του Ανδρέα Κοσιάρη
Οι φαρμακοβιομηχανίες Pfizer και Moderna, που παράγουν τα εμβόλια mRNA κατά της COVID-19, ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να αυξήσουν την τιμή πώλησης των σκευασμάτων τους στις ΗΠΑ κατά ποσοστό που αγγίζει ή και ξεπερνά το 400%, καθώς πλέον το αμερικανικό κράτος αποσύρεται από την απευθείας αγορά και διάθεση αυτών των εμβολίων.
Συγκεκριμένα, στα μέσα Ιανουαρίου η Pfizer ανακοίνωσε αύξηση της τιμής πώλησης του mRNA εμβολίου της, που από τα 30,48 δολάρια στο τελευταίο συμβόλαιο αγοράς με το αμερικανικό κράτος, θα πωλείται πλέον σε τιμή που θα κυμαίνεται ανάμεσα στα 110 και τα 130 δολάρια. Η αύξηση αυτή έρχεται να προστεθεί στις ήδη εφαρμοσμένες αυξήσεις εντός της πανδημίας, καθώς το πρώτο συμβόλαιό της με το αμερικανικό κράτος τον Ιούλιο του 2020 αποτιμούσε κάθε δόση στα 19,50 δολάρια, ενώ τον Ιούλιο του 2021 η τιμή αυξήθηκε στα 24 δολάρια.
Αντίστοιχα, λίγες μέρες μετά, δημοσιεύματα έκαναν λόγο για αντίστοιχη αύξηση και από τη Moderna, το εμβόλιο της οποίας από τα 15-16 δολάρια στην αρχή της πανδημίας έφτασε να κοστίζει 26 δολάρια τον περασμένο Ιούλιο, και θα αυξηθεί κι αυτό στα 110-130 δολάρια, σε μια αύξηση που ξεπερνά το 400%. Η Moderna δεν έχει επισήμως απαντήσει στα δημοσιεύματα, όμως ο CEO της εταιρείας Στεφάν Μπανσέλ απάντησε σε ερώτηση της Wall Street Journal, «Θα πίστευα ότι αυτός ο τύπος τιμολόγησης είναι συνεπής με την αξία».
Ακόμα χειρότερα, εάν κανείς υπολογίσει ως βάση το κόστος παραγωγής της κάθε δόσης, που για τη Moderna είναι περίπου 2,85 δολάρια (και για τη Pfizer ένα αντίστοιχα χαμηλό ποσό), το ανώτερο όριο της νέας τιμής αποτελεί αύξηση της τάξης του 4460%!
Προτού οι θιασώτες της ελεύθερης επιχειρηματικότητας αρχίσουν τις φανφάρες περί «ανταπόδοσης της επένδυσης» αυτών των εταιρειών, θα πρέπει να θυμίσουμε αυτό που τονίζουμε από την αρχή της πανδημίας: η παραγωγή αυτών των εμβολίων έγινε δυνατή χάρη σε τεχνολογία που αναπτύχθηκε σχεδόν εξολοκλήρου με χρηματοδότηση του δημόσιου τομέα. Συγκεκριμένα το εμβόλιο της Moderna αναπτύχθηκε χάρη στη χρηματοδότηση 1,4 δισ. δολαρίων από το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας των ΗΠΑ (National Institute of Health – NIH), ενώ μετά την έγκρισή του το αμερικανικό κράτος εγγυήθηκε αμύθητα κέρδη για την εταιρεία αγοράζοντας στην πρώτη φάση δόσεις συνολικής αξίας 8 δισ. δολαρίων, σε τιμή που ήδη ήταν 4 και πλέον φορές πάνω από το κόστος παραγωγής. Μια αντίστοιχη ιστορία έχει και το mRNA εμβόλιο της Pfizer, με χρηματοδότη της έρευνας το γερμανικό κράτος, αφού η Pfizer χρησιμοποιεί τεχνολογία της γερμανικής BionTech.
Τέτοιου είδους ιστορίες δεν είναι καινούριες στον χώρο της φαρμακοβιομηχανίας — ούτε γενικά στον χώρο της επιχειρηματικότητας. Επί χρόνια εταιρείες εκμεταλλεύονται δημόσια χρηματοδοτημένη έρευνα για να παράξουν προϊόντα, τα οποία έπειτα πατεντάρουν κατ’ αποκλειστικότητα ώστε να αποκλείσουν τη φτηνότερη και μαζικότερη παραγωγή τους. Ουσιαστικά καταφέρνουν να πιάσουν ένα «μαγαζάκι γωνία», το οποίο όμως έχει πληρώσει σε μεγάλο βαθμό ο δημόσιος τομέας.
Κι αν κανείς είναι αρκετά εύπιστος ώστε να θεωρήσει πως τα υπερκέρδη των εταιρειών αυτών θα επανεπενδυθούν στην έρευνα και ανάπτυξη, θα πρέπει να πούμε πως το μεγαλύτερο ποσοστό των κερδών δεν επενδύεται — κατευθύνεται στην επαναγορά μετοχών και την απόδοση μερισμάτων. Σύμφωνα με μελέτη των οικονομολόγων Γουίλιαμ Λάζονικ και Ενέρ Τουλούμ, από το 2012 έως και το 2021 οι 14 μεγαλύτερες φαρμακευτικές εταιρείες ξόδεψαν 747 δισ. δολάρια σε επαναγορές μετοχών και μερίσματα, έναντι 660 δισ. δολαρίων σε έρευνα και ανάπτυξη. Αν κανείς υπολογίσει όλες τις εταιρείες του δείκτη S&P 500, το ποσό που ξοδεύτηκε σε επαναγορές μετοχών και μερίσματα για την ίδια περίοδο αγγίζει τα 10 τρισ. δολάρια.
