Του Ανδρέα Κοσιάρη
Περίπου μία ώρα πριν εκπνεύσει η διορία του τα μεσάνυχτα της Τετάρτης προς Πέμπτη, ο Γιαΐρ Λαπίντ του κεντρώου κόμματος Yesh Atid («Υπάρχει Μέλλον») ανακοίνωσε πως πέτυχε τον σχηματισμό κυβερνητικού συνασπισμού στο Ισραήλ.
Η κυβερνητική συμφωνία περιλαμβάνει οκτώ κόμματα από ένα εξαιρετικά ευρύ ιδεολογικό φάσμα — το μόνο που φαίνεται να τα ενώνει είναι η αντίθεσή τους στον Μπενιαμίν Νετανιάχου.
Αν και η ορκωμοσία αυτής της κυβέρνησης συνασπισμού είναι ακόμα εν αμφιβόλω (πόσο μάλλον η μακροημέρευσή της), καθώς ο Νετανιάχου θα κάνει μέχρι την τελευταία στιγμή ό,τι περνάει από το χέρι του για να μην χάσει την εξουσία, εντούτοις ακόμα και η καταρχήν συμφωνία αποτελεί το τέλος μίας εποχής για το Ισραήλ, ή αν θέλετε, την έναρξη μίας νέας. Κι αυτό διότι για πρώτη φορά στην Ισραηλινή ιστορία, συμμετέχει σε κυβέρνηση με την υπογραφή και τις ψήφους του ένα κόμμα των Αράβων Ισραηλινών, η Ενωμένη Αραβική Λίστα του Μανσούρ Αμπάς.
Ο ισλαμικός συνασπισμός του Αμπάς (σε αντίθεση με τον έτερο συνασπισμό Αραβικών κομμάτων, την πιο κοσμική Κοινή Λίστα) θα κληθεί να στηρίξει με τις τέσσερις έδρες του στο κοινοβούλιο του Ισραήλ έναν ιδιαίτερο κυβερνητικό «ετερόκλητο γάμο», του οποίου πρωθυπουργός για τα δύο πρώτα χρόνια της τετραετίας θα είναι ένας υπερεθνικιστής ακροδεξιός, ο Ναφτάλι Μπένετ.
Ο Μπένετ, γόνος Αμερικανών Εβραίων που μετοίκησαν στο Ισραήλ το 1967, υπήρξε για πάνω από μία δεκαετία το δεξί χέρι του Νετανιάχου και μαθητευόμενός του. Έχει θητεύσει ως υπουργός σε μία σειρά κυβερνήσεων του «Μπίμπι», τελευταία ως υπουργός Παιδείας (2015-2019) και υπουργός Άμυνας (2019-2020).
Έχει επανειλημμένα δηλώσει αντίθετος στη δημιουργία ενός Παλαιστινιακού κράτους, προτείνοντας αντίθετα την προσάρτηση από το Ισραήλ του 60% της Δυτικής Όχθης που είναι, υποτιθέμενα προσωρινά σύμφωνα με τις Συμφωνίες του Όσλο, υπό τον έλεγχο του Ισραήλ.
Το 2014, είχε δηλώσει σε Ισραηλινούς δημοσιογράφους πως το Ισραήλ «θα επιχειρήσει σταδιακά να εφαρμόσει τον Ισραηλινό νόμο [ΣτΜ: δηλαδή προσάρτηση] στις ελεγχόμενες από το Ισραήλ περιοχές της Ιουδαίας και της Σαμάρειας [ΣτΜ: την κατεχόμενη Δυτική Όχθη]».
Το ίδιο έτος, σε άρθρο του στους New York Times με τίτλο «Για το Ισραήλ, τα δύο κράτη δεν αποτελούν λύση», επανέλαβε την αντίθεσή του στην αυτοδιάθεση των Παλαιστίνιων, ενώ έναν χρόνο νωρίτερα είχε δηλώσει στο περιοδικό New Yorker: «Θα κάνω οτιδήποτε περνά από το χέρι μου, για πάντα, ώστε να πολεμήσω ενάντια στην ίδρυση ενός Παλαιστινιακού κράτους στη Γη του Ισραήλ».
Λίγους μήνες αργότερα, δήλωνε πως «το πιο σημαντικό πράγμα στη Γη του Ισραήλ είναι να χτίσουμε, να χτίσουμε, να χτίσουμε [ΣτΜ: εποικισμούς]. Είναι σημαντικό να υπάρχει ισραηλινή παρουσία παντού. Το βασικό μας πρόβλημα είναι η απροθυμία των ηγετών του Ισραήλ να πουν με απλά λόγια ότι η Γη του Ισραήλ ανήκει στον Λαό του Ισραήλ».
