βρίσκεται στο νότιο άκρο της Ισπανίας και από το 1773 βρίσκεται υπό βρετανική κυριαρχία. Απαιτεί την ανέγερση τοίχων γύρω από τους ισπανικούς θύλακες στη Βόρεια Αφρική της Θέουτα και τη Μελίλια ώστε να τερματιστούν οι εικόνες ντροπής που συνεχώς μεταδίδονται με απελπισμένους αφρικανούς μετανάστες να σκαρφαλώνουν στα πανύψηλα σύρματα επιχειρώντας να περάσουν στην Ισπανία και από κει στην Ευρώπη.
Ο βαθμός που αυτή η εικόνα στοιχειώνει τη συνείδηση των Ισπανών, αποτελώντας ντροπή, φάνηκε κι από την επιλογή του Στίβεν Λάνγκριτζ βρετανού σκηνοθέτη της Κάρμεν, που την απολαύσαμε πιο πρόσφατα το καλοκαίρι του 2018 στο Ηρώδειο, να τοποθετήσει την ηρωίδα – σύμβολο ελευθερίας μπροστά από αυτά τα πανύψηλα σύρματα που επάνω τους ανεβαίνουν σαν αράχνες μετανάστες επιχειρώντας να δραπετεύσουν από την κόλαση της Αφρικής…
Για τον 42χρονο ηγέτη του Vox ωστόσο, τον Σαντάγκο Αμπασκάλ, που ίδρυσε το κόμμα του μετά την αποχώρησή του από το Λαϊκό Κόμμα επικρίνοντάς το για διαφθορά με αφορμή τα σκάνδαλα χρηματισμού που είχαν δει το φως της δημοσιότητας, οι μετανάστες δεν είναι τίποτε άλλο απειλή. Κι ας μην υπάρχει καμία άλλη περιφέρεια από τις 17 συνολικά της Ισπανίας, που να στηρίζει την οικονομία της σε τέτοιο βαθμό στην αδήλωτη συνήθως εργασία των μεταναστών. Τα σημαντικότερα πολιτικά κέρδη ωστόσο το ακροδεξιό ισπανικό κόμμα τα ενέγραψε πλειοδοτώντας σε επιθέσεις εναντίον των Καταλανών. Εν μέρει προβλέψιμα και δικαιολογημένα. Περιφέρειες του νότου όπως η Ανδαλουσία, το μόνο που προσφέρουν στην Ισπανία είναι το φολκλόρ και η γραφικότητα. Κατά τ’ άλλα είναι καθαροί λήπτες των δημοσίων ταμείων, σε ένα μοντέλο περιφερειακών εισροών – εκροών, που το βλέπουμε να επαναλαμβάνεται αυτούσιο και στην Ιταλία, και θέλει τον εύπορο βορρά να χρηματοδοτεί τον χειμαζόμενο νότο. Οι φασίστες του νότου επομένως επιτίθενται στην Καταλονία για πολύ υλικούς λόγους, πέραν φυσικά του ένδοξου ισπανικού παρελθόντος, για το οποίο κανείς δεν αμφιβάλει…
Ο Αμπασκάλ ωστόσο δημιουργεί το προφίλ του, αντλώντας κυρίως υλικό από την πλούσια φασιστική παράδοση της χώρας του.
Το αποτύπωμα της σκληρής ισπανικής Δεξιάς έγινε ορατό δια γυμνού οφθαλμού στη μαζική συγκέντρωση της προηγούμενης Κυριακής στη Μαδρίτη που ως κεντρικό σύνθημα είχαν «Για μια ενωμένη Ισπανία εκλογές τώρα». Αφορμή για τη συγκέντρωση στάθηκε η πρόταση της κυβέρνησης να οριστεί εισηγητής για συνομιλίες μεταξύ των κομμάτων σχετικά με το θέμα της Καταλονίας, που αν και παρελκυστική ώστε να εξασφαλίσει την ψήφο στον προϋπολογισμό των Καταλανών αποτέλεσε για την Δεξιά …κόκκινο πανί. Χαρακτηρίστηκε ακόμη και προδοσία! Στη συγκέντρωση της Μαδρίτης όχι μόνο ο Πάμπλο Κασάδο, ο νέος ηγέτης του Λαϊκού Κόμματος, αλλά τόσο ο φασίστας Σαντιάγκο Αμπασκάλ, όσο και ο ηγέτης του κόμματος Πολίτες (Ciudadanos) Αλμπέρτο Ριβέρα συμφώνησαν στην ανάγκη κατάργησης των βαθμών αυτονομίας που κατέκτησαν οι περιφέρειες της Ισπανίας μετά την πτώση του δικτάτορα Φράνκο και στην αλλαγή του χαρακτήρα του κράτους σε πιο συγκεντρωτική κατεύθυνση. Είναι επομένως εμφανές ότι μια άνοδος της Δεξιάς θα ρίξει λάδι στη φωτιά των εθνικισμών που ήδη διχάζουν και απειλούν την Ισπανία.
