του Ανδρέα Κοσιάρη
Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίνκεν, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Αυστραλία το Σάββατο για συνομιλίες με την ομόλογό του, απάντησε στις χλιαρές οχλήσεις της Αυστραλιανής κυβέρνησης των Εργατικών για την υπόθεση του Τζούλιαν Ασάνζ, επαναλαμβάνοντας τα ψεύδη συναπτών αμερικανικών κυβερνήσεων για τον εκδότη των Wikileaks.
Είναι η πρώτη φορά από την άνοδο του Τζο Μπάιντεν στην εξουσία, που υψηλόβαθμος Αμερικανός αξιωματούχος επιλέγει να σχολιάσει την υπόθεση Ασάνζ. Μέχρι πρότινος, κάθε σχετική ερώτηση λάμβανε την απάντηση «ουδέν σχόλιον», συνήθως με τη δικαιολογία της (θεωρητικής μονάχα) ανεξαρτησίας του υπουργείου Δικαιοσύνης στις ΗΠΑ, το οποίο είναι υπεύθυνο για τη δίωξη του εκδότη.
(Αξίζει να θυμηθεί κανείς την πλήρη έλλειψη σχολιασμού σε πρόσφατη εκδήλωση της εφημερίδας Washington Post για την ελευθερία του Τύπου, με αφορμή τη σύλληψη στη Ρωσία του δημοσιογράφου Έβαν Γκέρσκοβιτς. Όταν ακτιβιστές διέκοψαν τη συζήτηση την ώρα που βρισκόταν ο Μπλίνκεν στη σκηνή για να διαμαρτυρηθούν για τη δίωξη του Ασάνζ, δέχθηκαν επίθεση από την ασφάλεια του υπουργού. Η μόνη αντίδραση του Μπλίνκεν, ήταν να πει στην ασφάλειά του να ηρεμήσει, κι έπειτα η συζήτηση συνεχίστηκε χωρίς αναφορά στον Ασάνζ — μόνο με ένα, άκρως κυνικό υπό τις συνθήκες, σχόλιο του επί σκηνής δημοσιογράφου της WaPo. «Είμαστε εδώ για να γιορτάσουμε την ελευθερία της έκφρασης και μόλις τη ζήσαμε», είπε ο Ντέιβιντ Ιγκνάτιους, με τις φωνές των ακτιβιστών τους οποίους απομάκρυναν οι άνθρωποι της ασφάλειας να ακούγονται ακόμη στο βάθος.)
Αυτή η φανταστική ανεξαρτησία του υπουργείου Δικαιοσύνης — που το αμερικανικό πολιτικό σύστημα έχει δουλέψει σκληρά και διακομματικά ώστε να μην υπάρχει — δεν σταμάτησε αυτή τη φορά τον Άντονι Μπλίνκεν, που δεν επέλεξε τυχαία την Αυστραλία ως τοπίο των δηλώσεών του.
Μεσοβέζοι Εργατικοί
Αφενός, ο Ασάνζ είναι Αυστραλός υπήκοος και η βάση της υποστήριξής του στη χώρα είναι πλατιά. Με τις δηλώσεις του, ο Αμερικανός ΥπΕξ διέλυσε τις ψευδαισθήσεις πως μια πιο στενή συνεργασία των δύο κρατών θα σημάνει και κάποιου είδους ελάφρυνση της δίωξης του Ασάνζ.
Έπειτα, ο Μπλίνκεν διέλυσε και τις ψευδαισθήσεις που επιμελώς καλλιέργησε το τελευταίο διάστημα η νέα κυβέρνηση των Εργατικών στην Αυστραλία υπό τον Άντονι Αλμπανίζι, πως δήθεν ανησυχεί για την υγεία του 52χρονου εκδότη και πως πιέζει διπλωματικά την αμερικανική κυβέρνηση για να παύσει η δίωξή του και να αφεθεί ελεύθερος. «Συνεχίζω να λέω ιδιωτικά όσα είπα δημόσια ως ηγέτης των Εργατικών, και όσα έχω πει ως Πρωθυπουργός, πως φτάνει πια», είπε σε συνέντευξή του τον Μάιο στο δίκτυο ABC ο Αλμπανίζι. «Πρέπει να επέλθει μια ολοκλήρωση. Πρέπει να δουλευτεί, δουλεύουμε μέσω διπλωματικών καναλιών, κάνουμε πολύ ξεκάθαρη τη θέση μας για την υπόθεση του κ. Ασάνζ».
