του Ανδρέα Κοσιάρη
Την απαλλαγή λόγω αμφιβολιών του βασικού κατηγορούμενου για την υπόθεση Κολωνού, Ηλία Μίχου, για τα αδικήματα του βιασμού και της μαστροπείας πρότεινε η εισαγγελέας Μαρία – Ελένη Νικολού, για να αποδειχτεί ξανά πόσο κενές περιεχομένου είναι οι εκκλήσεις σε κάποια δήθεν κρυμμένη τιμιότητα του δικαστικού σώματος.
Η πρόταση της εισαγγελέα ουσιαστικά υιοθέτησε την επιχειρηματολογία του κατηγορούμενου, ο οποίος στην απολογία του δήλωσε πως «Δεν είμαι βιαστής, δεν είμαι μαστροπός, ήμουν ερωτευμένος». Αυτό παρά το γεγονός πως σύμφωνα με τις καταθέσεις της ανήλικης ο κατηγορούμενος τη βίασε μεταξύ άλλων και με απειλές προς την ίδια και την οικογένειά της και παρά το γεγονός πως ο ίδιος ήταν δημιουργός και διαχειριστής του λογαριασμού σε πλατφόρμα διαδικτυακών συνομιλιών μέσω της οποίας εξέδιδε την ανήλικη.
Φυσικά, αυτή η εισαγγελική πρόταση δεν αποτελεί «κεραυνό εν αιθρία», αλλά ακολουθεί ένα μοτίβο παραλείψεων στην έρευνα για την υπόθεση, καθώς αφενός ο Μίχος συνελήφθη έναν ολόκληρο μήνα έπειτα από την καταγγελία της μητέρας στο Α.Τ. Κολωνού, με αστυνομικούς του οποίου ο κατηγορούμενος φέρεται σύμφωνα με φωτογραφικό υλικό να είχε στενές σχέσεις. Το διάστημα είναι εμφανώς αρκετό για να καταστραφούν στοιχεία — δεν φαίνεται, για παράδειγμα, να έκανε καμία εντύπωση στην εισαγγελέα το γεγονός πως το θύμα έχει καταγγείλει ότι στο κατάστημα του κατηγορούμενου, όπου βιάστηκε από τον ίδιο, υπήρχαν κάμερες, όμως οι αστυνομικοί που ερεύνησαν το κατάστημα δεν βρήκαν κανέναν σύστημα οπτικοακουστικής καταγραφής.
Αφετέρου, όπως έχει σημειώσει η δημοσιογραφική έρευνα του omniatv, ελλιπής έρευνα πραγματοποιήθηκε και στον οίκο ανοχής που το θύμα έχει καταγγείλει ότι την εξέδιδε ο Μίχος, με την αστυνομία να ερευνά τον χώρο έναν μήνα μετά την αναγνώρισή του από την ανήλικη, χωρίς να λάβει υλικό από παρακείμενες κάμερες και χωρίς να παραπεμφθεί ούτε ιδιοκτήτης/τρια, ούτε μισθωτής/τρια του χώρου.
Επιπρόσθετα, δεν μπορεί να μην οδηγηθεί ο νους στην έντονη πολιτική δράση του κατηγορούμενου και της συζύγου του με το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας και στις φωτογραφίες του με χαμηλά και υψηλά ιστάμενα στελέχη του κόμματος. Αν και από μόνες τους οι κοινωνικές επαφές δεν σημαίνουν κάτι το απαραίτητα επιλήψιμο, αφενός η διασύνδεση του κατηγορούμενου και αφετέρου οι παραλείψεις στην αστυνομική και δικαστική έρευνα (όπως και η μη ταυτοποίηση όλων των «πελατών») δημιουργούν εύλογες υποθέσεις.
Η εισαγγελική πρόταση στην υπόθεση του Κολωνού είναι (άλλη μία) απάντηση σε όσους συχνά-πυκνά αναρωτιούνται «πού είναι ένας Εισαγγελέας;». Δεν χρειαζόταν αυτή η απάντηση — το ερώτημα έχει απαντηθεί πολλάκις. Από τα σκάνδαλα για τα οποία ποτέ δεν λογοδότησε κανείς, την ασυλία γόνων μεγαλοεπιχειρηματιών και την κουκούλωση υποθέσεων βιασμού, τις μονίμως ελλιπείς δικαστικές έρευνες σε περιπτώσεις αστυνομικής βίας και παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μέχρι την πασιφανή διαπλοκή του δικαστικού σώματος με κόμματα, παραθρησκευτικές και ακροδεξιές οργανώσεις ή την ίδια την κυβέρνηση για λογαριασμό της οποίας ο Άρειος Πάγος απάντησε σε πρόσφατο ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου.
Οι Εισαγγελείς ήταν και είναι πάντα εδώ, μαζί με τους δικαστές. Ήταν και είναι σαρξ εξ σαρκός του κρατικού μηχανισμού, προσφέροντας την απαραίτητη προστασία στα άλλα κομμάτια της ίδιας σάρκας: στην εγκληματική οργάνωση της Ελληνικής Αστυνομίας, στις εξυπηρετήσεις ιδιωτικών συμφερόντων από πολιτικούς, στις μπίζνες και την έγχυση μίσους του παπαδαριού, και εν τέλει και σε κυκλώματα βιασμών και μαστροπείας ανηλίκων. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και στην υπόθεση Λιγνάδη, υπήρξε αντίστοιχη απροθυμία έρευνας από την αστυνομία και το δικαστήριο, με τελικό αποτέλεσμα και την ενόψει εφέσεως απελευθέρωση του καταδικασθέντα.