Του Λεωνίδα Βατικιώτη
Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία για την κατάσταση του χρηματοπιστωτικού τομέα της ευρωζώνης που περιλαμβάνει έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τις χρηματοπιστωτικές δομές που δόθηκε στη δημοσιότητα τον Οκτώβριο (εδώ το πλήρες κείμενο).
Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχουν τα στοιχεία για την Ελλάδα καθώς αποτυπώνονται όλες οι σαρωτικές αλλαγές που συντελέστηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Το πρώτο και σημαντικότερο στοιχείο είναι ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας στην ευρωζώνη γίνεται ολοένα μεγαλύτερος. Από 55 τρισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2008 έφτασε τα 70,8 τρισ. τον Δεκέμβριο του 2015 και 76,2 τρισ. τον Μάρτιο του 2017, υπερβαίνοντας η μεγέθυνσή του κατά πολύ την αύξηση του ΑΕΠ.
Παρά τις κριτικές που διατυπώθηκαν για τον υδροκεφαλισμό του και την ανάπτυξή του σε βάρος της λεγόμενης πραγματικής οικονομίας, παρά μάλιστα τις προσπάθειες που έγιναν με τη στροφή στην ανάπτυξη του δευτερογενούς τομέα και την εξαγγελία μιας σύγχρονης βιομηχανικής πολιτικής, ο χρηματοπιστωτικός τομέας, επίκεντρο της μεγαλύτερης κρίσης που σημειώθηκε την μεταπολεμική περίοδο, εξακολουθεί να αναπτύσσεται ανεξέλεγκτα. Η ανάλυση της ΕΚΤ δείχνει ότι από το 2008 ως το 2016 το μέγεθος του χρηματοπιστωτικού τομέα στην ευρωζώνη ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε από 5,3 σε 6,4 φορές το ΑΕΠ.
Μεγάλες αποκλίσεις ωστόσο υπάρχουν ανάμεσα στις διαφορετικές χώρες της ευρωζώνης. Στο ένα άκρο βρίσκεται το Λουξεμβούργο όπου ο χρηματοπιστωτικός τομέας είναι 250 φορές μεγαλύτερος του ΑΕΠ (χωρίς ωστόσο να εξαπολύονται μύδροι εναντίον του από το Βερολίνο ή τις Βρυξέλλες όπως συνέβαινε στις αρχές του 2013 με την Κύπρο) και στο άλλο άκρο η Λιθουανία όπου το μέγεθός του υπολείπεται του ΑΕΠ. Στο πρώτο άκρο ακολουθούν τέσσερις χώρες ακόμη, η Μάλτα, η Ιρλανδία, η Κύπρος και η Ολλανδία όπου ο χρηματοπιστωτικός τομέας υπερβαίνει το δεκαπλάσιο του ΑΕΠ.
Κερδίζει έδαφος ο ασφαλιστικός κλάδος
Στο εσωτερικό ωστόσο του χρηματοπιστωτικού τομέα σημειώθηκε μια σοβαρή αλλαγή, μια μετατόπιση βάρους από τις τράπεζες προς άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα όπως τα ασφαλιστικά ταμεία και οι ασφαλιστικές εταιρείες, που στο τέλος του 2016 το συνολικό ενεργητικό τους ανήλθε σε 10,2 τρισ. ευρώ, ενώ έχει σημασία η υψηλή του συγκέντρωση σε λίγες μόνο χώρες. Το 80% χαρακτηριστικά του ενεργητικού του εντοπίζεται σε 4 μόνο χώρες: Γαλλία και Γερμανία που η κάθε μία έχει το ένα τέταρτο του πανευρωπαϊκού ενεργητικού του και Ολλανδία και Ιταλία με 18% και 10%, αντίστοιχα. Έτσι, το ενεργητικό των τραπεζών της ευρωζώνης (σε ενοποιημένη βάση) μειώθηκε κατά 14% από το 2008, φθάνοντας τα 24,2 τρισ. ευρώ.
Τα δε πιστωτικά ιδρύματα της ευρωζώνης έγιναν με το πέρασμα του χρόνου ακόμη λιγότερα ή έγιναν ακόμη πιο …μεγάλα για να χρεοκοπήσουν, για να θυμηθούμε μια φράση που επαναλαμβανόταν το 2008 ως δικαιολογία των πιο δαπανηρών επιχειρήσεων διάσωσης που συντελέστηκαν ποτέ για να φτάσουμε μια δεκαετία μετά το μέγεθος της κάθε τράπεζας να έχει γίνει ακόμη μεγαλύτερο. Ειδικότερα, και σε μη ενοποιημένη βάση, από 6.768 το 2008 και 5.474 το 2015 τη χρονιά που μας πέρασε μειώθηκαν ακόμη παραπέρα φθάνοντας τα 5.073. Είναι μια μείωση της τάξης του 25%, από το 2008 ως το 2016, που αντίθετα με ό,τι θα περίμενε δεν έδωσε ώθηση στην κερδοφορία του κλάδου.
