Τον Αύγουστο του 1973, το κομμουνιστικό κόμμα της Ιταλίας έριξε όλες τις δυνάμεις του για να σώσει τους κατοίκους της Νάπολης από την επιδημία χολέρας. Πώς θα έκριναν εκείνοι οι κομμουνιστές τη στάση της σύγχρονης Αριστεράς και της αναρχίας απέναντι στην πανδημία του κορονοϊού;
Μια μικρή κόκκινη σημαία με ένα σφυροδρέπανο κυμάτιζε σε μια από τις πιο εξαθλιωμένες γειτονιές της Νάπολης. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι από ένα ηχείο, της κακιάς ώρας, θα ακουγόταν και κάποιο από τα ιστορικά τραγούδια του ιταλικού κομμουνιστικού κόμματος –ίσως το «Bella Ciao».
Ήταν Αύγουστος του 1973 και η πόλη γνώριζε, για άλλη μια φορά, μια επιδημία χολέρας –ίσως την τελευταία που θα απασχολούσε μια βιομηχανική χώρα της Δύσης. Η κόκκινη σημαία, δίπλα στην οποία έστεκαν υπομονετικά εκατοντάδες άτομα, είχε στηθεί σε ένα από τα δεκάδες εμβολιαστικά κέντρα που είχε δημιουργήσει το τοπικό κομμουνιστικό κόμμα, καλώντας όλους τους πολίτες να εμβολιαστούν.
Στην «οπισθοδρομική» Νάπολη της δεκαετίας του ’70, αρκετοί θα προτιμούσαν να εναποθέσουν τις ελπίδες τους στην καθολική εκκλησία και τον προστάτη της πόλης, τον Άγιο Ιανουάριο. Οι κομμουνιστές, όμως, είχαν διαφορετική γνώμη (και ευτυχώς δεν χρειάστηκε να συγκρουστούν με την εκκλησία, η οποία επίσης μετέτρεψε αρκετούς από τους ναούς της σε εμβολιαστικά κέντρα).
Το Κομμουνιστικό Κόμμα, βέβαια, δεν ήταν μόνο του στη μάχη απέναντι στη χολέρα. Ο αμερικανικός Έκτος Στόλος είχε μετατρέψει αρκετά από τα πλοία του, που βρίσκονταν ελλιμενισμένα στην περιοχή, σε εμβολιαστικά κέντρα για τους κατοίκους της πόλης. Το ιατρικό προσωπικό των πλοίων, μάλιστα, χρησιμοποιούσε ειδικά «πιστόλια» εμβολίων, τα οποία είχε αναπτύξει για το Βιετνάμ, με τα οποία μπορούσε να εμβολιάζει 30.000 άτομα σε λιγότερο από πέντε ώρες.
Το αποτέλεσμα αυτής της υπερπροσπάθειας, που συντελέστηκε πριν από σχεδόν μισό αιώνα, είναι συγκλονιστικό ακόμη και για τα σημερινά δεδομένα. Το 80% του πληθυσμού της πόλης, δηλαδή περίπου 900.000 άνθρωποι, εμβολιάστηκαν σε διάστημα πέντε ημερών. Παρά το γεγονός ότι η εγκατάλειψη και η σχεδόν τριτοκοσμική βρομιά που επικρατούσε στις φτωχογειτονιές αποτελούσε ιδανικό εκκολαπτήριο για την εξάπλωση της χολέρας, τελικά από την επιδημία πέθαναν μόνο 24 άτομα. Όπως έγραφε πρόσφατα η ανταποκρίτρια του Politico στη Νάπολη, Χάνα Ρόμπερτς, ο μικρός αριθμός θυμάτων «οφείλεται ως έναν βαθμό στο αμερικανικό πολεμικό ναυτικό, το ιταλικό κομμουνιστικό κόμμα και την έλλειψη εμβολιαστικού σκεπτικισμού».
Αξίζει να σημειωθεί ότι, παρά το γεγονός ότι το εμβόλιο κατά της χολέρας έχει χαμηλότερο ποσοστό αποτελεσματικότητας από τα σημερινά εμβόλια για τον κορονοϊό (85% προστασία τους πρώτους έξι μήνες που πέφτει στο 50% στον πρώτο χρόνο), κανείς δεν θα διανοούνταν τότε να απορρίψει τον εμβολιασμό, λέγοντας ότι «κολλάνε και οι εμβολιασμένοι».
Εκείνο τον Αύγουστο του 1973, οι αριστερές δυνάμεις της Νάπολης και όλης της Ιταλίας είχαν μια μοναδική ευκαιρία να κάνουν σκληρή αντιπολίτευση. Η κυβέρνηση είχε αποτύχει παταγωδώς να ενημερώσει έγκαιρα τον πληθυσμό για την επιδημία, η οποία εξαπλωνόταν λόγω της εγκατάλειψης της Νάπολης και των ανεπαρκών δομών πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Όπως συνέβαινε και τον 19ο αιώνα (όταν ο αναρχικός Μαλατέστα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή του για να περιθάλπει τα θύματα της χολέρας), τα αίτια της πανδημίας ήταν πρωτίστως ταξικά και αυτή τη φορά μπορούσαν να το αποδείξουν με επιστημονικά στοιχεία.
