του Ανδρέα Κοσιάρη
Περισσότεροι από 1.000 άνθρωποι συνεχίζουν να αγνοούνται στο νησί Μάουι της Χαβάης, δέκα μέρες αφότου μια μεγάλη πυρκαγιά κατέστρεψε ολοσχερώς την τουριστική πόλη Λαχάινα, στα δυτικά του νησιού.
Τα επιβεβαιωμένα θύματα έχουν φτάσει τα 111, ενώ οι έρευνες δεν έχουν καλύψει ακόμα ούτε το 50% της πληγείσας περιοχής της πόλης. Σύμφωνα με αναφορές των αμερικανικών μέσων η πλειοψηφία των αγνοούμενων αποτελείται από παιδιά και ηλικιωμένους. Αν επιβεβαιωθεί το χειρότερο σενάριο, θα πρόκειται για τον μεγαλύτερο φόρο αίματος από πυρκαγιά στην ιστορία των ΗΠΑ και έναν από τους μεγαλύτερους στη σύγχρονη ανθρώπινη ιστορία.
Η πυρκαγιά, που ενισχύθηκε από τους ισχυρούς ανέμους του τυφώνα Ντόρα που περνούσε νοτίως του αρχιπελάγους και ευνοήθηκε από συνθήκες ξηρασίας, φαίνεται πως ξεκίνησε από καλώδια ρεύματος, μία από τις πιο συνηθισμένες αιτίες πρόκλησης πυρκαγιών, ειδικά στις ΗΠΑ των ιδιωτικοποιημένων συστημάτων ηλεκτροδότησης. Η εταιρεία Hawaiian Electric, που παρέχει το 95% της ηλεκτροδότησης του αρχιπελάγους, κατηγορείται πως αγνόησε τις προειδοποιήσεις για ισχυρούς ανέμους και συνέχιζε να κρατά το δίκτυό της ενεργό ακόμα και όταν ενημερώθηκε για πεσμένα καλώδια.
Συνολικά περισσότερα από 2.200 κτίρια έχουν καταστραφεί, ενώ η πυρκαγιά μαίνεται ακόμα κοντά στην πόλη Κούλα, 40 χλμ. ανατολικά της Λαχάινα. Η καταστροφή έχει αφήσει χιλιάδες ανθρώπους ανέστιους, οι οποίοι πλέον αντιμετωπίζουν και την απειλή του «καπιταλισμού της καταστροφής» («disaster capitalism»), με πλούσιους «επενδυτές» να σπεύδουν να εξαγοράσουν κοψοχρονιά την κατεστραμμένη γη ώστε να κερδοσκοπήσουν ακόμα περισσότερο.
Όπως τόνιζε η Ναόμι Κλάιν, που εφηύρε τον όρο «disaster capitalism», σε πρόσφατο άρθρο της στον Guardian μαζί με την Καπούα’αλα Σπρόουτ, καθηγήτρια Ιθαγενικού Χαβανέζικου και Περιβαλλοντικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Χαβάης, ο «καπιταλισμός της καταστροφής» αν και έχει σύγχρονο όνομα είναι εντούτοις μία παμπάλαια τακτική, και έχει την ευθύνη όχι μόνο για το μέλλον της Χαβάης μετά την καταστροφή, αλλά και για όσα συνέβησαν μέχρι αυτή να έρθει.
Από τις αρχές του 19ου αιώνα, εταιρείες λευκών που έφτασαν στη Χαβάη ως ιεραπόστολοι κυριαρχούσαν στην οικονομία των νησιών μέσω κυρίως των φυτειών ζάχαρης. Οι πέντε μεγαλύτερες από αυτές τις εταιρείες, γνωστές ως «the Big Five», λειτουργούσαν ένα είδος άτυπης ολιγαρχίας στα νησιά, καταναλώνοντας αφειδώς πόρους και πηγές, και πραγματοποιώντας μια έμμεση γενοκτονία των αυτοχθόνων. Κυρίως μέσω ασθενειών, αλλά και μέσω της χρήσης τους ως εργάτες στις φυτείες, ο πληθυσμός των αυτοχθόνων στα νησιά της Χαβάης αποδεκατίστηκε κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα: στις αρχές του αριθμούσε μεταξύ 300.000 και ενός εκατομμυρίου, ενώ στο τέλος του είχαν απομείνει λιγότεροι από 40.000.
Οι εταιρικοί απόγονοι των «Big Five» κυριαρχούν ακόμα, συχνά υπό την ιδιοκτησία πολυεθνικών πλέον, στην εκμετάλλευση των πηγών πλούτου του αρχιπελάγους, με σημαντικότερη την υπερεκμετάλλευση του νερού. Ειδικά στο δυτικό τμήμα του Μάουι, όπου χτύπησε η καταστροφική φετινή πυρκαγιά, η οικολογία της περιοχής έχει προ πολλού αφήσει πίσω το υγρό και τροπικό κλίμα που κυριαρχούσε κάποτε. «Η Λαχάινα, κάποτε γνωστή ως Βενετία του Ειρηνικού, έχει μεταμορφωθεί σε μια ξερή έρημο, γεγονός που την έχει καταστήσει τόσο ευάλωτη στη φωτιά», γράφουν οι Κλάιν και Σπρόουτ.
