Οι διαδηλώσεις στην πρωτεύουσα του Περού συνεχίστηκαν για πέμπτη ημέρα τη Δευτέρα, καθώς οι διαδηλωτές που ταξίδεψαν από ολόκληρη τη χώρα για την «κατάληψη της Λίμα» υπέστησαν βάρβαρη καταστολή μέσω μαζικών συλλήψεων, χρήσης δακρυγόνων, πλαστικών σφαιρών και ξυλοδαρμών, όπως και τη χρήση τεθωρακισμένων οχημάτων.
Την ώρα που εκπρόσωποι του καθεστώτος της Ντίνα Μπολουάρτε, που πήρε την εξουσία μέσω πραξικοπήματος στις αρχές Δεκεμβρίου, συναντώνταν με τον Ύπατο Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, η αστυνομία και ο στρατός της χώρας ανανέωναν την επίθεσή τους ενάντια σε ειρηνικούς διαδηλωτές στην πρωτεύουσα και άλλες περιοχές του Περού.
Συνολικά, 56 επιβεβαιωμένοι θάνατοι πολιτών έχουν καταγραφεί από την έναρξη των διαδηλώσεων ενάντια στην πραξικοπηματική κυβέρνηση. Αναφορές ανεβάζουν τον αριθμό αυτόν στους 62 ή και περισσότερους.
Επίκεντρο των διαδηλώσεων παραμένει ο φτωχός Νότος της χώρας, με τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις και τα πιο επίμονα οδοφράγματα να καταγράφονται στις πόλεις Αρεκίπα (δεύτερη μεγαλύτερη μετά την πρωτεύουσα Λίμα), Χουλιάκα, Αγιακούτσο, Κούσκο και Τάκνα. Ο πλουσιότερος Βορράς της χώρας και οι επίσημοι φορείς των βιομηχανικών, εξορυκτικών και ενεργειακών εργατών δεν έχουν συμμετάσχει μαζικά στις διαδηλώσεις.
Η Γενική Συνομοσπονδία Περουβιανών Εργατών, αφού αρχικά αναγνώρισε το καθεστώς Μπολουάρτε, έπειτα προσποιήθηκε στήριξη προς τους διαδηλωτές και κάλεσε σε μια σειρά «εθνικών απεργιών» — όμως τα συνδικάτα που την αποτελούν κράτησαν τους εργαζομένους στους βασικούς τομείς στις δουλειές τους, με αποτέλεσμα τη μειωμένη εργατική στήριξη προς τις διαδηλώσεις.
Ως αποτέλεσμα, και με τη στήριξη του αμερικανικού παράγοντα, το καθεστώς έχει νιώσει την αυτοπεποίθηση να προχωρήσει σε επιθετικές ενέργειες, όπως το γκρέμισμα της πύλης του Εθνικού Πανεπιστημίου Σαν Μάρκος στη Λίμα με τεθωρακισμένο όχημα και η εισβολή σε αυτό εκατοντάδων πάνοπλων αστυνομικών το περασμένο Σάββατο. Πρόκειται για το σημαντικότερο πανεπιστημιακό ίδρυμα στη χώρα και το παλαιότερο στο ημισφαίριο.
Οι δυνάμεις της αστυνομίας προχώρησαν στη σύλληψη περισσότερων από 200 φοιτητών αλλά και διαδηλωτών που είχαν ταξιδέψει στην πρωτεύουσα από την ενδοχώρα και λάμβαναν στέγη από τους φοιτητές. Μεταξύ αυτών και μία μητέρα με το 8χρονο παιδί της, σε σκηνές που θύμισαν έντονα τις πιο σκοτεινές μέρες της δικτατορίας του Αλμπέρτο Φουτζιμόρι τη δεκαετία του 1990.
Η συνεχιζόμενη αντίσταση των φτωχότερων και πλειοψηφικά αυτοχθονικών περιοχών του Περού στη βία του πραξικοπηματικού καθεστώτος, είναι η μεγαλύτερη των τελευταίων δεκαετιών στη χώρα και είναι αντιμέτωπη με μία κυβέρνηση που επιθυμεί πάση θυσία να διασφαλίσει τα συμφέροντα της ντόπιας ολιγαρχίας, αλλά και των πολυεθνικών που εκμεταλλεύονται τον πλούτο του Περού.
