του Ανδρέα Κοσιάρη
«Είστε ήρωες» ακούστηκε μια φωνή την ώρα που οι επτά αστυνομικοί που άδειασαν τους γεμιστήρες τους σε ένα κλεμμένο αυτοκίνητο 25ετίας με τρεις ανήλικους έφταναν στον ανακριτή για την απολογία τους.
Το ότι είναι «ήρωες» αυτοί που εκτέλεσαν έναν άοπλο ανήλικο κι αποπειράθηκαν να εκτελέσουν άλλους δύο δεν είναι μόνο η άποψη ενός τυχαίου παριστάμενου. Είναι η άποψη του πολιτικού συστήματος που τους αγκάλιασε κι επιχείρησε να τους δικαιολογήσει από την πρώτη στιγμή. Και είναι η άποψη ενός σεβαστού (ως προς το μέγεθος) τμήματος της κοινωνίας.
Δεν είναι φυσικά η πρώτη φορά. «Ήρωες» ήταν και πριν από σχεδόν δύο χρόνια οι φαντάροι και οι πολιτοφυλακές που αντιμετώπιζαν την «εισβολή» άοπλων προσφύγων και μεταναστών στον Έβρο. Τότε που το ελληνικό κράτος έστρεφε όπλα με αληθινά πυρά, δακρυγόνα και αγροτικά ψεκαστικά, ενάντια σε μανάδες με μωρά και άοπλους άνδρες χωρίς στον ήλιο μοίρα.
Δεν είναι τυχαία η χρήση της λέξης. Επιχειρείται μέσω αυτής μια σύνδεση με το φαντασιακό της τρισχιλιετούς συνέχειας του ελληνισμού, αλλά και μία ηθική ανύψωση των θυτών που είναι ίδιον του φασισμού διαχρονικά και διατοπικά.
«Ήρωας» ήταν για τον ελληνικό φασισμό και ο Κωνσταντίνος Κατσίφας, μέλος εθνικιστικής τρομοκρατικής οργάνωσης με διασυνδέσεις στο εμπόριο ναρκωτικών που έπεσε νεκρός από τις σφαίρες της αλβανικής αστυνομίας, οπλοφορώντας και πυροβολώντας. Ως «ήρωα» τον τίμησε το ελληνικό κοινοβούλιο και στο μνημόσυνό του ως «ήρωα» παρέστη ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος — με την ιδιότητα του βουλευτή και την άγραφη ιδιότητα του εκπροσώπου της ελληνικής αλτ-ράιτ, αυτού του φολκλόρ και λούμπεν αντιγράφου του αμερικανικού κρυπτο-νεοναζιστικού κινήματος.
Γίνεται εμφανές εδώ ότι αυτή η αντίληψη «ηρωοποίησης» δεν έχει να κάνει απαραίτητα με μια αντίθεση της κρατικής νομιμότητας απέναντι στην παρανομία, την παραβατικότητα. «Ήρωες» οι εκτελεστές αστυνομικοί και οι φαντάροι που σημάδευαν άοπλους, αλλά και «ήρωας» ο άκρως παραβατικός Κατσίφας.
Η «παραβατικότητα» των ανήλικων Ρομά που τόλμησαν να κλέψουν ένα σαράβαλο Χιουντάι, και η «παρανομία» των προσφύγων και μεταναστών, δεν είναι παρά «φύλλο συκής». Δεν έχουν κάποια σημασία πέρα από τη χρησιμότητα της «δικαιολόγησης» του αδικαιολόγητου στη ρητορική των προπαγανδιστών του ελληνικού φασισμού και στα μάτια και τα μυαλά του εκφασισμένου πλήθους.
Αυτό που έχει σημασία είναι το «εμείς και αυτοί» που πάντοτε διαπνέει τη ρητορική του φασισμού — όπου «εμείς» το φαντασιακό συνονθύλευμα εθνικής συνοχής που με μαγικό τρόπο διαπερνά και συνδέει ομάδες με διαφορετικά συμφέροντα, τους εφοπλιστές και μεγαλοεπιχειρηματίες, την πολιτική και αστική τάξη, αλλά και την «εθνικόφρονα πλέμπα». Και «αυτοί», οποιοσδήποτε φαντασιακά ή ουσιαστικά απειλεί αυτή την απαραίτητη για τον φασισμό εθνική συνοχή: οι ξένοι γενικά, οι φτωχοί ξένοι ειδικά, ντόπιοι που δε μας μοιάζουν και ως εκ τούτου λογίζονται ξένοι, οι «άπλυτοι» μη πιστοί στο εθνικό δόγμα κ.ο.κ.
Η αμφισβήτηση αυτού του «ηρωικού» χαρακτηρισμού, περνά απαραίτητα μέσα από την αμφισβήτηση αυτού του ίδιου επίπλαστου διαχωρισμού. Οι «ήρωες» του ελληνικού φασισμού είναι επίδοξοι ή πραγματικοί δολοφόνοι κι εκτελεστές. Κι ένα σύστημα που ηρωοποιεί εκτελεστές άοπλων ή/και αθώων ανθρώπων θα πρέπει να γκρεμιστεί συθέμελα.