του Ανδρέα Κοσιάρη
Ο φριχτός θάνατος 53 προσφύγων και μεταναστών μέσα σε ρυμουλκό φορτηγού στο Σαν Αντόνιο του Τέξας τη Δευτέρα 27 Ιουνίου προκάλεσε δακρύβρεχτες αντιδράσεις, αλλά θύμισε ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει στα αμερικανικά σύνορα από την εποχή Τραμπ στην εποχή Μπάιντεν.
Τα μέχρι στιγμής αναγνωρισμένα θύματα κατάγονταν από το Μεξικό, την Ονδούρα και τη Γουατεμάλα. Πρόκειται, σύμφωνα με τον κεντροαμερικανικό τύπο, για φτωχούς εργάτες και μικροαγρότες, που επιχειρούσαν να ξεφύγουν από τη φτώχεια και τη βία που καταδυναστεύει τις χώρες τους και σε μεγάλο βαθμό μπορεί να αναχθεί στις επεμβάσεις και τις παρεμβάσεις των ΗΠΑ στην περιοχή τα τελευταία 100 χρόνια.
Μεταφέρθηκαν στις ΗΠΑ παγιδευμένοι σε ρυμουλκό φορτηγού, όπου αφέθηκαν να βρουν τραγικό θάνατο με τις θερμοκρασίες στην περιοχή να αγγίζουν του 39,5 βαθμούς Κελσίου. Ο αρχηγός της πυροσβεστικής του Σαν Αντόνιο, Τσαρλς Χουντ, σε συνέντευξη τύπου τη Δευτέρα το βράδυ είπε πως στο φορτηγό βρέθηκαν «στοίβες σωμάτων» που ήταν «καυτά στην αφή». Όσοι από τους μετανάστες βρέθηκαν ζωντανοί υπέφεραν από θερμική εξάντληση και αφυδάτωση.
Ο λόγος για τον οποίο οι μετανάστες αυτοί αναγκάστηκαν να πληρώσουν διακινητές για να πεθάνουν παγιδευμένοι σε μία καρότσα, είναι η στρατιωτικοποίηση των νοτίων συνόρων των ΗΠΑ από συναπτές Ρεπουμπλικανικές και Δημοκρατικές κυβερνήσεις. Αν όμως άκουγε κανείς τις αντιδράσεις των Αμερικανών πολιτικών, θα έφτιαχνε την εικόνα διάτρητων συνόρων από τα οποία περνά κανείς όποτε του καπνίσει.
Ο κυβερνήτης του Τέξας, Γκρεγκ Άμποτ, υποστηρικτής του Τραμπ που έχει ήδη τα χέρια του βαμμένα με αίμα από την απελευθέρωση της οπλοκατοχής και οπλοχρησίας στην Πολιτεία του, κατηγόρησε την «πολιτική ανοιχτών συνόρων» του Μπάιντεν. «[Οι θάνατοι των μεταναστών] είναι αποτέλεσμα των θανατηφόρων πολιτικών ανοιχτών συνόρων [του Μπάιντεν]. Δείχνουν τις θανατηφόρες συνέπειες της άρνησής του να επιβάλει τον νόμο», δήλωσε ο Άμποτ, αφήνοντας στον ακροατή να απαντήσει πώς είναι δυνατόν αφού τα σύνορα είναι ανοιχτά και ο νόμος δεν επιβάλλεται, οι μετανάστες να αναγκάζονται να κρύβονται σε καρότσες φορτηγών.
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο πρώην διοικητής της Υπηρεσίας Ελέγχου Μετανάστευσης και Τελωνείων (Immigration and Customs Enforcement – ICE) επί κυβέρνησης Τραμπ, Τομ Χόμαν: «Μαζί με τα ανοιχτά σύνορα, την απελευθέρωση όσων πιάνονται, και τη μηδενική πιθανότητα απέλασης, οι πιο ευάλωτοι άνθρωποι στον πλανήτη θα βάλουν τους εαυτούς τους στα χέρια των εγκληματικών καρτέλ για να βρουν αυτό που τους υποσχέθηκε ο Μπάιντεν και ο [υπουργός Εσωτερικής Ασφάλειας] Μαγιόρκας».
Και πάλι, ο συλλογισμός δείχνει να πάσχει. Αν τα σύνορα των ΗΠΑ είναι ανοιχτά, αν όσοι πιάνονται αφήνονται ελεύθεροι, αν υπάρχει μηδενική πιθανότητα να απελαθούν, γιατί όσοι αναζητούν την «υπόσχεση Μπάιντεν» να χρειαστεί να πληρώσουν τα καρτέλ;
Η απάντηση είναι εύκολη και πολύ πιο λογική. Στην πραγματικότητα τα αμερικανικά σύνορα δεν είναι ανοιχτά. Οι πολιτικές που εφάρμοσε ο Τραμπ και που σύμφωνα με την προεκλογική καμπάνια του Μπάιντεν ήταν «μια αδιάκοπη επίθεση στις αξίες μας και την ιστορία μας ως έθνος μεταναστών», είναι σε μεγάλο βαθμό ακόμα ενεργές. Η αμερικανική κυβέρνηση επιμένει να κρατά σε παραγκουπόλεις στο Μεξικό όσους έχουν αιτηθεί άσυλο στις ΗΠΑ και συνεχίζει να εφαρμόζει τον διαχωρισμό ανηλίκων από τις οικογένειές τους.
