Πηγή: Haggai Matar – +972mag
Μετάφραση/Επιμέλεια: Ανδρέας Κοσιάρης
Τη Δευτέρα το βράδυ, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Ναφτάλι Μπένετ ανακοίνωσε τη διάλυση του παρόντος Κοινοβουλίου, πυροδοτώντας την πέμπτη εκλογική αναμέτρηση στο Ισραήλ σε λίγο πάνω από τρία χρόνια, που θα διεξαχθεί το φθινόπωρο. Στο ενδιάμεσο, ο υπουργός Εξωτερικών Γιαΐρ Λαπίντ, που δεν επρόκειτο να γίνει πρωθυπουργός σε αυτή την κυβέρνηση πριν το 2023, θα λάβει τη θέση του Μπένετ στην ηγεσία.
Η κυβέρνηση Μπένετ-Λαπίντ επέζησε ακριβώς έναν χρόνο και μία εβδομάδα πριν καταρρεύσει. Τις τελευταίες εβδομάδες, μέλη του κόμματος του Μπένετ, Γιαμίνα, αποχωρούσαν από τον συνασπισμό και συμμαχούσαν με τον ηγέτη της αντιπολίτευσης Μπενιαμίν Νετανιάχου, ενώ άλλα μέλη του συνασπισμού έθεταν όρους για τη στήριξή τους στην κυβέρνηση, όπως την ακύρωση μια σχεδιαζόμενης μεταρρύθμισης στη δημόσια συγκοινωνία. Έτσι, χωρίς εγγυημένη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, η κυβέρνηση κατέστη θεμελιωδώς δυσλειτουργική, με τους αρχηγούς των κομμάτων να ετοιμάζονται ήδη για τις αναπόφευκτες εκλογές.
Το τελειωτικό χτύπημα στον συνασπισμό είναι βαθύτερο από τους συνηθισμένους πολιτικούς διαπληκτισμούς. Στο τέλος του μήνα, οι «έκτακτοι κανονισμοί» του Ισραήλ, ένα σύνολο προσωρινών νόμων που εγκαθιστούν νομικές διακρίσεις ανάμεσα στους Εβραίους εποίκους και τους Παλαιστίνιους στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη και ανανεώνονται κάθε πέντε έτη από κάθε κυβέρνηση εδώ και 55 χρόνια, επρόκειτο να λήξουν. Η αντιπολίτευση αποφάσισε να ψηφίσει ενάντια στην ανανέωση των αποκαλούμενων «κανονισμών απαρτχάιντ», τους οποίους στην πραγματικότητα στηρίζει, ούτως ώστε να πληγώσει την κυβέρνηση και να προσπαθήσει να τη ρίξει.
Σε συνέντευξη τύπου το βράδυ της Δευτέρας, ο Μπένετ δήλωσε πως η απειλή λήξης αυτών των κανονισμών ήταν που προκάλεσε την απόφασή του να πάει σε εκλογές, αφού μία κατάρρευση του καθεστώτος διαχωρισμού και κατοχής του Ισραήλ θα προκαλούσε «σοβαρές ζημιές στην ασφάλεια και νομικό χάος». Τώρα που το Κοινοβούλιο θα διαλυθεί, οι έκτακτοι κανονισμοί θα ανανεωθούν αυτόματα, αφήνοντας την εκ νέου έγκρισή τους στην επόμενη βουλή.
Αν και είναι δελεαστικό να υποθέσουμε ότι η προστασία του Ισραηλινού απαρτχάιντ ήταν ο μοναδικός λόγος που έριξε αυτή την κυβέρνηση, δεν είναι έτσι. Η μεγάλη πλειοψηφία των κομμάτων και μελών του Κοινοβουλίου στηρίζει το απαρτχάιντ, και ο μόνος λόγος που η νομοθεσία για τη Δυτική Όχθη δεν ανανεώθηκε είναι επειδή υπάρχει ένα αποφασιστικό και πανταχού παρόν ζήτημα που οδηγεί και αντικαθιστά οτιδήποτε άλλο στην ισραηλινή πολιτική: ο Μπενιαμίν Νετανιάχου.
Η στήριξη ή η αντίθεση στον πρώην πρωθυπουργό παραμένει το κύριο ζήτημα που έχει αποτρέψει τη δημιουργία μιας σταθερής κυβέρνησης τα τελευταία τρία χρόνια, και που οδήγησε γελοιωδώς την ακροδεξιά να ψηφίσει κατά του απαρτχάιντ, για να ρίξει την κυβέρνηση. Ακόμα πιο γελοιωδώς, οδήγησε το φιλελεύθερο κόμμα Μερέτζ να ψηφίσει υπέρ του απαρτχάιντ, γνωρίζοντας πως οι ψηφοφόροι του θεωρούν ότι το να μείνει ο Νετανιάχου μακριά από την εξουσία είναι πιο σημαντικό από την υπεράσπιση των υποτιθέμενων αρχών τους για τον τερματισμό της κατοχής. Αυτά τα απίθανα συμβάντα, σε συνδυασμό με τη βαθιά επιθυμία του καθεστώτος για τη διατήρηση του διαχωρισμού δια της ωμής βίας στη Δυτική Όχθη με κάθε κόστος, είναι που έσπρωξαν τον Μπένετ να πέσει πάνω στο σπαθί του για να προστατεύσει την υπάρχουσα δομή εξουσίας απέναντι στους Παλαιστίνιους και να υπεραμυνθεί των προνομίων των εποίκων.
