του Ανδρέα Κοσιάρη
Το φιάσκο με την Τράπεζα Θεμάτων των ενδοσχολικών εξετάσεων του Λυκείου, ανέδειξε εκ νέου το μοτίβο των δύο επικοινωνιακών παραπληροφορητικών αφηγήσεων που προωθεί ο επικοινωνιακός μηχανισμός της Νέας Δημοκρατίας σε όλη της τη θητεία — την αποποίηση ευθυνών και τους «πράκτορες».
«Δεν ξέραμε τίποτα/δεν φταίμε εμείς/δεν είμαστε κυβέρνηση»
Στην περίπτωση αυτή, η πρώτη αφήγηση εκφράστηκε καλύτερα από τη Νίκη Κεραμέως, αυτή τη φορά με τη «δικαιολογία» ότι πλέον υπάρχει υπηρεσιακή κυβέρνηση. Η πρώην υπουργός Παιδείας αρνήθηκε ακόμα και να σχολιάσει το συμβάν, λέγοντας στον δημοσιογράφο «Θεσμικά δεν με ρωτάτε, δεν είμαι υπουργός όπως ξέρετε, και το λέω για να μην παρεξηγηθώ».
Δεν νομίζουμε πως χρειάζεται να σχολιάσουμε πόσο γελοία είναι αυτή η δικαιολογία, όταν μιλάμε για την υπουργό που ήταν επικεφαλής του υπουργείου της επί τέσσερα χρόνια μέχρι πριν λίγες μέρες. Με τον ορισμό της υπηρεσιακής κυβέρνησης αλλάζει μονάχα το πρόσωπο του υπουργού — ολόκληρος ο μηχανισμός του υπουργείου, οι υπάλληλοι και γραμματείς, τα συστήματα και η γραφειοκρατία, η πολιτική του η ίδια, είναι απόλυτα ευθύνη της απερχόμενης υπουργού. Περαιτέρω, η άρνηση της Κεραμέως έστω να σχολιάσει, με πρόσχημα κάποια φανταστική «θεσμική» παρατυπία που θα διέπραττε εάν το έκανε, υποδηλώνει σαφώς τη θέληση να μην ειπωθεί κατά λάθος κάποια «πατάτα».
Η Νέα Δημοκρατία έχει επανειλημμένα χρησιμοποιήσει αυτή την τακτική, κυρίως με τη μορφή της «άγνοιας» του πρωθυπουργού για διάφορα σκάνδαλα, από τις υποκλοπές έως τους θανάτους εκτός ΜΕΘ στην πανδημία.
«Τι κάνει νιάου – νιάου στα κεραμίδια; Οι χάκερς»
Το δεύτερο αφηγηματικό σχήμα έχει περισσότερο ενδιαφέρον, κυρίως επειδή επιτρέπει στα ΜΜΕ, με τη συνεπικουρία των διαρροών από τον κρατικό μηχανισμό, να βάλουν τη φαντασία τους να δουλέψει και να εφεύρουν ιδιαίτερα μυθεύματα.
Το αφήγημα των «πρακτόρων» έχει επίσης χρησιμοποιηθεί σε κάθε δυνατή περίπτωση. Είτε πρόκειται για τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα σύνορα, είτε για την παρακολούθηση υποψήφιου πολιτικού αρχηγού, ο μηχανισμός προπαγάνδας είναι πάντα έτοιμος να διασπείρει «πληροφορίες» για ξένους πράκτορες.
Στην περίπτωση της Τράπεζας Θεμάτων οι πράκτορες έγιναν «χάκερς», αλλά το μοτίβο είναι ίδιο. Το τεχνικό του θέματος, που είναι δυσνόητο για μεγάλο μέρος του πληθυσμού — τους πάνω από μία ορισμένη ηλικία, αλλά και πολλούς κάτω από αυτήν — επιτρέπει ακόμα περισσότερη παραπληροφόρηση, εκούσια ή και ακούσια (καθώς πολλοί δημοσιογράφοι ανήκουν κι αυτοί στην ομάδα ανθρώπων που δεν καταλαβαίνει τι έχει συμβεί).
Έτσι, ακούσαμε για «165 εκατομμύρια χάκερς» από τον (πάντα πρόθυμο να μιλήσει με στόμφο για πράγματα που δεν γνωρίζει) Γιάννη Πρετεντέρη, προτού τον διορθώσει γελώντας η Ράνια Τζίμα.
