του Ανδρέα Κοσιάρη
Σε κάθε βήμα της τραγικής επικοινωνιακής διαχείρισης της υπόθεσης των παρακολουθήσεων από την κυβέρνηση, γίνεται η επίκληση της «εθνικής ασφάλειας». Η ίδια «καραμέλα» βρίσκεται πίσω από και από τις δεκάδες χιλιάδες «νόμιμες» άρσεις τηλεφωνικού απορρήτου πολιτών από την ΕΥΠ. Η υπόθεση Ανδρουλάκη, όμως, δείχνει πως η επίκληση της «εθνικής ασφάλειας» μάλλον χρησιμοποιείται για να καλυφθούν ίδια συμφέροντα — κι αν αυτό ισχύει για τον Ευρωβουλευτή και αρχηγό του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, γιατί να μην ισχύει και για τους χιλιάδες άλλους;
Στο διάγγελμα αποποίησης ευθύνης για τις υποκλοπές, ο πρωθυπουργός δεν αναφέρθηκε ούτε τυπικά στους λόγους για τους οποίους συνέβη η «τυπικά επαρκής όμως πολιτικά μη αποδεκτή» παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη. Οι δικαιολογήσεις για την άρση τηλεφωνικού απορρήτου από την ΕΥΠ, όπως αναφέρει και η ίδια η ΑΔΑΕ, είναι δύο: λόγοι εθνικής ασφάλειας ή για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων.
Συγκεκριμένα τους λόγους «εθνικής ασφάλειας» αφορούσε και η τροπολογία που πέρασε σε άσχετο νομοσχέδιο η κυβέρνηση τον Μάρτιο του 2021, με την οποία αφαιρούσε το δικαίωμα γνωστοποίησης της παρακολούθησης στους πολίτες που αφορά. Μέχρι τότε, μετά τη λήξη της άρσης απορρήτου για λόγους «εθνικής ασφάλειας», δικαιούταν ο πολίτης τον οποίο αφορούσε η άρση να ζητήσει και να μάθει αν παρακολουθούταν.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μπορεί να μην είπε αν ήταν αυτοί οι λόγοι της άρσης του απορρήτου του Ν. Ανδρουλάκη, όμως όσες μέρες ο πρωθυπουργός κρυβόταν σε παραλίες, το έλεγαν οι περίφημοι «κυβερνητικοί κύκλοι». Μέσα από «ρεπορτάζ» του φιλοκυβερνητικού τύπου ακούσαμε για αιτήματα από «τις υπηρεσίες πληροφοριών της Ουκρανίας και της Αρμενίας» και για τον ρόλο του Ανδρουλάκη «σε επιτροπή του Ευρωκοινοβουλίου με αντικείμενο εμπορικές σχέσεις της Ένωσης με την Κίνα» (ενδεικτικά, από την Καθημερινή).
Βέβαια, εκπρόσωποι των δύο ξένων κρατών διέψευσαν κατηγορηματικά ότι υπήρξε τέτοιο αίτημα από πλευράς τους — και από την άλλη, αν το ζήτημα ήταν «εθνικής ασφάλειας», γιατί «ήταν λάθος» η παρακολούθηση των επικοινωνιών του Ανδρουλάκη, όπως είπε ο πρωθυπουργός και γιατί σταμάτησε όταν αυτός κέρδισε τις εσωκομματικές εκλογές της παράταξής του;
Ταυτόχρονα με την (ημι)επίσημη δικαιολόγηση των «κύκλων», ξεκίνησαν κυρίως μέσω διαδικτύου και κάποιες άλλες «δικαιολογήσεις», που άγγιζαν ή και ξεπερνούσαν τα όρια της απειλής. Κομματικοί λογαριασμοί χρηστών στο Twitter, και σε ορισμένες περιπτώσεις επώνυμα πρώην (όπως ο Φαήλος Κρανιδιώτης) και νυν (όπως ο Νίκος Ρωμανός) στελέχη της Νέας Δημοκρατίας άφηναν υπονοούμενα για προσωπικές υποθέσεις του Ανδρουλάκη.