Πολιτικές δίκες με Καταλανούς στο εδώλιο
Λάδι στη φωτιά των αποσχιστικών κινημάτων και πιο άμεσα του καταλανικού ρίχνει ήδη η δίκη που ξεκίνησε την Τρίτη με κατηγορούμενους 12 πολιτικούς από την Καταλονία , μεταξύ των οποίων και ο πρόεδρος του τότε κοινοβουλίου. Οι κατηγορίες που τους αποδίδονται είναι βαρύτατες και ξεκινούν από στάση, περιλαμβάνουν οικειοποίηση δημοσίων κονδυλίων και φτάνουν σε απείθεια κατά των αρχών. Ήδη 9 εξ αυτών έχουν μείνει στη φυλακή για πάνω από 1 χρόνο, ενώ η καταδίκη τους επισείει ποινή φυλάκισης από 10 έως και 25 χρόνια. Το γεγονός δε ότι καθήκοντα πολιτικής αγωγής έχει αιτηθεί και θα ασκήσει και το ακροδεξιό κόμμα Vox εγγυάται ότι η δίκη, που επί της ουσίας αφορά το δημοψήφισμα που διεξήχθη την 1η Οκτωβρίου 2017, θα οδηγήσει τις εντάσεις στο …κόκκινο.
Αφήνοντας κατά μέρους τις σκηνές αδιανόητης βίας που είδαμε να εκτυλίσσονται στους δρόμους της Βαρκελώνης από την ισπανική αστυνομία όταν την ημέρα του δημοψηφίσματος λειτουργούσε σαν στρατός επέμβασης και κατοχής, όπως οι Αμερικανοί στο Ιράκ, η ίδια η δίκη έχοντας αμιγώς πολιτικές, φρονηματικές αιτίες εκθέτει ανεπανόρθωτα την Ισπανία στη διεθνή κοινή γνώμη. Η αντίδραση της Μαδρίτης από τότε μέχρι σήμερα είναι εντελώς δυσανάλογη του «ερεθίσματος» που ήταν αμιγώς ειρηνικό και δημοκρατικό, χωρίς να συμπεριλαμβάνει καμιά χρήση ή απειλή χρήσης βίας. Όπως πολύ εύστοχα υπενθύμισε ο πρώην καταλανός πρόεδρος και διωκόμενος σήμερα Κάρλες Ποιγκντεμόντ σε άρθρο γνώμης στη βρετανική εφημερίδα Γκάρντιαν στις 12 Φεβρουαρίου, την ημέρα που ξεκίναγε η δίκη της ντροπής, ανάλογα δημοψηφίσματα διενήργησε η Σκωτία, το Κεμπέκ και η Νέα Καληδονία. Εξ ίσου πειστικά, κι αυτό μάλιστα ανεξάρτητα από την άποψη που μπορεί να έχει κάθε πολίτης για την ανεξαρτησία της Καταλονίας, ο πρώην πρόεδρος της Καταλονίας γράφει: «Η δίκη είναι ένα τεράστιο λάθος που κάνει ακόμη πιο δύσκολο ένα πολιτικό αποτέλεσμα. Η αντικατάσταση των πολιτικών λύσεων από τον ποινικό κώδικα και η προτεραιότητα στους δικαστές και τους πολιτικούς αντί στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια ήταν ένα από τα κολοσσιαία σφάλματα που διέπραξε η Ισπανία».