Όπως όμως γίνεται εμφανές, η θέση της κυβέρνησης της Αυστραλίας είναι κάθε άλλο παρά ξεκάθαρη. Το «φτάνει πια» («enough is enough», στο πρωτότυπο) και η ανάγκη για «ολοκλήρωση», είναι μάλλον εκφράσεις μιας μεσοβέζικης στάσης — «ολοκλήρωση» της υπόθεσης θα ήταν και η έκδοση του Ασάνζ στις ΗΠΑ, η δίκη και καταδίκη του υπό τον Νόμο Κατασκοπίας.
Στην ίδια συνέντευξη τον περασμένο Μάιο, ο Αλμπανίζι είχε άλλωστε εκφράσει αρκετά ρητά αυτή την αοριστία της θέσης του: «Εκτιμάμε την ελευθερία της έκφρασης, αλλά επίσης έχουμε, στον σημερινό αβέβαιο κόσμο, έγκυρες ανησυχίες για την εθνική μας ασφάλεια». Και συμπλήρωσε, χάνοντας λίγο τον ειρμό του, για την πιθανότητα διαρροής κρατικών μυστικών της Αυστραλίας στον Τύπο: «Υπάρχουν αληθινές συνέπειες για αυτό (…). Είμαι μεγάλος υποστηρικτής της ελευθερίας του τύπου, όμως με αυτήν έρχεται επίσης μια ευθύνη να ληφθούν υπόψη οι συνέπειες του κατά πόσο πληροφορίες που δεν είναι διαθέσιμες στο κοινό, ποιες θα είναι οι συνέπειες αν απλά όλα ήταν διαθέσιμα σε όλους».
Από όλα αυτά γίνεται εμφανές πως η αντίθεση της κεντροαριστερής κυβέρνησης της Αυστραλίας στη δίωξη του Ασάνζ είναι μάλλον χλιαρή και «για τα μάτια του κόσμου». Και η επιλογή του Μπλίνκεν να αντικρούσει δημόσια ακόμα και αυτήν τη χλιαρή αντίθεση, και μάλιστα στην ίδια την Αυστραλία και έπειτα από συνάντηση με την υπουργό Εξωτερικών Πένι Γουονγκ, δείχνει το πόσο αυτή η χλιαρή πίεση των Αυστραλών δεν επηρέασε καθόλου του Αμερικανούς.
Άλλωστε, όταν έγιναν οι αποκαλύψεις των Wikileaks για τα εγκλήματα πολέμου των ΗΠΑ και των συμμάχων τους σε Ιράκ και Αφγανιστάν, το 2010-11, μια άλλη κυβέρνηση Εργατικών στην Αυστραλία, υπό την πρωθυπουργό Τζούλια Γκίλαρντ και με προβεβλημένα στελέχη τη Γουονγκ και τον Αλμπανίζι, είχε αντιδράσει με έντονη οργή. Η Γκίλαρντ είχε λανθασμένα κατηγορήσει τον Ασάνζ πως παραβίασε νόμους της Αυστραλίας, είχε προσπαθήσει να του αφαιρέσει παράνομα το διαβατήριό του και συνεργάστηκε αρμονικά με Αμερικανούς και Άγγλους στο κυνήγι του Ασάνζ.
Ξανά τα ίδια ψέματα
«Ο κ. Ασάνζ κατηγορήθηκε για πολύ σοβαρή εγκληματική συμπεριφορά στις Ηνωμένες Πολιτείες σε σύνδεση με τον υποτιθέμενο ρόλο του σε μία από τις μεγαλύτερες διακινδυνεύσεις απόρρητων πληροφοριών στην ιστορία της χώρας μας», είπε ο Μπλίνκεν και συμπλήρωσε: «Οι πράξεις που κατηγορείται πως διέπραξε έθεσαν την εθνική μας ασφάλεια σε κίνδυνο πολύ σοβαρής ζημιάς».
Σύμφωνα με τον Μπλίνκεν οι πράξεις του Ασάνζ ήταν «προς όφελος των εχθρών μας» και με τις αποκαλύψεις του ο εκδότης «έβαλε ονοματισμένες ανθρώπινες πηγές σε σοβαρό κίνδυνο, σοβαρό κίνδυνο σωματικής βλάβης, σοβαρό κίνδυνο σύλληψης».