Χρονικές «συμπτώσεις»
Όπως πλέον γνωρίζουμε, το κινητό τηλέφωνο του Νίκου Ανδρουλάκη επιχειρήθηκε να παγιδευτεί με το λογισμικό Predator στις 21 Σεπτεμβρίου του 2021. Η εσωκομματική κούρσα στο ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ δεν είχε ακόμα επίσημα ξεκινήσει (έναν μήνα αργότερα θα γινόταν η επίσημη έναρξή της), όμως πολλοί υποψήφιοι είχαν ήδη ανακοινωθεί και ο Ανδρουλάκης ήταν ανάμεσα σε αυτούς από τον Ιούλιο του ίδιου έτους.
Την ίδια περίπου εποχή με την αποτυχία παγίδευσης του κινητού του Ευρωβουλευτή και υποψήφιου αρχηγού του κόμματος της αντιπολίτευσης, ξεκίνησε και η «νόμιμη επισύνδεση» των επικοινωνιών του από την ΕΥΠ. Το παραδέχτηκε ο πρωθυπουργός στο διάγγελμά του, λέγοντας ότι ξεκίνησε «τον Σεπτέμβριο του 2021» και «διήρκησε τρεις μήνες».
Μπορεί οι δύο προσπάθειες, η αποτυχημένη με το Predator και η επιτυχημένη μέσω ΕΥΠ, να είναι συμπτωματικές. Και μπορεί η διάρκεια της παρακολούθησης και η διάρκεια της εσωκομματικής κούρσας στο ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ να είναι σχεδόν ίδιες εξίσου συμπτωματικά.
Όμως, μπαίνει κανείς στον πειρασμό να σκεφτεί πως η Νέα Δημοκρατία θα είχε συμφέρον αφενός να κερδίσει τις εσωκομματικές εκλογές ένας υποψήφιος που βρίσκεται πιο κοντά της πολιτικά κι αφετέρου να σιγουρευτεί πως όποιος και αν τις κερδίσει μπορεί να τον «κρατά στο χέρι».
Μήπως οι διαρροές για «ευαίσθητα προσωπικά θέματα» του κ. Ανδρουλάκη από διαδικτυακά τρολ, αλλά και στελέχη της ΝΔ, που υποτίθεται ήρθαν στη γνώση των πέριξ του πρωθυπουργού (πώς άραγε, χωρίς να τα μάθει ο ίδιος;) να συντείνουν προς τη «μη συμπτωματική» εκδοχή;
Μήπως τα δημοσιεύματα και οι δηλώσεις για πιθανή «καταστροφή του φακέλου Ανδρουλάκη» στην ΕΥΠ, κάνουν τη σύμπτωση ακόμα πιο απίθανη;
Μήπως — και συνεχίζουμε τις υποθέσεις εργασίας εδώ — η επίκληση «λόγων εθνικής ασφάλειας» ήταν εντελώς προσχηματική, και η «νόμιμη επισύνδεση» έγινε για να μπορεί να απειληθεί ο Ανδρουλάκης σε περίπτωση που δεν κέρδιζε τις εκλογές του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ ο εκλεκτός της ΝΔ;
Και, πολύ πιο σημαντικά, αν αυτές οι υποθέσεις εργασίας ευσταθούν, μήπως οι «λόγοι εθνικής ασφάλειας» επικαλούνται προσχηματικά και σε άλλες περιπτώσεις; Μήπως είναι ο κανόνας το να βάζουμε την ταμπέλα του «επικίνδυνου για την εθνική ασφάλεια» στον καθένα και την καθεμιά που επιθυμούμε να παρακολουθήσουμε;
Δημοσιογράφοι, ακτιβιστές και άλλοι
Λόγοι «εθνικής ασφάλειας» επέβαλλαν υποτίθεται την παρακολούθηση του δημοσιογράφου Σταύρου Μαλιχούδη από την ΕΥΠ. Το ρεπορτάζ του δημοσιογράφου που απείλησε την εθνική ασφάλεια, ήταν μια συνέντευξη με ένα 12χρονο προσφυγόπουλο. Ίδιοι λόγοι χρησιμοποιήθηκαν και στην περίπτωση του Θανάση Κουκάκη, ο οποίος υπήρξε και θύμα του Predator. Σε αυτήν δεν είναι ξεκάθαρο τι ακριβώς απείλησε την εθνική ασφάλεια, αλλά ο δημοσιογράφος ερευνούσε την Τράπεζα Πειραιώς και υποθέσεις διασπάθισης δημόσιου χρήματος. Πολλές συμπτώσεις μαζεύονται, δεν συμφωνείτε;