Ξανά το 2013, σύμφωνα με αναφορές στον τύπο, κατά τη διάρκεια υπουργικού συμβουλίου στο οποίο συμμετείχε με τρία χαρτοφυλάκια (Οικονομίας, Θρησκευτικών Υπηρεσιών, Θεμάτων Διασποράς), και στο οποίο διεξαγόταν συζήτηση για την απελευθέρωση Παλαιστίνιων κρατουμένων, φέρεται να δήλωσε πως «αν συλλαμβάνουμε τρομοκράτες, πρέπει απλά να τους σκοτώνουμε. Έχω ήδη σκοτώσει πολλούς Άραβες στη ζωή μου και δεν υπάρχει πρόβλημα με αυτό». Έπειτα από τον σάλο που ξέσπασε, εκπρόσωπός του αρνήθηκε ότι ειπώθηκαν αυτά τα λόγια, τονίζοντας πως το μόνο που είπε ο Μπένετ ήταν ότι οι Ισραηλινοί στρατιώτες θα έπρεπε «να σκοτώνουν τους τρομοκράτες αντί να τους συλλαμβάνουν, όταν απειλείται η ζωή τους».
Αν πιστεύει κανείς ότι αυτές είναι παλιές ιστορίες και πως ο Μπένετ έχει αλλάξει απόψεις από τότε, δεν έχει παρά να κοιτάξει στον Οκτώβρη του 2018. Τότε, εν μέσω της Μεγάλης Πορείας της Επιστροφής των Παλαιστινίων, ο Μπένετ δήλωσε πως αν ήταν υπουργός Άμυνας θα διέτασσε τους στρατιώτες να εφαρμόζουν πολιτική «shoot to kill» (σε ελεύθερη μετάφραση, «πυροβολισμοί στο ψαχνό») εναντίον οποιουδήποτε επιχειρούσε να περάσει τα σύνορα της Γάζας με το Ισραήλ. Ερωτηθείς αν με αυτό εννοεί και πυροβολισμούς εναντίον παιδιών, ο Μπένετ απάντησε: «Δεν είναι παιδιά, είναι τρομοκράτες». Μέχρι εκείνη τη στιγμή, τουλάχιστον 140 Παλαιστίνιοι διαδηλωτές είχαν σκοτωθεί από ισραηλινά πυρά, εκ των οποίων τουλάχιστον 29 παιδιά, αλλά και δημοσιογράφοι και ιατρικό προσωπικό. Οι τραυματίες είχαν ξεπεράσει τους 29.000
Εάν τελικά επιτευχθεί η δημιουργία κυβέρνησης, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον θα περιστρέφεται γύρω από αυτό το σημείο: Τη συνύπαρξη ενός ακραίου δεξιού πρωθυπουργού, με την ψήφο ανοχής ενός Αραβικού κόμματος, σε έναν κυβερνητικό συνασπισμό οριακής πλειοψηφίας — με τις τέσσερις ψήφους της Ενωμένης Αραβικής Λίστας, ο συνασπισμός Λαπίντ-Μπένετ θα έχει 61 ψήφους από τις 120 έδρες της Κνεσέτ.
Ο Αμπάς διαπραγματευόταν μέχρι την τελευταία στιγμή τη συμμετοχή του. Φαίνεται εν τέλει να έχει επιτύχει κάποια από τα ζητήματα που «έκαιγαν» αυτόν και τους ψηφοφόρους του: το πάγωμα του «νόμου Καμίνιτζ», ενός νόμου κατά της παράνομης οικοδόμησης που στοχοποιεί αδίκως του Άραβες, την αναγνώριση χωριών Βεδουίνων στην έρημο Νεγκέβ και οικονομικά προγράμματα βοήθειας για τον αραβικό πληθυσμό.
Όμως η πολιτική του κράτους του Ισραήλ απέναντι στις κατεχόμενες περιοχές δεν συζητήθηκε, ή αν συζητήθηκε, το περιεχόμενο της συζήτησης δεν έγινε γνωστό. Μένει να φανεί ποιο θα είναι το μέλλον, με μια πιθανή κυβέρνηση δύσκολων ισορροπιών, σε μία χώρα της οποίας οι κυβερνήσεις είναι, ειδικά τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα «κορακοζώητες».