Υπάρχουν πολλά ζητήματα με τις δηλώσεις Μπλίνκεν, ξεκινώντας από το γεγονός πως η «διακινδύνευση απόρρητων πληροφοριών», ή στη δημοσιογραφική αργκό «διαρροή», είναι από τα βασικά στοιχεία του δημοσιογραφικού ρεπορτάζ, όταν αυτό αφορά κρατικά εγκλήματα που ένα κράτος επιθυμεί να αποκρύψει. Η «πολύ σοβαρή εγκληματική συμπεριφορά» για την οποία κατηγορείται ο Ασάνζ, είναι πως βοήθησε την πληροφοριοδότη δημοσίου συμφέροντος Τσέλσι Μάνινγκ να διαρρεύσει τα διαβαθμισμένα έγγραφα για τους πολέμους των ΗΠΑ σε Ιράκ και Αφγανιστάν. Η ίδια η Μάνινγκ, καταδικάστηκε στις ΗΠΑ με 35 χρόνια φυλάκιση, όμως ο πρόεδρος Ομπάμα ελάττωσε την ποινή της σε επτά έτη, δίνοντάς της το δικαίωμα να αποφυλακιστεί το 2017.
Επιπρόσθετα, ο «κίνδυνος πολύ σοβαρής ζημιάς για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ» είναι μια έννοια αρκετά αόριστη και παντελώς άσχετη ως δικαιολογία περιορισμού της ελευθερίας του Τύπου — ή οποιασδήποτε άλλης ελευθερίας, όπως έχουμε πει και για την ελληνική χρήση της «εθνικής ασφάλειας» ως δικαιολογίας παρακολουθήσεων. Ένας δημοσιογράφος, πόσο μάλλον ένας μη Αμερικανός δημοσιογράφος, δεν έχει απολύτως καμία υποχρέωση να διασφαλίζει την «εθνική ασφάλεια» των ΗΠΑ, αποκρύπτοντας ή μη δημοσιεύοντας αληθείς και αξιόπιστες πληροφορίες.
Ο Μπλίνκεν επαναλαμβάνει το ψέμα πως ο Ασάνζ έδρασε «προς όφελος των εχθρών» των ΗΠΑ. Ή μάλλον, ανάλογα του ποιους θεωρούν οι ΗΠΑ εχθρούς τους.
Διότι τα «ημερολόγια πολέμου» που δημοσίευσε ο Ασάνζ σε συνεργασία με δημοσιογραφικούς οργανισμούς, αποκάλυψαν τα εγκλήματα των ΗΠΑ και των συμμάχων τους σε Ιράκ και Αφγανιστάν, που συνιστούσαν μεταξύ άλλων μαζικές δολοφονίες αμάχων και βασανιστήρια. Στους φακέλους κρατουμένων του Γκουαντανάμο, ο Ασάνζ αποκάλυψε πως οι ΗΠΑ κρατούσαν παράνομα φυλακισμένους αθώους πολίτες, συμπεριλαμβανομένων παιδιών και πολύ ηλικιωμένων, ως μέρος του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας». Και στα διπλωματικά τηλεγραφήματα αποκαλύφθηκε ο ρόλος των ΗΠΑ σε άλλες χώρες, μέσω οργάνωσης πραξικοπημάτων, επιρροής σε εκλογές και κατασκοπίας, ακόμα και έναντι συμμάχων (όπως, παρεμπιπτόντως, η Αυστραλία).
Όλα αυτά είναι «προς όφελος των εχθρών» των ΗΠΑ, μονάχα αν εχθρός των ΗΠΑ είναι η παγκόσμια κοινή γνώμη. Κανένας Αμερικανός αξιωματούχος δεν έχει παραδεχτεί ποτέ πως οι ΗΠΑ κακώς διέπραξαν αυτά τα εγκλήματα, και κανένας υπεύθυνος για αυτά δεν έχει διωχθεί ποτέ. Οι μόνες διώξεις που υπάρχουν είναι ενάντια σε αυτούς που τα αποκάλυψαν.
Τέλος, θα πρέπει να αντικρουστεί ξανά και το ψέμα πως οι αποκαλύψεις του Ασάνζ «έθεσαν σε κίνδυνο ανθρώπινες πηγές». Ακόμα και αν αυτό δεν ήταν ψέμα, δηλαδή πράκτορες των ΗΠΑ και συνεργαζόμενοι με τις μυστικές τους υπηρεσίες είχαν αποκαλυφθεί και κινδυνεύσει, δεν θα μείωνε το δικαίωμα του Ασάνζ στη δημοσίευση των πληροφοριών και το δικαίωμα του κοινού να τις μάθει. Όμως, όπως έχει αποκαλυφθεί πολλάκις, αυτό είναι ένα ξεκάθαρο ψέμα.