Για λόγους «εθνικής ασφάλειας», σύμφωνα με τις εκθέσεις πεπραγμένων της ΑΔΑΕ, έχει αρθεί το απόρρητο επικοινωνιών σε 15.475 περιπτώσεις το 2021, 13.751 το 2020, 11.680 το 2019. Αλλά και νωρίτερα, οι αριθμοί δεν είναι αμελητέοι: 11.113 το 2018, 7.182 το 2017, 9.295 το 2016 και ο αριθμός βαίνει περίπου φθίνων πίσω στον χρόνο. Ιδιαίτερη εντύπωση κάνει πως ο αριθμός των άρσεων για «λόγους εθνικής ασφάλειας» φτάνει για πρώτη φορά σε τετραψήφιο νούμερο το 2009 (1061), συμπίπτοντας με την αρχή της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα και τη «σύσφιξη» του πολιτικού συστήματος, που ανακάλυπτε «εσωτερικούς εχθρούς» για την επιβίωσή του. Συμπτωματικά κι αυτό, φυσικά.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός, στο διάγγελμά του, υπερφόρτωσε τον λόγο του με «καμπανάκια» για τον κίνδυνο προς την πατρίδα. «Υπάρχουν πολλοί εχθροί της πατρίδας», «κάποιες σκοτεινές δυνάμεις εκτός Ελλάδας», «ζούμε σε έναν επικίνδυνο κόσμο», ήταν μόνο μερικές από τις αναφορές του.
Όμως έχουμε χειροπιαστά τρεις τουλάχιστον περιπτώσεις (Μαλιχούδης, Κουκάκης, Ανδρουλάκης), όπου η επίκληση των «λόγων εθνικής ασφάλειας» δείχνει να ήταν προσχηματική. Ακόμα κι αν μπορούσαμε να συμφωνήσουμε ότι η «εθνική ασφάλεια» είναι επαρκής λόγος για την παραβίαση του δικαιώματος της ιδιωτικότητας των επικοινωνιών (που δεν μπορούμε, αλλά ας κάνουμε ότι μπορούμε) — τι την απείλησε σε αυτές τις περιπτώσεις; Και τι την απείλησε στις υπόλοιπες δεκάδες χιλιάδες άρσεις, υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ακτιβιστών υπέρ των προσφύγων, δημοσιογράφων, μελών πολιτικών οργανώσεων;
Όντως, «ζούμε σε έναν επικίνδυνο κόσμο» — αλλά ο κίνδυνος δεν προέρχεται από εκεί που θέλει να μας πείσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Οι «σκοτεινές δυνάμεις» δεν είναι «εκτός Ελλάδας», αλλά μέσα στη χώρα. Και μπορούν να επικαλούνται την «εθνική ασφάλεια» για να παρακολουθούν όποιον θεωρούν αντίθετο στα συμφέροντά τους.
Πιάστηκαν «στα πράσα», όμως ακόμα κι αν τα πρόσωπα που εμπλέκονται, συμπεριλαμβανόμενου του Κυριάκου Μητσοτάκη, λάβουν την τιμωρία που τους αξίζει, το σύστημα που χρησιμοποίησαν θα είναι ακόμα εκεί. Η «εθνική ασφάλεια» θα συνεχίσει να χρησιμοποιείται προσχηματικά είτε κυβερνά ο Μητσοτάκης, είτε κάποιος άλλος της ΝΔ, είτε ο ΣΥΡΙΖΑ, είτε το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ. Γιατί πάντα η «εθνική ασφάλεια» θα είναι συμπτωματικά συνώνυμη με τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης και όσοι αντιτίθενται σε αυτά, έστω προσωρινά ή από σπόντα, θα είναι εχθροί.