Του Άρη Χατζηστεφάνου για το Sputnik
Τα τελευταία 24ωρα, καθώς κυκλοφορούσαν στο ίντερνετ όλο και περισσότερες φωτογραφίες και βίντεο που έδειχναν τον Ρόναλντ Ρίγκαν, τη Μάργκαρετ Θάτσερ και άλλους δυτικούς ηγέτες να συναναστρέφονται με Αφγανούς οπλαρχηγούς, ορισμένοι μηχανισμοί επικοινωνίας στην Ουάσινγκτον και το Λονδίνο, έπιασαν δουλειά.
Το μήνυμα που έστελναν προς κάθε κατεύθυνση ήταν ότι οι εικονιζόμενοι δεν ήταν Ταλιμπάν αλλά Μουτζαχεντίν, δηλαδή μέλη του ένοπλων εξτρεμιστικών ομάδων που πολέμησαν τις σοβιετικές δυνάμεις τη δεκαετία του ’80 – οι φονταμενταλιστές, τους οποίους τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης αποκαλούσαν «μαχητές της ελευθερίας».
Θεωρητικά, οι επικοινωνιολόγοι της Ουάσινγκτον και του Λονδίνου έχουν δίκιο καθώς το κίνημα των Ταλιμπάν δημιουργήθηκε το 1994 μέσα από τους μεντρεσέδες (ιεροσπουδαστήρια) που οργάνωναν και συντόνιζαν οι μυστικές υπηρεσίες του Πακιστάν (ISI).
Αν ρίξουμε όμως μια πιο προσεκτική ματιά στα βιογραφικά των ανθρώπων που σήμερα απαρτίζουν την ηγετική ομάδα των Ταλιμπάν, διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για τα ίδια πρόσωπα που τη δεκαετία του ’80 λάμβαναν χρήματα και εξοπλισμό από τη CIA και τη Σαουδική Αραβία.
Από τις πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις στη σημερινή ηγεσία των Ταλιμπάν είναι ο Σιρατζουντίν Χακανί, γιος του Τζαλαλουντίν Χακανί, που θεωρούνταν από τους σημαντικότερους σύνδεσμος των Μουτζαχεντίν με τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες. Οι προσωπικές επαφές της οικογένειας με τον Αμερικανό γερουσιαστή Τσάρλι Ουίλσον, που οργάνωσε την επιχείρηση «Cyclone» για τον εξοπλισμό των Μουτζαχεντίν, επέτρεπε στα μέλη της να διαχειρίζονται κονδύλια εκατομμυρίων δολαρίων που έφθαναν στο Αφγανιστάν από φιλοαμερικανικά, αραβικά καθεστώτα ή απευθείας από τις ΗΠΑ.
O Μουλά Αμπντούλ Γκάνι Μπαραντάρ, που σήμερα θεωρείται το δεύτερο σημαντικότερο στέλεχος των Ταλιμπάν, τη δεκαετία του ‘80 πολεμούσε στο πλευρό του Μοχάμεντ Ομάρ, όπως επίσης και ο Χαϊμπατουλάχ Ακουνζάντα, ο σημερινός ανώτατος ηγέτης του κινήματος. Αντίστοιχα ο Μοχάμεντ Αμπάς Στανεκζάι βρισκόταν στο πλευρό του Ναμπί Μοχαμάντι, ενός από τους Μουτζαχεντίν που επισκέφθηκαν τον Λευκό Οίκο το 1983 για να οργανώσουν τις επιχειρήσεις απευθείας με τον πρόεδρο Ρόναλντ Ρίγκαν.
Δεν θα ήταν φυσικά υπερβολή να υποθέσουμε πως όλα τα στελέχη των Ταλιμπάν, που σήμερα είναι άνω των 60 ετών και συμμετείχαν σε εκείνες στις μάχες, κάποτε λάμβαναν τα χρήματα που έρεαν στη χώρα από τα θησαυροφυλάκια της Σαουδικής Αραβίας για λογαριασμό της Ουάσινγκτον. Σχεδόν όλοι, μάλιστα, έχουν πιάσει στα χέρια τους τα αυτόματα όπλα και τις αντιαρματικές και αντιαεροπορικές ρουκέτες που εισήγαγε στη χώρα η CIA και το Πεντάγωνο. Ακόμη και τα νεαρότερα στελέχη, όμως, συχνά ανήκουν σε οικογένειες που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο συντονισμό με τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες.
Το φαινόμενο Blowback
Προφανώς το γεγονός ότι η ηγετική ομάδα των Ταλιμπάν ανδρώθηκε από τις παρεμβάσεις των ΗΠΑ και της Σαουδικής Αραβίας δεν εμπόδισε την Ουάσιγκτον να στραφεί εναντίον τους και να τους πολεμήσει ανηλεώς μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Πρόκειται για το γνωστό επαναλαμβανόμενο μοτίβο των δυτικών μυστικών υπηρεσιών, οι οποίες αφού χρηματοδοτούν ακραία ένοπλα κινήματα για να εξυπηρετήσουν τους στόχους τους στη συνέχεια συγκρούονται μαζί τους όταν αυτά αρχίσουν να αμφισβητούν το χέρι που τους έθρεψε. Η κοσμική, κεμαλική Τουρκία ενίσχυσε τις δικές της δυνάμεις ακραίων ισλαμιστών για να ανακόψει την άνοδο της αριστεράς και των Κούρδων. Η Γαλλία χρηματοδοτούσε για χρόνια ένοπλες ομάδες στις πρώην αποικίες της ενώ ακόμη και το Ισραήλ ανέχτηκε (και σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες ενίσχυσε έμπρακτα) τα πρώτα βήματα της ισλαμικής οργάνωσης Χαμάς, η οποία τότε λειτουργούσε σαν ανάχωμα στις αριστερές και κοσμικές δυνάμεις της Φατάχ του Γιασέρ Αραφάτ. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις προέκυψε το φαινόμενο που οι μυστικές υπηρεσίες αποκαλούν blowback, όταν δηλαδή ορισμένοι από τους μαχητές και πράκτορες που εκπαιδεύεις για τις πιο βρώμικες αποστολές τελικά στρέφονται εναντίον σου. Οι παλιοί δεσμοί όμως αφήνουν πάντα τα ίχνη τους στην ιστορία.
