του Ανδρέα Κοσιάρη
Οργισμένα αντέδρασε η κυβέρνηση της Ναμίμπια στην απόφαση της γερμανικής κυβέρνησης να υποστηρίξει το Ισραήλ ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου, στην προσφυγή που κατέθεσε εναντίον του η Νότια Αφρική με την κατηγορία της γενοκτονίας κατά των Παλαιστινίων στη Γάζα.
«Στο έδαφος της Ναμίμπια, η Γερμανία διέπραξε την πρώτη γενοκτονία του 20ού αιώνα το 1904-1908, κατά την οποία δεκάδες χιλιάδες αθώοι πέθαναν υπό τις πιο απάνθρωπες και βάναυσες συνθήκες. Η γερμανική κυβέρνηση δεν έχει ακόμη εξιλεωθεί πλήρως για τη γενοκτονία που διέπραξε στο έδαφος της Ναμίμπια», δήλωσε στις 13 Ιανουαρίου ο πρόεδρος της νοτιοαφρικανικής χώρας, Χάγκε Γκέινγκομπ, και συνέχισε εκφράζοντας «βαθιά ανησυχία για τη σοκαριστική απόφαση» της γερμανικής κυβέρνησης να απορρίψει «το ηθικά ορθό κατηγορητήριο» εναντίον του Ισραήλ, «υπό το πρίσμα της ανικανότητας της Γερμανίας να αντλήσει διδάγματα από τη φρικτή ιστορία της».
Την προηγούμενη ημέρα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέφεν Χέμπεστραϊτ είχε ανακοινώσει πως η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Γερμανίας «απορρίπτει κατηγορηματικά» την κατηγορία κατά του Ισραήλ για γενοκτονία. «Δεν έχει καμία βάση», δήλωσε και ανακοίνωσε πως η χώρα του θα λάβει μέρος προς υποστήριξη του Ισραήλ στην ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου.
Διαδοχικές γερμανικές κυβερνήσεις έχουν στηρίξει επί δεκαετίες το κράτος του Ισραήλ, με αποζημιώσεις δισεκατομμυρίων, παροχές και πωλήσεις όπλων, στήριξη σε διεθνείς οργανισμούς, και ίσως πιο σημαντικά, εντατικές προσπάθειες αποσιώπησης και ποινικοποίησης της κριτικής στις πράξεις του κράτους του Ισραήλ, με τη χρήση μιας επεκτατικής ερμηνείας της έννοιας του «αντισημιτισμού». Το 2023 η Γερμανία δεκαπλασίασε τις πωλήσεις όπλων στο Ισραήλ, που έφτασαν στα 300 εκατομμύρια ευρώ, με την πλειοψηφία των πωλήσεων να γίνονται έπειτα από την έναρξη της παρούσας επίθεσης στη Γάζα.
Η «τυφλή» αυτή στήριξη, που διαπερνά το γερμανικό πολιτικό σύστημα, παρουσιάζεται ως «επανόρθωση» μιας χώρας μετανοημένης για το έγκλημα του Ολοκαυτώματος. Όμως η παρέμβαση της Ναμίμπια έρχεται να θυμίσει πως η γενοκτονία έξι εκατομμυρίων Ευρωπαίων Εβραίων και 11 ακόμη εκατομμυρίων άλλων ομάδων (Σοβιετικών πολιτών και αιχμαλώτων, Ρομά, Πολωνών, ομοφυλόφιλων κ.α.) δεν είναι το μοναδικό έγκλημα στην ιστορία της Γερμανίας — μονάχα το μοναδικό για το οποίο είναι τόσο πρόθυμη να δηλώσει «μετάνοια».
Η Γερμανία κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών της σημερινής Ναμίμπια το 1884, δημιουργώντας την αποικία της Γερμανικής Νοτιο-Δυτικής Αφρικής. Εκεί, οι Γερμανοί διέπραξαν μεταξύ 1904 και 1907 τη λεγόμενη «πρώτη γενοκτονία του 20ού αιώνα», εξολοθρεύοντας 65.000-100.000 μέλη της φυλής Χερέρο, που αντιπροσώπευαν έως και το 80% του συνολικού πληθυσμού της φυλής, και τουλάχιστον 10.000 της φυλής Νάμα, που αντιπροσώπευαν το 35-50% του συνολικού πληθυσμού της. Μεταξύ άλλων, ενώ πολλοί άνδρες των δύο φυλών εκτελέστηκαν, οι γυναίκες και τα παιδιά οδηγήθηκαν και αποκλείστηκαν από τους Γερμανούς στην έρημο Ναμίμπ, όπου πέθαναν από ασιτία, δίψα και ασθένειες. Οι επιζώντες οδηγήθηκαν εν τέλει σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου λειτουργούσαν ως σκλάβοι εργάτες για τον γερμανικό στρατό και τους εποίκους. Στα στρατόπεδα αυτά πραγματοποιούνταν και ιατρικά πειράματα, εμποτισμένα από τις θεωρίες του κυρίαρχου την εποχή εκείνη «επιστημονικού ρατσισμού».
