Στις 11 Απριλίου συμπληρώνονται τέσσερα χρόνια από τη βίαιη σύλληψη του Τζούλιαν Ασάνζ στην πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο και τον εγκλεισμό του στην υψίστης ασφαλείας φυλακή Μπέλμαρς.
Ο Ασάνζ βρίσκεται έκτοτε σε μία φυλακή χτισμένη για τρομοκράτες και βίαιους εγκληματίες, χωρίς να έχει καταδικαστεί για κάποιο έγκλημα. Μόνο του «έγκλημα» ήταν η αποκάλυψη και δημοσίευση εγκλημάτων άλλων, και δη των εγκλημάτων πολέμου που διέπραξαν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους: δολοφονίες χιλιάδων αμάχων στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου και βασανιστήρια. Ο μόνος που έχει πληρώσει για όλα αυτά τα εγκλήματα, είναι αυτός που τα αποκάλυψε.
Ο Ασάνζ, που θα κλείσει τον Ιούνιο τα 52 του χρόνια, έχει περάσει περισσότερες από 1400 ημέρες στη φυλακή Μπέλμαρς, και αν κανείς συνυπολογίσει τα χρόνια που βρισκόταν αποκλεισμένος στην πρεσβεία του Ισημερινού, συμπληρώνει 11 χρόνια στέρησης της ελευθερίας του.
Στην πρεσβεία υπήρξε θύμα παρακολουθήσεων και αντικείμενο σχεδίων απαγωγής ή και δολοφονίας του από την CIA, ενώ έπειτα από τη σύλληψή του, η απόφαση για την έκδοσή του στις ΗΠΑ ήταν γεμάτη από νομικε΄ς παρασπονδίες. Ελήφθη, για παράδειγμα, παρά το γεγονός πως η σχετική συμφωνία μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ απαγορεύει ρητά την έκδοση ατόμων για πολιτικά αδικήματα. Ο Ασάνζ διώκεται στις ΗΠΑ βάσει του Νόμου περί Κατασκοπείας και για τη δημοσίευση εγγράφων που εξέθεσαν την αμερικανική κυβέρνηση, κατηγορίες ρητά πολιτικές. Παρόμοιως, στη Βρετανία υποτίθεται ότι απαγορεύεται η έκδοση ανθρώπου εάν στη χώρα προορισμού απειλείται η ζωή του, κάτι που είναι περισσότερο από πραγματικότητα για τον Ασάνζ στην περίπτωση του αμερικανικού σωφρονιστικού και δικαστικού συστήματος.
Επιπλέον, οι αρμόδιοι Βρετανοί δικαστές έχουν αγνοήσει πλήρως την αποκάλυψη πως ο μάρτυρας κατηγορίας, Ισλανδός Σίγκουρντουρ «Σίγκι» Θόρνταρσον, παραδέχτηκε τον Ιούνιο του 2021 πως η κατάθεσή του ενάντια στον Ασάνζ ήταν ψευδής, και δόθηκε με αντάλλαγμα την ασυλία του από διώξεις από το αμερικανικό FBI. Οι δικαστές έχουν επίσης αγνοήσει την αποκάλυψη της κατασκοπείας εναντίον του Ασάνζ από την ισπανική εταιρεία UC Global, κατά παραγγελία της CIA. Οι παρακολουθήσεις εναντίον του Ασάνζ συμπεριέλαβαν και τις εμπιστευτικές συνομιλίες του με τους δικηγόρους του, με αποτέλεσμα μια ξεκάθαρη στρεψιδικία που δεν αναγνωρίστηκε ποτέ.
Τέλος, ο εγκλεισμός του Ασάνζ αποτελεί ένα παράδειγμα βασανιστηρίων με σκοπό τη σωματική και ψυχική του εξόντωση. Ο Ασάνζ έχει περάσει μεγάλο μέρος του εγκλεισμού του σε απομόνωση, με περιορισμούς ή και απαγορεύσεις συναντήσεων με δικηγόρους, γιατρούς, τα παιδιά και τη μνηστή (και μετέπειτα σύζυγό) του, αλλά και εκπροσώπους δημοσιογραφικών, νομικών και ανθρωπιστικών οργανώσεων. Ήδη από τον Νοέμβριο του 2019, ειδικοί υγειονομικοί είχαν προειδοποιήσει πως η υγεία του Ασάνζ εξασθενεί και απαιτούσαν την άμεση αποφυλάκισή του. Ο Ασάνζ έχει υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο και έχει ασθενήσει με COVID-19 ενώ ήταν έγκλειστος — όμως το βρετανικό δικαστικό σύστημα αρνείται έστω να θέσει χρηματική εγγύηση για την υπό όρους αποφυλάκισή του.
Η δίωξη του Ασάνζ έχει συνεχιστεί από τρεις διαδοχικές αμερικανικές κυβερνήσεις, είτε υπό Ρεπουμπλικανική είτε υπό Δημοκρατική ηγεσία, σε έναν διακομματικό πόλεμο ενάντια στη δημοσιογραφία και την ελευθερία της πληροφόρησης. Η επιθετικότητα του αμερικανικού κράτους ενάντια στον Ασάνζ δεν είναι απλά μία εκστρατεία εκδίκησης. Είναι προειδοποίηση και απειλή ενάντια σε οποιονδήποτε άλλο δημοσιογράφο σκεφτεί να σταθεί ενάντια στα εγκλήματα της αυτοκρατορίας.