Ή διαβάσαμε τον Θανάση Μαυρίδη στο liberal.gr να γράφει κείμενο με τίτλο «Κάποιος ξόδεψε πολλά λεφτά!», ισχυρισμό που συμπεριλαμβάνει πολλές φορές στο σώμα του κειμένου χωρίς ποτέ να διευκρινίζει τι σημαίνει «πολλά λεφτά» και πώς διάολο το ξέρει.
«Κάποιος έχει πολλά λεφτά και έχει αποφασίσει να τα ξοδέψει για να κάνει αισθητή την παρουσία του… Τι κάνει νιάου – νιάου στα κεραμίδια; Ποιος έχει τόσα λεφτά και τόσα μέσα; Και γιατί τον ενδιαφέρει τόσο πολύ η Ελλάδα;», γράφει ο Μαυρίδης.
Αν εσείς καταλάβατε ποιον εννοεί ο αρθρογράφος, πείτε το και σε εμάς, γιατί ο ίδιος δεν απαντάει στο «τι κάνει νιάου – νιάου στα κεραμίδια». Η αμέσως επόμενη παράγραφος είναι ακόμα πιο παρανοϊκή:
«Στα δύσκολα ερωτήματα δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις. Ωστόσο, υπάρχουν προφανείς απαντήσεις για το ποιος έχει την αντικειμενική δυνατότητα να αναλάβει ένα τέτοιο έργο. Σίγουρα πρόκειται για κάποιον που έχει εμπειρία, σημαντικούς οικονομικούς πόρους και οργάνωση. Δεν υπάρχουν πολλοί με αυτά τα χαρακτηριστικά!»
«Δύσκολα ερωτήματα», όπως «τι κάνει νιάου-νιάου στα κεραμίδια», δεν έχουν «εύκολες απαντήσεις», αλλά έχουν «προφανείς απαντήσεις» τις οποίες ο κ. Μαυρίδης δεν ενδιαφέρεται να μας δώσει. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι αναφέρεται ή στον Ερντογάν ή στον Πούτιν, αλλά δεν μπορούμε να εγγυηθούμε.
Τι μεγάλα νούμερα!
Σε αυτό το παραπληροφορητικό χάος βοηθάει πολύ και η απίστευτη και διαχρονική αδιαφάνεια του ελληνικού δημοσίου. Για την υπόθεση της Τράπεζας Θεμάτων έχουμε μέχρι στιγμής μία κοινή ανακοίνωση των υπουργείων Παιδείας και Θρησκευμάτων και Ψηφιακής Διακυβέρνησης για την επίθεση της Δευτέρας στην οποία γίνεται αναφορά σε «μέχρι και 280.000 συνδέσεις ανά δευτερόλεπτο» και άλλη μία κοινή ανακοίνωση για την επίθεση της Τρίτης στην οποία γίνεται αναφορά σε «165 εκατομμύρια χτυπήματα από 114 χώρες».
Τα νούμερα αυτά μπορεί να φαίνονται σπουδαία, αλλά για το θέμα που εξετάζουμε είναι τρομακτικά ασαφή και διαχειρίσιμου μεγέθους. Μια επίθεση DDoS (distributed denial-of-service — διανεμημένη άρνηση υπηρεσίας) γίνεται σε αδρές γραμμές με χιλιάδες υπολογιστές να προσπαθούν να συνδεθούν σε μία ιστοσελίδα, προκαλώντας υπερφόρτωση στις δυνατότητες του υπολογιστή ή του δικτύου που τη φιλοξενεί να ανταποκριθεί στον όγκο των επισκέψεων.
Οι υπολογιστές αυτοί μπορεί να είναι μηχανήματα που έχουν προσβληθεί από κάποιο κακόβουλο λογισμικό το οποίο δίνει στους «χάκερς» τη δυνατότητα να ελέγχουν μέρος της λειτουργίας τους, ή δίκτυα μηχανημάτων υπό τον άμεσο έλεγχο των επιτιθέμενων.