Το μεγάλο παιχνίδι των αγωγών
Oι ΗΠΑ υποστηρίζουν σήμερα ότι έκλεισαν κάθε λογαριασμό με τους Μουτζαχεντίν μετά το 1989 και συνεπώς δεν φέρουν καμία ευθύνη για όσα ακολούθησαν στη χώρα. Για άλλη μια φορά όμως ψεύδονται. Πέρα από το γεγονός ότι η Ουάσιγκτον διατηρούσε στενές σχέσεις με τις μυστικές υπηρεσίες του Πακιστάν (οι οποίες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία των Ταλιμπάν) οι ΗΠΑ επαναπροσέγγισαν τους Ταλιμπάν και στα τέλη της δεκαετίας του ’90, όταν ήταν έτοιμοι να καταλάβουν για πρώτη φορά την Καμπούλ.
Το Δεκέμβριο του 1997, τέσσερις Αφγανοί κληρικοί αποβιβάστηκαν από ένα ελικόπτερο σε μια πλατφόρμα άντλησης πετρελαίου της αμερικανικής εταιρείας Unocal Corp. στον Κόλπο του Μεξικού. Ήταν ο πρώτος σταθμός μιας μεγάλης περιοδείας των εκπροσώπων των Ταλιμπάν στις ΗΠΑ, στην οποία συμμετείχε και ο τότε εκτελών χρέη υπουργού Εξωτερικών μουλάς Μοχάμεντ Γκαους. Η Unocal σε συνεργασία με την αμερικανική κυβέρνηση προωθούσε τότε την κατασκευή ενός αγωγού που θα μετέφερε πετρέλαιο από την Κασπία Θάλασσα προς τον Ινδικό Ωκεανό, παρακάμπτοντας το Ιράν (που αποτελούσε την πιο οικονομική διαδρομή) αλλά και τη σφαίρα επιρροής της Ρωσίας.
Τις συνομιλίες επέβλεπε η τότε υπουργός Εξωτερικών Μάντλιν Ολμπράιτ αν και την περισσότερη δουλειά έβγαλε μια από τις πιο σκοτεινές προσωπικότητες από το λεγόμενο βαθύ κράτος των ΗΠΑ: Ο Ζαλμάι Χαλιζάντ. Ο αφγανικής καταγωγής ακαδημαϊκός και διπλωμάτης, είχε παίξει κομβικό ρόλο στην ενίσχυση των Μουτζαχεντίν, όταν εργαζόταν στο ίδρυμα RAND στο πλευρό του Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, ενώ αργότερα διετέλεσε πρέσβης των ΗΠΑ στο κατεχόμενο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Ο ίδιος δηλαδή υπηρέτησε από διαφορετικά πόστα τους προέδρους Ρίγκαν, Μπους (τον πρεσβύτερο), Κλίντον, Μπους (τον νεότερο), Ομπάμα, Τραμπ και Μπάιντεν. Ο Χαλιζάντ αποτελεί ένας από τους βασικούς συνδέσμους που δείχνουν τη συνέχεια της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής από τα χρόνια των Μουτζαχεντίν μέχρι την πρώτη περίοδο των Ταλιμπάν. Όπως έγραφε μάλιστα ο ίδιος στην Ουάσιγκτον Ποστ, στα τέλη της δεκαετίας του ’90 «οι Ταλιμπάν δεν ακολουθούν το αντιαμερικανικό φονταμενταλισμό του Ιράν αλλά το μοντέλο της Σαουδικής Αραβίας».
Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με την Unocal, οργανώσεις για τα δικαιώματα των γυναικών, όπως η Feminist Majority και η National Organization for Women, εκλιπαρούσαν την Μάντλιν Ολμπράιτ και την τότε πρώτη κυρία Χίλαρι Κλίντον να διακόψουν τη συνεργασία με τους Ταλιμπάν, που ήταν γνωστό ότι θα μετέτρεπαν το Αφγανιστάν σε μια κόλαση για τις γυναίκες. Οι προσπάθειές τους όμως έπεφταν στο κενό. Μόνο όταν το Στέιτ Ντιπάρτμεντ άλλαξε πολιτική και συντόνισε την εισβολή και κατοχή του Αφγανιστάν μετά το 2001, τα αμερικανικά ΜΜΕ και ο Λευκός Οίκος θυμήθηκαν και πάλι τα δικαιώματα των γυναικών και άλλων μειονοτήτων στην πολύπαθη χώρα.