Ειδικά όμως η περίπτωση της Moderna ενέχει μπόλικες ιδιαιτερότητες. Το mRNA εμβόλιο κατά της COVID-19 είναι το μοναδικό εμπορικό προϊόν που έχει παράξει η εταιρεία από το 2010 που ιδρύθηκε — κι αυτό παρήχθη χάρη στη δημόσια χρηματοδότηση, αποφέροντας στην εταιρεία κέρδη άνω των 19 δισ. δολαρίων σε μία διετία. Όμως αυτό δεν αρκούσε στη Moderna.
«Το εμβόλιο της Moderna», γράφει ο τεχνολογικός δημοσιογράφος και ακτιβιστής Κόρι Ντόκτοροβ, «(όπως σχεδόν όλα τα mRNA εμβόλια) χρησιμοποιεί την πατέντα 10,960,070 του NIH». Όταν όμως η εταιρεία κατέθεσε την αίτηση ευρεσιτεχνίας για το εμβόλιό της τον Ιούλιο του 2021, δεν συμπεριέλαβε τα ονόματα των επιστημόνων του NIH, ισχυριζόμενη ότι έχει μοναδική ιδιοκτησία της υποκείμενης τεχνολογίας mRNA πάνω στην οποία βασίζεται το εμβόλιο — κάτι που είναι απόλυτα ψευδές.
Μέχρι σήμερα το ζήτημα δεν έχει λυθεί — η Moderna εμφανίστηκε να κάνει πίσω, όμως ταυτόχρονα κατέθεσε μια αίτηση συνέχισης που θα της επέτρεπε να επαναλάβει τον συγκεκριμένο ισχυρισμό στο μέλλον. Η Moderna μπορεί να λέει ανερυθρίαστα αυτό το ψέμα (όπως και να αυξήσει όσο επιθυμεί τις τιμές της), διότι τα συμβόλαια χρηματοδότησης που σύναψε με το αμερικανικό κράτος στην «Επιχείρηση Ταχύτητα Φωτός», που έδωσε δισεκατομμύρια δημόσιου χρήματος για την ταχύτερη ανάπτυξη των εμβολίων κατά της COVID-19, δεν περιείχαν όρους για «μη αποκλειστική αδειοδότηση» και «εύλογη τιμολόγηση». Τέτοιου είδους όροι ήταν θεμελιώδεις στα συμβόλαια μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα στις ΗΠΑ μέχρι τουλάχιστον τις αρχές αυτού του αιώνα, ειδικά σε αυτά για προϊόντα που βασίζονται τόσο πολύ σε δημόσια χρηματοδοτημένη τεχνολογία.
Το ζήτημα εδώ δεν είναι αποκλειστικά και μόνο τα εμβόλια κατά της COVID-19. Η τεχνολογία mRNA είναι το υπόβαθρο πάνω στο οποίο ήδη αναπτύσσονται εμβόλια κατά του ιού RSV, τύπων καρκίνου, αλλά και του HIV. Εάν επιτραπεί στις φαρμακευτικές να ισχυριστούν επιτυχώς ότι η τεχνολογία είναι αποκλειστικά δική τους, παρά το γεγονός ότι αναπτύχθηκε από τον δημόσιο τομέα, ανοίγει ο δρόμος για αντιμετώπιση ασθενειών δύο ταχυτήτων, μίας για τους έχοντες που θα μπορούν να τις προλαμβάνουν και μίας για τους μη έχοντες που δεν θα μπορούν. Κάτι που, όπως είναι κατανοητό, θα διογκώσει ακόμα περισσότερο την ήδη υπάρχουσα ανισότητα στον τομέα της υγείας.
Η πανδημία της COVID-19 είναι ίσως ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα του πώς η καπιταλιστική κερδοσκοπία είναι έτοιμη να εκμεταλλευθεί την ασθένεια και τον θάνατο. Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι για το μοναδικό εμβόλιο που αναπτύχθηκε με την υπόσχεση να διατεθεί σε τιμή κόστους, το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης πιέστηκε από τον Μπιλ Γκέιτς ώστε να άρει αυτή την υπόσχεση, δίνοντας το δικαίωμα παραγωγής και διάθεσης στην κερδοσκοπική AstraZeneca.
Ο Γκέιτς, παρά το προφίλ του φιλάνθρωπου και του προωθητή του εμβολιασμού και της παροχής φαρμάκων σε αναπτυσσόμενες χώρες, χρησιμοποίησε την οικονομική του δύναμη για να πιέσει ώστε να μην περάσει η άρση πατεντών που προωθούσαν χώρες του παγκόσμιου Νότου στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Και τη δεκαετία του ’90 είχε κάνει το ίδιο με τα φάρμακα κατά του AIDS, σε συνεργασία πάντα με τις Δυτικές κυβερνήσεις και τις φαρμακευτικές.