Στην περίπτωσή μας, το μέγιστο των «280.000 συνδέσεων ανά δευτερόλεπτο» δείχνει μια μικρή επίθεση, επ’ ουδενί έναν πρωτοφανή και ακατανίκητο όγκο. Οι εταιρείες που εξειδικεύονται στην απόκρουση τέτοιων επιθέσεων αυτά τα νούμερα τα θεωρούν παιχνιδάκι. Όπως είπαμε πιο πάνω, όμως, είναι και εξαιρετικά ασαφές. Για πόση ώρα διεξαγόταν αυτή η επίθεση; Για πόση ώρα ήταν η επίθεση σε αυτό το (όχι ιδιαίτερα μεγάλο) μέγιστο των 280.000 επισκέψεων ανά δευτερόλεπτο;
Και η ανακοίνωση της Τρίτης μοιάζει ακόμα περισσότερο φτιαγμένη για να θολώσει το τοπίο. Αφενός οι «114 χώρες» (που στα ΜΜΕ έγιναν μέσω «πληροφοριών» 140 εντός της ημέρας) είναι στοιχείο πραγματικά ανούσιο. Η προέλευση των επιθέσεων πάντοτε καμουφλάρεται ως προερχόμενη από διαφορετικές χώρες — δεν έχει απολύτως καμία σημασία το από ποιες τοποθεσίες φαίνεται πως προέρχεται η επίθεση. Και αφετέρου τα «165 εκατομμύρια χτυπήματα» είναι ένα ξεκάθαρα χειραγωγημένο νούμερο για να μεγαλοποιηθεί η εικόνα της επίθεσης. Κανείς δεν μετράει τέτοιου είδους επιθέσεις με συνολικό αριθμό χτυπημάτων.
Η ανακοίνωση των υπουργείων δεν το αναφέρει, όμως στα ΜΜΕ μέχρι το βράδυ κυκλοφορούσε πλέον η πληροφορία πως αυτό το νούμερο αφορά χρόνο μιας ώρας. Αν κάνει κανείς τις διαιρέσεις προκύπτει ένας μέσος όρος περίπου 46.000 επισκέψεων το δευτερόλεπτο. Αριθμός πολύ, μα πολύ μικρός.
Εν συνόλω, όμως, δεν γνωρίζουμε κατ’ ουσίαν τίποτα το ξεκάθαρο για αυτές τις επιθέσεις — γιατί κανείς δεν δίνει ξεκάθαρα στοιχεία και οι ανακοινώσεις των υπουργείων χρησιμοποιούνται ως επικοινωνιακό εργαλείο για να ταϊστεί το μυθιστορηματικό δαιμόνιο των ΜΜΕ.
Είπαμε ότι η επίθεση κόστισε πολλά λεφτά;
Κάπου εδώ θα πρέπει να επιστρέψουμε στον Θανάση Μαυρίδη και το κείμενό του. «Πολλά λεφτά!» κόστισαν σύμφωνα με τον κ. Μαυρίδη αυτές οι επιθέσεις. Από πού προκύπτει όμως αυτό; Έχει ο κ. Μαυρίδης κάποιες ιδιαίτερες γνώσεις επί του θέματος;
Διότι αν κανείς πραγματοποιήσει μια σύντομη έρευνα, μπορεί να βρει ενδεικτικές τιμές για τις οποίες πουλιούνται τέτοιου είδους υπηρεσίες. Λόγου χάριν, το ηλεκτρονικό περιοδικό Privacy Affairs εκδίδει τακτικά κατάλογο με το μέσο κόστος διαφόρων παράνομων υπηρεσιών μέσω του λεγόμενου «σκοτεινού διαδικτύου». Το 2022, μια επίθεση σε καλά προστατευμένο ιστότοπο, μεγέθους 20-50.000 συνδέσεων ανά δευτερόλεπτο (μικρή δηλαδή), κόστιζε κατά μέσο όρο 200 δολάρια για 24 ώρες. Οι τιμές στο πρώτο τρίμηνο του 2023 έπεσαν λίγο.
Η πλατφόρμα της Τράπεζας Θεμάτων του ΙΕΠ, δεν φαίνεται να ήταν προστατευμένη. Επίθεση παρόμοιου μεγέθους σε μη προστατευμένες ιστοσελίδες κοστίζει κατά μέσο όρο 10 δολάρια την ώρα. Μιλάμε για πακτωλό χρημάτων, αναμφίβολα.
Βέβαια, οι αναγνώστες του Θανάση Μαυρίδη, ή των λοιπών δημοσιολογούντων που ξεχύθηκαν από χθες να χτίσουν το παραμύθι τους πάνω στο παραμύθι των υπουργείων, δεν πρόκειται να αναρωτηθούν πώς ξέρει ο αρθρογράφος ότι χρειάζονται «πολλά λεφτά», ούτε θα ψάξουν να βρουν πόσα λεφτά όντως κοστίζει.
Θα ακούσουν για θέματα τεχνολογίας που δεν κατανοούν — θα ακούσουν για «εκατομμύρια χτυπήματα», «140 χώρες», «πράκτορες χάκερς», «πολλά λεφτά» και θα συμπεράνουν κι αυτοί «τι κάνει νιάου-νιάου στα κεραμίδια». Η απάντηση του καθενός θα είναι διαφορετικό «ζώο» και το οργανωμένο χάος της παραπληροφόρησης θα έχει κάνει τη δουλειά του — που είναι η πλήρης συσκότιση.