Με άλλα λόγια, καταγράφηκε μια μεγάλη συγκέντρωση οικονομικής επιρροής σε λιγότερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Είναι μια εξέλιξη που ισοδυναμεί με λιγότερη οικονομική δημοκρατία και περισσότερες εξουσίες στα χέρια της ολιγαρχίας του χρήματος να αποφασίζει για τους όρους της αγοράς, είτε αυτή αφορά επιχειρήσεις είτε καταναλωτές. Οι χώρες όπου σημειώθηκε η μεγαλύτερη μείωση ήταν η Ολλανδία (-112), η Γερμανία (-71) και η Αυστρία (-64). Διευρύνοντας ωστόσο την περίοδο αναφοράς και ξεκινώντας από το 2008 οι χώρες που πρωταγωνίστησαν στη συρρίκνωση των τραπεζών ήταν η Ολλανδία, η Ελλάδα, η Κύπρος και η Ισπανία, ενώ με μια απόσταση ακολουθούν Φινλανδία, Γαλλία, Ιταλία και Ιρλανδία.
Αναμενόμενη επομένως είναι και η πρωτιά της Ελλάδας, στη συγκέντρωση της τραπεζικής αγοράς, με κριτήριο το μερίδιο του ενεργητικού που διατηρούν οι πέντε μεγαλύτερες τράπεζες. Στην Ελλάδα λοιπόν, όπως φαίνεται στο διάγραμμα, φτάνει το 97% (καμία άλλη χώρα δεν έχει υψηλότερο) όταν στο άλλο άκρο της κλίμακας βρίσκεται η Γερμανία και το Λουξεμβούργο με 31% και 28% επίπεδο συγκέντρωσης, αντίστοιχα, ενώ ο μέσος όρος της ευρωζώνης είναι στο 48%.
Πρέπει ωστόσο να τονίσουμε ότι και πριν τον Αρμαγεδδώνα των εξαγορών και συγχωνεύσεων (που μείωσε τον αριθμό των τραπεζών από 36 το 2008 σε 18 το 2016 και των ξένων τραπεζικών καταστημάτων από 30 σε 20) ο βαθμός συγκέντρωσης του τραπεζικού τομέα στην Ελλάδα ήταν από τους υψηλότερους στην ευρωζώνη, φθάνοντας το 70%. Ουδέποτε με άλλα λόγια αγάπησε η ελίτ του χρήματος στην Ελλάδα τον ελεύθερο ανταγωνισμό, ενώ οι πιστωτές που πίνουν νερό στο όνομά του, είτε ως Τρόικα ή ως θεσμοί, όταν πρόκειται να καταργήσουν τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας που υποτίθεται ότι δημιουργούν στρεβλώσεις ή να μειώσουν τις αμοιβές, τον εξόρισε από τα γκισέ οριστικά και δια παντός…
«Δεν δανείζουν, δεν δανείζουν» οι ελληνικές τράπεζες
Με τις ευλογίες των ίδιων των πιστωτών μάλιστα, αποδεικνύονται πουκάμισο αδειανό οι εξαγγελίες των κυβερνητικών και οι διαφημίσεις των ίδιων των τραπεζών που συνόδευαν κάθε μία από τις τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις (που έχουν στοιχίσει πάνω από 50 δισ. ευρώ) που υποστήριζαν ότι άπαξ και σταθούν στα πόδια τους θα ωφεληθεί όλη η κοινωνία. Πρόκειται δηλαδή να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη, στηρίζοντας με νέα δάνεια την οικονομία… Φρούδες ελπίδες! Πρόσφατη ανακοίνωση της Τράπεζας της Ελλάδας (26 Οκτωβρίου 2017) για την τραπεζική χρηματοδότηση και τις καταθέσεις τον Σεπτέμβριο του 2017 δείχνει ότι οι τράπεζες εξακολουθούν να αποτελούν βαρίδι για την οικονομία. Συγκεκριμένα, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της συνολικής χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα διαμορφώθηκε στο -0,8%, όταν και τον προηγούμενο μήνα έφερε το ίδιο, αρνητικό πρόσημο.
Η απροθυμία των τραπεζών να χρηματοδοτήσουν τον ιδιωτικό τομέα την εποχή μάλιστα που έχει την μεγαλύτερη ανάγκη (λόγω της υψηλής ανεργίας και φορολογίας και της ευρύτερης πιστωτικής ασφυξίας) είναι εντελώς αδικαιολόγητη για δύο πολύ σαφείς λόγους.
Πρώτο, επειδή οι καταθέσεις αυξήθηκαν κατά 4,7% σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα, με την μηνιαία καθαρή ροή να είναι θετική κατά 36 εκ. ευρώ, έναντι θετικής καθαρής ροής 1,5 δις. ευρώ τον Αύγουστο του 2017. Λεφτά έχουν επομένως οι τράπεζες.
Δεύτερο, επειδή η γενική κυβέρνηση είχε μόνον θετική συμβολή καθώς η καθαρή ροή χρηματοδότησης των τραπεζών προς τη γενική κυβέρνηση ήταν αρνητική, ενώ οι καταθέσεις στα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα εκ μέρους της γενικής κυβέρνησης σημείωσαν αύξηση, κατά 6,2%! Να θυμίσουμε εδώ ένα επιχείρημα που επαναλαμβανόταν κατά κόρον από τους νεοφιλελεύθερους τα προηγούμενα χρόνια κι εξακολουθεί να επιβιώνει στα εγχειρίδια: ότι οι υψηλές δανειακές ανάγκες του δημοσίου προσθέτουν ένα επιπλέον κόστος στο δανεισμό του ιδιωτικού τομέα.
Μόνο που στη χρεοκοπημένη Ελλάδα ο δανεισμός του ιδιωτικού τομέα βαίνει μειούμενος ακόμη κι όταν η συμβολή του δημόσιου τομέα είναι θετική, ελέω ιδιωτικών τραπεζών, που συνεχίζουν να σφίγγουν τα λουριά του δανεισμού…