Στις 9 Ιανουαρίου, την ώρα που η περουβιανή αστυνομία διέπραττε τη «σφαγή της Χουλιάκα», σκοτώνοντας 19 διαδηλωτές και τραυματίζοντας περισσότερους από 100, η πρεσβεία των ΗΠΑ στη Λίμα έδινε συγχαρητήρια στην πρόεδρο Ντίνα Μπολουάρτε για μια επιχείρηση κατάσχεσης ναρκωτικών, δηλώνοντας πως το Στέιτ Ντιπάρτμεντ «είναι χαρούμενο να συνεργαστεί με την Εθνική Αστυνομία στο Περού, παρέχοντας αναπτυγμένη εκπαίδευση στη μάχη κατά των ναρκωτικών και του οργανωμένου εγκλήματος».
Πράγματι, η αμερικανική πρεσβεία και η κυβέρνηση Μπάιντεν έχουν στηρίξει ανοιχτά το καθεστώς Μπολουάρτε, μεταξύ άλλων και με τη ροή εκατομμυρίων δολαρίων κατά τη διάρκεια των πρόσφατων ταραχών και της ανακηρυγμένης «κατάστασης εκτάκτου ανάγκης», που έχει ποινικοποιήσει τις διαδηλώσεις στη χώρα με τη χρήση και του Στρατού.
Την περασμένη Πέμπτη, πρώτη ημέρα της «κατάληψης της Λίμα», η πρέσβης των ΗΠΑ στην πρωτεύουσα και παλαιό στέλεχος της CIA, Λίζα Κέννα, συναντήθηκε με στελέχη του υπουργείου Ενέργειας και Εξόρυξης της χώρας σε έναν «υψηλού επιπέδου διάλογο μεταξύ του Περού και των ΗΠΑ για τα ζητήματα της ανάπτυξης των εξορύξεων».
Το υπουργείο ευχαρίστησε επίσημα για «τη στήριξη της αμερικανικής κυβέρνησης στα ζητήματα της εξόρυξης και της ενέργειας κι επανεπιβεβαίωσε την αποφασιστικότητα της εθνικής κυβέρνησης» στην επέκταση της παραγωγής φυσικού αερίου και την ανάπτυξη της πετροχημικής παραγωγής στον Νότο της χώρας, δηλαδή στο επίκεντρο των διαδηλώσεων. Οι εξαγωγές φυσικού αερίου του Περού έχουν σχεδόν διπλασιαστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Ουκρανία, με την πλειοψηφία τους να κατευθύνονται προς την Ευρώπη.
Οι ανησυχίες του «διεθνούς παράγοντα» επικεντρώνονται στην ομαλή λειτουργία των ιδιωτικοποιημένων ορυχείων του Περού — η χώρα είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός χαλκού, ασημιού και ψευδάργυρου στον πλανήτη. Ορυχεία όπως αυτό της ελβετικής Glencore στο Ανταπακέι και της κινεζικής MMG στην περιοχή Λας Μπάμπας, αναγκάστηκαν να διακόψουν πρόσφατα τις δραστηριότητές τους έπειτα από επιθέσεις διαδηλωτών. Αμφότερα τα δύο ορυχεία έχουν προκαλέσει και στο παρελθόν έντονες αντιδράσεις από τους κατοίκους των νότιων περιοχών στις οποίες βρίσκονται, με κατηγορίες πως υποβαθμίζουν περιβαλλοντικά τις περιοχές και πως τα κέρδη τους δεν μεταφράζονται σε καλύτερες συνθήκες ζωής για τους ντόπιους. Παρομοίως, τα οδοφράγματα σε δρόμους-κλειδιά που συνδέουν εξορυκτικές δραστηριότητες με τα λιμάνια της χώρας στον Ειρηνικό έχουν επηρεάσει τις εξαγωγές ορυκτού πλούτου.