Του Ανδρέα Κοσιάρη
Ήταν στ’ αλήθεια κουραστικό και ίσως μάταιο, να προσπαθεί κανείς να εξηγήσει, σε — κατά τα λεγόμενά τους — κεντρώους, φιλελεύθερους και άλλους παρομοίως αυτοτιτλοφορημένους, τη σημασία της συμπεριφοράς του Κράτους απέναντι στους κρατούμενους, τον καιρό που ο Δημήτρης Κουφοντίνας πραγματοποιούσε απεργία πείνας διεκδικώντας τα δικαιώματά του.
Σε μία στάση θεωρητικά πλήρως αναντίστοιχη με τη βάση των πεποιθήσεών τους, καταδίκαζαν τη διεκδίκηση ενός κρατούμενου διότι «ήταν δολοφόνος». Αν έμπαινε κανείς στη διαδικασία να εξηγήσει πως στη σύγχρονη δυτική φιλελεύθερη αντίληψη, από το κράτος δικαίου, το σύστημα θέσπισης, εφαρμογής και ισχύος των νόμων και των δικαιωμάτων, δεν εξαιρείται κάποιος λόγω των πράξεών του, και πως δεν μπορεί να υπάρχει σε αυτό το σύστημα φωτογραφική δυσμενής (ή ευμενής) μεταχείριση ενός κρατουμένου, η «απάντηση» ερχόταν αυτόματα, σαν έτοιμη από καιρό. Προβοκατόρικη, που ακόμα και σε γραπτή συζήτηση έκανες εμφανές το ειρωνικό μειδίαμα του γράφοντος: «Τα ίδια λέτε και για τους Χρυσαυγίτες;».
Οπλισμένος με υπομονή, προσπαθούσε τότε κανείς να εξηγήσει πως, αφενός ναι, αν μιλάμε για ισονομία και μη τιμωρητικό χαρακτήρα του σωφρονιστικού συστήματος, τα ίδια ισχύουν και για νεοναζί δολοφόνους, μέλη εγκληματικής οργάνωσης. Αφετέρου, πως η ερώτηση ήταν αποκαλυπτική της έλλειψης αντίληψης του ανθρώπου που την ξεστομίζει.
Διότι το ελληνικό Κράτος, η ελληνική δικαιοσύνη, το σύστημα εξουσίας σε αυτή τη χώρα, διαχρονικά αντιμετωπίζει με περισσή ευμένεια τους «χρήσιμους», τους ιδεολογικούς, πολιτικούς και «ακτιβιστικούς», που θα έλεγε κι ο Ανδρέας Λοβέρδος, συμμάχους του.
Τα καταδικασμένα μέλη της ΧΑ δεν είχαν αρχίσει ακόμα να βγαίνουν από τη φυλακή τότε, αλλά μπορούσε κανείς να προβλέψει την αποφυλάκιση του Παπαβασιλείου, του Τσακανίκα, του Αρβανίτη, και τώρα του Πατέλη. Όπως μπορεί να προβλέψει ότι εύκολα θα λάβουν αντίστοιχες αποφάσεις και οι λοιποί, παρά τις πρώτες αρνητικές αποφάσεις για Ηλιόπουλο, Μίχο και άλλους. Άλλωστε κι ο Πατέλης είχε στην πρώτη του προσπάθεια αρνητική απόφαση από το Πενταμελές Εφετείο Αναστολών τον περασμένο Ιούλιο. Μια άλλη σύνθεση λίγους μήνες αργότερα ξεπέρασε το εμπόδιο. Ξεπερνιούνται εύκολα τα εμπόδια για τους «φίλους». Πάντοτε έτσι γινόταν.
Αν κοιτάξει κανείς πώς συμπεριφέρεται αντίστοιχα το ελληνικό Κράτος, όχι μόνο στους «εχθρούς» του, τους σαφώς πολιτικά ταγμένους εναντίον του, αλλά και σε απλούς ανθρώπους που επέλεξαν να αντισταθούν στις ορέξεις του, η διαφορά είναι χαώδης.
Αναρχικοί φυλακίζονται με στημένες κατηγορίες και περνούν χρόνια στη φυλακή για κάτι που δεν έκαναν, άλλοι εξαναγκάζονται σε απεργία πείνας για να διεκδικήσουν δικαιώματα όπως η πρόσβαση στη μόρφωση ή η φυλάκιση κοντά στην οικογένειά τους. Άνθρωποι προφυλακίζονται επί μήνες παρά τα απαλλακτικά στοιχεία, άλλοι προφυλακίζονται με πρόσχημα ταξίδια σε «ανταρτομάνες» Ιβηρικές πόλεις. Μαθητές κρατούνται επί μέρες στη ΓΑΔΑ χωρίς επαφή με τους γονείς τους, άνθρωποι απάγονται από την αστυνομία (διότι απαγωγή είναι η σύλληψη χωρίς να σου πουν τον λόγο) κάτω από τα σπίτια τους ή μπροστά στις οικογένειές τους, συλληφθέντες βασανίζονται. Και αμέτρητες άλλες περιπτώσεις, χωρίς να χρειαστεί καν να αναφέρουμε πώς συμπεριφέρεται το ελληνικό κράτος σε πρόσφυγες και μετανάστες.
Το ζήτημα εδώ δεν είναι να υπάρξει αντίστοιχη αντιμετώπιση και στους «φίλα προσκείμενους», δεν είναι να μειωθούν τα δικαιώματα κατηγορουμένων και κρατουμένων, δεν είναι να «αυστηροποιηθεί» το ελληνικό δίκαιο, όπως πουλάει εδώ και καιρό το «πατριωτικό μέτωπο».
Το ζήτημα είναι να αντιληφθούν επιτέλους κι αυτοί οι τότε λαλίστατοι είρωνες το πόσο άθλια είναι η μεταχείριση της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών από το ελληνικό Κράτος. Να αντιληφθούν πόσο μεροληπτικό είναι, να αντιληφθούν τις πραγματικές ιδεολογικές και ουσιαστικές συνδέσεις του φασισμού και του οργανωμένου εγκλήματος με τη δικαιοσύνη, τις δυνάμεις ασφαλείας, το πολιτικό σύστημα.
Να ψάξουν επιτέλους μέσα τους και να δουν αν αυτό το σύστημα που στηρίζουν με θέρμη και ζέση όποτε κάποιος το αμφισβητήσει, υπάρχει ελπίδα να αναμορφωθεί. Και στην πολύ πιθανή περίπτωση που αυτή η ελπίδα δεν υπάρχει, να αναρωτηθούν τι διάολο θα κάνουν.