Από τη δεκαετία του 1970 κι έπειτα, οπότε κατέρρευσε η επιδοτούμενη από το αμερικανικό κράτος αγορά της ζάχαρης, η υπερεκμετάλλευση του νερού της Χαβάης δεν αφορά πλέον τόσο φυτείες, αλλά κυρίως τουριστικά θέρετρα, γήπεδα γκολφ και άλλα επιχειρηματικά σχέδια υψηλής κατανάλωσης νερού. Εδώ και σχεδόν δύο αιώνες, οι αυτοχθονικές κοινότητες της Χαβάης έχουν περιορισμένη πρόσβαση σε νερό, το οποίο πηγαίνει κατά προτεραιότητα στα επιχειρηματικά συμφέροντα. Τα συστήματα ύδρευσης διέπονται από ιδιοκτησιακό και νομικό καθεστώς που πηγαίνει πίσω στην εποχή των φυτειών — ως αποτέλεσμα, πολλές κοινότητες, ειδικά στο δυτικό τμήμα του Μάουι (Μάουι Κομοχάνα στη γλώσσα των ντόπιων) δεν έχουν πρόσβαση σε τρεχούμενο νερό στα σπίτια τους, ούτε διέθεταν πυροσβεστικούς κρουνούς την ώρα που η πυρκαγιά πλησίαζε.
Έπειτα από δεκαετίες νομικών μαχών και οργάνωσης στη βάση των αυτοχθονικών κοινοτήτων, οι κάτοικοι του Δυτικού Μάουι είχαν επιτύχει τον Ιούνιο του 2022 την εφαρμογή ενός νέου μοντέλου αδειών υδροδότησης, που ήλπιζαν πως θα τερματίσει την εταιρική ασυδοσία και εκμετάλλευση. Το Δυτικό Μάουι χαρακτηρίστηκε περιοχή διαχείρισης επιφανειακών και υπόγειων υδάτων, κάτι που σήμαινε πως πλέον θα προστατεύονταν τα δικαιώματα των αυτοχθόνων στη χρήση νερού, πάνω από τις διαθέσεις εκτροπής και υπερεκμετάλλευσής του από τα εταιρικά συμφέροντα.
Η πυρκαγιά, όμως, που δημιουργήθηκε εν μέρει και από την υπερεκμετάλλευση νερού, έδωσε στις εταιρείες αφορμή για να επανακτήσουν όσα φαινόταν πως χάνουν. Με την κήρυξη της Χαβάης σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, η κυβέρνηση της Πολιτείας ανέστειλε και την ισχύ μιας σειράς νόμων κατά τη διάρκειά της. Μεταξύ αυτών, ήταν και ο πολιτειακός Κώδικας Νερού.
Οι εταιρείες, αυτοί οι απόγονοι των εταιρειών φυτειών που καταδυνάστευαν ιστορικά το αρχιπέλαγος, έσπευσαν αμέσως να εκμεταλλευτούν αυτήν την αναστολή ώστε να ακυρώσουν όλα όσα οι κάτοικοι κέρδισαν με τους αγώνες τους. Αιτήθηκαν και πέτυχαν την αναστολή προστασίας των ρεμάτων στο Δυτικό Μάουι, επιτρέποντάς τους να τα εκτρέψουν για να γεμίσουν τις ιδιωτικές δεξαμενές των θερέτρων τους. Και ζητούν τώρα την πλήρη ακύρωση του χαρακτηρισμού της περιοχής ως περιοχή διαχείρισης, ώστε να μη χάσουν την αποκλειστικότητα της υπερεκμετάλλευσης των υδάτινων πόρων. «Θα ήθελα πολύ να το δω να εξαφανίζεται», δήλωσε για τον χαρακτηρισμό, μετά την πυρκαγιά, στέλεχος της West Maui Land Co (WML), εταιρείας που δραστηριοποιείται στην ανάπτυξη ακινήτων (πολυτελή ξενοδοχεία, γήπεδα γκολφ κ.ο.κ.) αλλά και στη διαχείριση ιδιωτικών εταιρειών ύδρευσης στο Δυτικό Μάουι. Η WML πρωτοστατεί στις προσπάθειες ακύρωσης της προστασίας των υδάτινων πόρων της περιοχής.
Οι κάτοικοι του Δυτικού Μάουι δεν το βάζουν κάτω. Βασισμένοι στην «αλόχα ‘άινα» (κυριολεκτικά, «αγάπη για τη γη»), κεντρική ιδέα της αυτοχθονικής χαβανέζικης σκέψης που προτάσσει μια ιερή σχέση των ανθρώπων με το περιβάλλον και την τοπική κουλτούρα, οι ντόπιοι είναι αποφασισμένοι να πολεμήσουν ενάντια στην ακόμα μεγαλύτερη επέκταση των ιδιωτικών συμφερόντων στην περιοχή τους. Το νερό είναι μια από τις σημαντικότερες μάχες — όμως ταυτόχρονα, πρέπει να αμυνθούν απέναντι στις επιθέσεις μια στρατιάς «επενδυτών» που εκβιάζουν τους ανέστιους κατοίκους για να αγοράσουν κοψοχρονιά την ακίνητη περιουσία τους που ακόμα καπνίζει από την πυρκαγιά. Και να το κάνουν χωρίς βοήθεια από την κυβέρνηση είτε της Πολιτείας είτε των Ηνωμένων Πολιτειών, που αμφότερες προκρίνουν τα εταιρικά συμφέροντα πάνω από τα συμφέροντα των κατοίκων και του περιβάλλοντος.