Ο νόμος για τη δημόσια υγεία, γνωστός ως «Τίτλος 42», που εφάρμοσε ο Τραμπ τον Μάρτιο του 2020 και απαιτούσε την άρνηση εισόδου αιτούντων άσυλο στη χώρα με πρόσχημα την προστασία από την Covid-19, συνεχίζει να εφαρμόζεται. Η κυβέρνηση Μπάιντεν προσπάθησε με μεγάλη καθυστέρηση να τον καταργήσει, όμως έχει χάσει πρωτόδικα σε δικαστήρια με ακροδεξιούς δικαστές που διορίστηκαν από τον Τραμπ και δεν έχει την πολιτική βούληση να νομοθετήσει την κατάργησή του. Αντί αυτού θα αφήσει την υπόθεση να καταλήξει στο Ανώτατο Δικαστήριο, όπου η υπερσυντηρητική πλειοψηφία είναι μια καλή δικαιολογία για την κυβερνητική αδράνεια.
Οι Δημοκρατικοί υποχώρησαν ακόμα και στο πρόσωπο που επιθυμούσαν να διοριστεί ως επικεφαλής της ICE, με την υποψηφιότητα του Εντ Γκονζάλες να αποσύρεται έπειτα από μήνες καθυστερήσεων στην έγκρισή του. Ο Γκονζάλες, σερίφης της Κομητείας Χάρις στο Τέξας, είχε κριτικάρει δημόσια τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε η Υπηρεσία Μετανάστευσης επί Τραμπ και σταμάτησε τη συνεργασία του τμήματός του με αυτήν. Πέρα όμως από την αντίθεση των Ρεπουμπλικανών στον διορισμό του, ο Γκονζάλες αντιμετώπισε την αρνητική στάση και Δημοκρατικών βουλευτών.
Η ICE λειτουργούσε ως ο εσωτερικός αντιμεταναστευτικός στρατός του Τραμπ και συνεχίζει να εφαρμόζει συλλήψεις στο σωρό, στέλνοντας τους συλληφθέντες σε κέντρα κράτησης μεταναστών. Πολλές φορές πρόκειται για νόμιμους κατοίκους των ΗΠΑ, οι οποίοι για διάφορους λόγους δεν είχαν τα χαρτιά τους τη στιγμή της σύλληψης, με ορισμένους από αυτούς να συλλαμβάνονται επανειλημμένα.
Έτσι, παρά τα συχνά όμορφα λόγια τους στην προεκλογική περίοδο, οι Δημοκρατικοί δείχνουν ανήμποροι και απρόθυμοι να εφαρμόσουν πολιτικές που θα βελτιώσουν τις συνθήκες στα σύνορα. Η απάντηση του υπουργού Εσωτερικής Ασφάλειας Μαγιόρκας στην τραγωδία του Σαν Αντόνιο ήταν ότι θα υπάρξει περαιτέρω στρατιωτικοποίηση των συνόρων.Και στην πρόσφατη Διάσκεψη Κορυφής των Κρατών της Αμερικής, είδαμε την απέλπιδα προσπάθεια της κυβέρνησης Μπάιντεν να έρθει σε συμφωνία με τα νοτιότερα κράτη, ώστε οι μετανάστες και οι πρόσφυγες να μην φτάνουν ποτέ στα αμερικανικά σύνορα.
Όμως κάτι τέτοιο είναι ουσιαστικά αδύνατο. Το Μεξικό παίζει εδώ και χρόνια τον ρόλο του συνοριοφύλακα για λογαριασμό των ΗΠΑ, όπως κάνει λ.χ. η Τουρκία και το Μαρόκο για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Εντούτοις η φτώχεια και η βία, που προκαλούνται από τα οικονομικά συμφέροντα των ΗΠΑ και της Ευρώπης, θα συνεχίσουν να φέρνουν κατατρεγμένους και δυστυχείς ανθρώπους στα σύνορά τους. Και η απάντηση των καπιταλιστικών μεγαθηρίων θα συνεχίσει να είναι στρατιωτικοποίηση, βία, απελάσεις και επαναπροωθήσεις. Η πολιτική των κλειστών συνόρων θα συνεχίσει να αβαντάρει τους διακινητές, και πτώματα ανθρώπων θα συνεχίσουν να ξεβράζονται από τις θάλασσες και να ανακαλύπτονται σε ρυμουλκά φορτηγών.