Η ιταλική Αριστερά θα μπορούσε επίσης να στηλιτεύσει την υποκριτική στάση του αμερικανικού Πενταγώνου, το οποίο σκότωνε χιλιάδες παιδιά με βόμβες ναπάλμ στο Βιετνάμ, ενώ την ίδια στιγμή φορούσε τη στολή του γιατρού και του νοσοκόμου για τον πληθυσμό της Νάπολης.
Η ηγεσία του κομμουνιστικού κόμματος άσκησε αυτή την κριτική, ως όφειλε, αλλά έκρινε ότι προτεραιότητα ήταν να σηκώσει τα μανίκια, να κατέβει στον δρόμο και να σώσει όσες περισσότερες ανθρώπινες ζωές μπορούσε. Ίσως γιατί καταλάβαινε ότι, αν θες να ανατρέψεις το καπιταλιστικό σύστημα, που παράγει τις επιδημίες χολέρας μέσω των ανισοτήτων που το ίδιο δημιουργεί, πρέπει να κρατήσεις στη ζωή αυτούς που θα το πολεμήσουν. Η Αριστερά της Νάπολης σήκωσε στους ώμους της την ιστορική ευθύνη που της αναλογούσε.
Καθώς βέβαια δεν βρισκόμασταν στη Νάπολη το 1973, έχουμε ορισμένες εύλογες απορίες που θα θέλαμε να μοιραστούμε. Θα ανεχόταν η ιταλική Αριστερά της δεκαετίας του ’70 να υπάρχουν στους κόλπους της άνθρωποι που θα αμφισβητούσαν δημοσίως την αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα των εμβολίων –αντιπροτείνοντας λόγου χάρη τη θεραπεία με αντιβιοτικά, αντί για την πρόληψη με τα εμβόλια; Θα τυπώνονταν στις κόκκινες γειτονιές της Νάπολης αφίσες που θα μιλούσαν για «υγειονομικό απαρτχάιντ» και θα συνέκριναν τον μαζικό εμβολιασμό με τα εγκλήματα των ναζί και τις δίκες της Νυρεμβέργης; Θα υπήρχαν έντυπα της Αριστεράς, στα οποία συντάκτες θα έβαζαν τη λέξη «εμβόλια» σε εισαγωγικά; Θα έδινε κανείς σημασία στον (30χρονο τότε) Ιταλό φιλόσοφο, Τζόρτζιο Αγκάμπεν, εάν τους έλεγε ότι τα νοσοκομεία λειτουργούν με το μοντέλο των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης; Θα επέτρεπαν σε αποκαλούμενους αριστερούς και αναρχικούς να κατεβαίνουν σε συγκεντρώσεις ναζιστών εναντίον του εμβολιασμού; Θα έβγαιναν οι δοκησίσοφοι της εποχής να αρνηθούν «τον ευεργετικό ρόλο τη ιατρικής» και εν τέλει της επιστήμης στο σύνολό της, με το πρόσχημα ότι έχουν μετατραπεί σε «διαφημιστές» των φαρμακοβιομηχανιών; Και εν τέλει θα θυμόταν κανένας τους κομμουνιστές στη Νάπολη ύστερα από μισό αιώνα, εάν είχαν αρκεστεί σε κριτική της κυβέρνησης, χωρίς να βρεθούν στην πρώτη γραμμή της μάχης;
Δεν ξέρουμε αν συνέβησαν ή θα μπορούσαν να συμβούν όλα αυτά, γιατί δεν ήμασταν εκεί. Γνωρίζουμε επίσης ότι η χολέρα δεν είναι κορονοϊός και η πρόληψη και η αντιμετώπιση διαφέρει ανάμεσα σε μεταδιδόμενες ασθένειες, τουλάχιστον σε επιμέρους ζητήματα. Το ερώτημα που κυρίως μας απασχολεί σήμερα, όμως, δεν είναι αν δικαιούμαστε να συγκρίνουμε δύο ασθένειες, αλλά αν δικαιούμαστε να συγκρίνουμε τους κομμουνιστές της δεκαετίας του ’70 με τμήματα της Αριστεράς τού σήμερα.
►Info:
Διαβάστε
Ο Αμερικανός κοινωνιολόγος Μπράτον Μπένγιαμιν αναλύει με όρους Πολιτικής Φιλοσοφίας τον ανορθολογισμό αλλά και τη στάση της σύγχρονης Αριστεράς απέναντι στην πανδημία.