Κατά τη διάρκεια των ακροάσεων για την έκδοση του Ασάνζ στις ΗΠΑ από το Ηνωμένο Βασίλειο, καταγράφτηκαν αλλεπάλληλες αποδείξεις πως ο εκδότης επιμελήθηκε σχολαστικά τα προς δημοσίευση έγγραφα, ώστε να μην αποκαλυφθούν χιλιάδες δυνητικά ευάλωτα ονόματα που περιέχονταν σε αυτά. Το γεγονός έχουν επιβεβαιώσει και οι καταθέσεις δημοσιογράφων από έγκυρα μέσα που συνεργάστηκαν μαζί του σε εκείνες τις αποκαλύψεις. Μάλιστα, ο Ασάνζ είχε προτείνει στο υπουργείο των Εξωτερικών συνεργασία ώστε να έχει λόγο σε αυτές τις αποκρύψεις ονομάτων πριν από την κλιμακωτή δημοσίευση των εγγράφων. Το αμερικανικό ΥπΕξ αρνήθηκε.
Η πλήρης απουσία βλάβης σε άτομο μέσω αυτών των αποκαλύψεων, είναι ένα γεγονός που έχουν παραδεχτεί μέχρι και η κυβέρνηση και ο στρατός των ΗΠΑ, στις ακροάσεις της δίκης της Τσέλσι Μάνινγκ. Εξού και η χρήση από τον Μπλίνκεν του σχήματος λόγου «σοβαρό κίνδυνο σωματικής βλάβης» και όχι κάποιας υπαρκτής βλάβης.
Το αμερικανικό κράτος δεν είναι το θύμα, αλλά ο θύτης
Στον σχολιασμό του Μπλίνκεν, φυσικά, δεν χώρεσαν πουθενά όλες οι αποκαλύψεις για το πώς ακριβώς επετεύχθη η απόφαση έκδοσης του Ασάνζ στις ΗΠΑ. Δεν έκανε τον παραμικρό σχολιασμό για τη χρήση ψευδομάρτυρα από τους Αμερικανούς κατήγορους του Ασάνζ ή για την παρακολούθηση από τη CIA των προσωπικών στιγμών, αλλά και των συνομιλιών του Ασάνζ με τους δικηγόρους του όσο εκείνος βρισκόταν αποκλεισμένος στην πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο. Η παραβίαση του δικηγορικού απορρήτου θα ήταν υπό άλλες συνθήκες ικανή συνθήκη για την ακύρωση της απόφασης έκδοσης, καθώς οι διώκτες γνώριζαν με λεπτομέρεια την υπερασπιστική γραμμή και την τακτική των δικηγόρων του κατηγορούμενου.
Παράλληλα, η CIA είχε και σχέδια απαγωγής ή/και εκτέλεσης του Ασάνζ, προτού η νέα τότε, συνεργαζόμενη με τις ΗΠΑ, κυβέρνηση του Ισημερινού ακυρώσει το πολιτικό άσυλο του εκδότη. Για όλα αυτά, ο πρώην διοικητής της CIA Μάικ Πομπέο έχει κληθεί να καταθέσει σε ισπανικό δικαστήριο (πράγμα που είναι εξαιρετικά αμφίβολο πως θα κάνει), ενώ εκκρεμεί και μήνυση των δικηγόρων του Ασάνζ στις ΗΠΑ ενάντια στη CIA.
O Ασάνζ έχει πλέον συμπληρώσει πάνω από τέσσερα χρόνια έγκλειστος στην υψίστης ασφαλείας φυλακή του Μπέλμαρς (όπου κρατούνται κυρίως τρομοκράτες και βίαιοι εγκληματίες) και συνολικά πάνω από 11 χρόνια στέρησης της ελευθερίας του. Πολλές από τις ημέρες του στη φυλακή τις πέρασε σε πλήρη απομόνωση, ενώ ο εγκλεισμός του έχει προκαλέσει προβλήματα ψυχικής και σωματικής υγείας.
Τα λόγια του Μπλίνκεν ήταν στην πάγια γραμμή της παρουσίασης των ΗΠΑ ως θύματος του Ασάνζ. Στην πραγματικότητα, οι ΗΠΑ είναι ο θύτης — όχι μόνο των εγκλημάτων ενάντια στον Ασάνζ, αλλά και των εγκλημάτων που ο Ασάνζ αποκάλυψε. Η δίωξή του, που συνεχίζεται με διακομματική συναίνεση από τρεις συναπτές κυβερνήσεις των ΗΠΑ (με μόνη νότα παραφωνίας ορισμένους μεμονωμένους βουλευτές των Δημοκρατικών), ντροπιάζει την οποιαδήποτε επίκληση του Αμερικανικού κράτους σε «ελευθερίες» και «υπεράσπιση της Δημοκρατίας».