Αν τα παραπάνω σας θυμίζουν όσα έκανε η ναζιστική Γερμανία μερικές δεκαετίες μετά, η σύνδεση δεν είναι καθόλου τυχαία — πολλές από τις πρακτικές των Ναζί ήταν εμπνευσμένες από τις πρακτικές της αυτοκρατορικής Γερμανίας, αλλά και από αυτές της Βρετανίας και των ΗΠΑ. Αντίθετα με το Ολοκαύτωμα, όμως, η Γερμανία αρνούνταν επί πάνω από έναν αιώνα να παραδεχτεί τα εγκλήματά της στη Ναμίμπια — και όπως θυμίζει και ο πρόεδρος Γκέινγκομπ, δεν έχει εξιλεωθεί για αυτά της τα εγκλήματα.
Μόλις το 2021, η γερμανική κυβέρνηση ζήτησε επισήμως «συγγνώμη» και παραδέχτηκε πως οι πράξεις της Γερμανίας στη Ναμίμπια αποτελούσαν «γενοκτονία». Αντί, όμως, να παράσχει αποζημιώσεις και ακλόνητη διπλωματική υποστήριξη, η Γερμανία υποσχέθηκε να «επενδύσει» το πενιχρό ποσό του 1,1 δισ. ευρώ σε βάθος 30ετίας σε προγράμματα ανοικοδόμησης και ανάπτυξης.
«Είναι μια μαύρη γάτα σε σακί αντί για αποζημιώσεις, για ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας», είχε δηλώσει τότε ο ηγέτης της φυλής των Χερέρο, Βεκούιι Ρουκόρο. «Κανένας Αφρικανός που σέβεται τον εαυτό του δεν θα δεχτεί μια τέτοια προσβολή στην εποχή μας από ένα λεγόμενο πολιτισμένο ευρωπαϊκό έθνος», είχε συμπληρώσει.
Η διαφορετική αντιμετώπιση από το ίδιο κράτος δύο παρόμοιας φύσης εγκλημάτων του, αναδεικνύει τουλάχιστον την ύπαρξη δύο μέτρων και δύο σταθμών σε ό,τι αφορά τη «μεταμέλεια» αυτού του κράτους. Το γιατί η Γερμανία είναι εξαιρετικά πρόθυμη να επανορθώσει για τη βιομηχανοποιημένη δολοφονία κατοίκων της Ευρώπης, αλλά όχι και τόσο πρόθυμη να το κάνει για τη βιομηχανοποιημένη δολοφονία κατοίκων της Αφρικής, είναι ίσως ανοιχτό σε ερμηνείες.
Όμως μία ερμηνεία έρχεται κάπως αβίαστα στον νου, και αν ισχύει, προσφέρεται ερμηνευτικά και για τη στάση της Γερμανίας στη γενοκτονία των Παλαιστίνιων από το Ισραήλ. Ίσως, λοιπόν, σε αυτά τα δύο μέτρα και δύο σταθμά να εμπεριέχεται μια (μικρή ή μεγάλη) δόση ρατσισμού — ίσως τα θύματα του Ολοκαυτώματος να είναι στα μάτια της σύγχρονης Γερμανίας θύματα Δυτικά, «δικά της», τμήμα της, με έναν τρόπο που οι Χερέρο και οι Νάμα δεν θα μπορούσαν ποτέ να είναι. Όπως δεν θα μπορούσαν, μάλλον, να είναι και οι Παλαιστίνιοι, που θύτης τους είναι το χαρακτηρισμένο «τελευταίο προπύργιο της Δύσης στη Μέση Ανατολή».
Ένα προπύργιο που η Δύση φαίνεται πρόθυμη να υπερασπιστεί μέχρι τέλους, όσα εγκλήματα κι αν εκείνο πράξει. Πλάι στη Γερμανία στέκονται δύο άλλα μεγαθήρια της αποικιοκρατίας και των γενοκτονικών εγκλημάτων, οι ΗΠΑ και η Βρετανία. Αμφότερες δεν έχουν εξιλεωθεί για τα εγκλήματα του μακρινού παρελθόντος — ούτε φυσικά για εκείνα του κοντινότερου παρελθόντος και του παρόντος. Η λογοδοσία του αγαπημένου τους συμμάχου, εκτός των άλλων θα άνοιγε τον δρόμο και για τη δική τους λογοδοσία.