Η κυβέρνηση Μπένετ-Λαπίντ ήταν φρικτή στη μεταχείριση των Παλαιστίνιων στις κατεχόμενες περιοχές. Πέρα από την απλή συνέχιση των πολιτικών της πολιορκίας στη Γάζα και της κατοχής και του εκτοπισμού στη Δυτική Όχθη και την Ανατολική Ιερουσαλήμ, η αυτοαποκαλούμενη «κυβέρνηση της αλλαγής» σκότωσε περισσότερους Παλαιστίνιους στη Δυτική Όχθη το περασμένο έτος από όσους σκότωσε η κυβέρνηση Νετανιάχου το προηγούμενο (αν και σκότωσε λιγότερους στη Γάζα). Διέλυσε περίπου ίδιο αριθμό σπιτιών, κλιμάκωσε τη δια της βίας εκδίωξη των Παλαιστίνιων στη Μασαφέρ Γιάτα, και χαρακτήρισε χωρίς στοιχεία έξι από τις πιο σημαντικές παλαιστινιακές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών ως «τρομοκρατικές ομάδες». Και όλα αυτά στηρίζονταν από το Ισλαμιστικό κόμμα Ρα’αμ και τα φιλελεύθερα κόμματα των Εργατικών και Μερέτζ.
Δύο ελαφρώς θετικά πράγματα μπορούν να ειπωθούν για αυτήν την αποτυχημένη κυβέρνηση. Πρώτον, άθελά της επανεισήγαγε το ζήτημα της κατοχής στον δημόσιο διάλογο. Έπειτα από μια δεκαετία εξουσίας του Νετανιάχου, που έκανε τον στρατιωτικό έλεγχο εκατομμυρίων Παλαιστινίων αόρατο στους περισσότερους Ισραηλινούς, ξαφνικά οι ρατσιστικοί νόμοι και πολιτικές ρίχτηκαν στην κεντρική σκηνή της ισραηλινής πολιτικής.
Το δεύτερο ζήτημα είναι η αυξανόμενη δύναμη των Παλαιστίνιων πολιτών του Ισραήλ. Το προηγούμενο ενός Παλαιστινιακού κόμματος να παίζει κεντρικό ρόλο στον συνασπισμό — πλάι στην αυξανόμενη ορατότητα των Παλαιστίνιων σχολιαστών και δημοσιογράφων στα ισραηλινά ΜΜΕ τα τελευταία δύο χρόνια — έχει ήδη βαθύ αντίκτυπο στην πολιτική φαντασία των πολιτών. Το ερώτημα της σφυρηλάτησης μιας διαρκούς εκλογικής συμμαχίας μεταξύ Εβραίων και Παλαιστίνιων πολιτικών παικτών έχει μετατραπεί σε κεντρικό ζήτημα στην ισραηλινή εκλογολογία.
Ταυτόχρονα, η προσπάθεια του συνασπισμού να «αγνοήσει» την κατοχή, και να αναγκάσει τους Παλαιστίνιους που ήταν μέλη του να γίνουν πειθήνιοι «Ισραηλινοί Άραβες» και να αποκηρύξουν τον λαό τους, απέτυχε παταγωδώς. Αν και το Ρα’αμ έπαιξε ρόλο σε αυτή την κυβέρνηση, με όλα της τα κακά, κάποια από τα μέλη του στο Κοινοβούλιο (μαζί με κάποιους βουλευτές του Μερέτζ) αντέδρασαν ενάντια στον «Νόμο Ιθαγένειας» (γνωστό και ως «νόμο διαχωρισμού οικογενειών») και τους «έκτακτους κανονισμούς» — δύο από τα πιο ρατσιστικά νομοθετήματα που προσπάθησε να εγκρίνει η κυβέρνηση.
Αυτή η νέα πραγματικότητα θα μπορούσε θεωρητικά να αναγκάσει Σιωνιστές Ισραηλινούς να ξανασκεφτούν τη στάση τους απέναντι στην Εβραϊκή υπεροχή σε αυτόν τον τόπο — τουλάχιστον όσο ακόμα υπάρχει ο Νετανιάχου και η συμμαχία «οποιοσδήποτε εκτός του Μπίμπι» θέλει να τον αντικαταστήσει. Διότι μια μέρα, όταν οι «Πόλεμοι του Νετανιάχου» θα έχουν τελειώσει, η γιγαντιαία ομάδα δεξιών κομμάτων θα ανακαλύψει πως σχεδόν τίποτα δεν τους σταματά από το να επανενωθούν, επιτείνοντας το απαρτχάιντ και στις δύο πλευρές της Πράσινης Γραμμής.