του Μανώλη Δουβίτσα
Πηγή: ΚΟΜΜΟΝ
Οι περισσότεροι γνωρίζουμε ότι στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης των «δημοκρατικών αξιών», τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών και η σύνθεση του ευρωκοινοβουλίου έχουν διακοσμητική αξία. Καθώς οι αποφάσεις, που διαρκώς επιβεβαιώνουν τον θεσμικό νεοφιλελευθερισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παίρνονται από άτυπους θεσμούς όπως το eurogroup, που λογοδοτούν μόνο στον εαυτό τους. Παρόλα αυτά, οι ευρωεκλογές δείχνουν πολιτικές ταυτίσεις, περισσότερο ή λιγότερο σταθερές και διαμορφώνουν δυναμικές, ενισχύοντας πολιτικά, επικοινωνιακά και οικονομικά τις διάφορες δυνάμεις που βγαίνουν κερδισμένες.
Οι δημοσκοπήσεις και η γενικότερη πολιτική συζήτηση που γίνεται τις τελευταίες μέρες δείχνουν άνοδο της ακροδεξιάς, στις διάφορες αποχρώσεις της. Τρανταχτό παράδειγμα η δημοσκοπική εκτόξευση του «Εθνικού Συναγερμού» της Λεπέν, που μάλλον θα βρεθεί να είναι πρώτο κόμμα στη Γαλλία. Αντίστοιχα, η «Eναλλακτική για τη Γερμανία (AFD)», έχει σημαντικές πιθανότητες να εκτοξευθεί στη δεύτερη θέση. Διατήρηση ή αύξηση των δυνάμεων αναμένεται να υπάρξει και σε χώρες όπου παρόμοιοι πολιτικοί χώροι κυβερνούν ή συγκυβερνούν, όπως στην Ουγγαρία, τη Σλοβακία, την Αυστρία και φυσικά στην Ιταλία, όπου το κόμμα της Μελόνι κυβερνάει εδώ και περίπου ενάμιση χρόνο.
Το κόμμα της Μελόνι, οι «Αδελφοί της Ιταλίας» (Fratelli d’italia), αποτελεί μια περίπτωση (μετα)φασιστικού κόμματος που ανέλαβε την κυβέρνηση της χώρας σε συνεργασία με την επίσης ακροδεξιά και ελιτίστικη «Λέγκα του βορρά» του Σαλβίνι και τη Forza Italia, το κόμμα που ίδρυσε ο Μπερλουσκόνι και κυβέρνησε τη χώρα για περίπου δέκα χρόνια.
Οι «Αδελφοί της Ιταλίας» αποτελούν τον πολιτικό απόγονο του MSI (Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα), του κόμματος που υπερασπιζόταν την κληρονομιά του Μουσολινικού καθεστώτος και ίδρυσαν οι ηττημένοι φασίστες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το MSI καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολεμικής ιστορίας της Ιταλίας αποτελούσε εχθρό του εργατικού και νεολαιίστικου κινήματος, βασικό σύμμαχο του ΝΑΤΟ και διατηρούσε ομάδες κρούσης που στρεφόταν εναντίον της αριστεράς και των κινημάτων. Η δε νεολαία του, το «Μέτωπο Νεολαίας», βασικός παράγοντας διάχυσης του νεοφασισμού στην Ευρώπη, ήταν ο πρώτος σταθμός πολιτικής ένταξης της σημερινής πρωθυπουργού της Ιταλίας.
Κεντρικά στελέχη της σημερινής κυβέρνησης τιμούν δεόντως τις φασιστικές πολιτικές επιρροές τους, εκφράζοντας συμβολικά τα ιδεολογικά θεμέλια που συγκροτούν το κόμμα τους. O πρόεδρος της Βουλής Ignazio la Russa, υπεύθυνος του «Mετώπου Nεολαίας» τη δεκαετία του εβδομήντα, επιδείκνυε τα φασιστικά κειμήλια που διαθέτει στο σπίτι του στο Μιλάνο. Ο Tomasso Foti, επικεφαλής του Αδελφών της Ιταλίας στη βουλή, τσίταρε σε λόγο του, στο τέλος του 2023, αποσπάσματα του μανιφέστου των φουτουριστών, του καλλιτεχνικού βραχίονα του πρώιμου φασισμού. Άλλοι, όπως η Paola Frasinetti, υφυπουργός παιδείας, έλαβαν το 2017 μέρος σε μνημόσυνα για τους πεσόντες υπερασπιστές της κυβέρνησης του Σαλό (της τελευταίας κυβέρνησης του Μουσολίνι πριν την πτώση του), μεταξύ των οποίων και Ιταλοί εθελοντές των SS. Παρόμοιες πράξεις νοσταλγικού χαρακτήρα επεκτείνονται και σε άλλα στελέχη, υποψηφίους και συνεργάτες του κυβερνόντος κόμματος, όσο και αν η κύρια γραμμή τους είναι να υπάρξει μια συμβολική τομή μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, ώστε να φαίνεται στο ευρύ κοινό ένας ηπιότερος και μεταρρυθμιστικός χαρακτήρας.
Το κόμμα της Μελόνι ως αντιπολίτευση είχε καταφέρει να γιγαντώσει τα ποσοστά του, μη συμμετέχοντας στους κυβερνητικούς συνασπισμούς των τελευταίων ετών, όπως αυτοί του Κόντε και του Ντράγκι. Χρησιμοποιώντας έναν καταγγελτικό λόγο εναντίον των ελίτ των Βρυξελλών, που πνίγουν τις εθνικές οικονομίες και συντάσσονται, πάση θυσία, γεωπολιτικά με τις ΗΠΑ. Υποστηρίζοντας την άρση των κυρώσεων έναντι της Ρωσίας και μια λιγότερο μονοδιάστατη γεωπολιτική ευθυγράμμιση με τον ευρωατλαντικό άξονα.
Αντιθέτως, ως κυβερνητικός συνασπισμός η κυβέρνηση της Μελόνι είναι απόλυτα προσδεμένη στο status quo. Αναλαμβάνοντας με προθυμία κεντρικότατο ρόλο στην αναπαραγωγή των πολιτικών επιλογών – κόμβων των ευρωπαϊκών ελίτ και της νατοϊκής πολεμικής μηχανής.
Ο επιτελικός ρόλος των Ιταλικών ένοπλων δυνάμεων είναι κεντρικός, αναλαμβάνοντας μάλιστα τη ναυτική διοίκηση της ευρωενωσιακής τυχοδιωκτικής επιχείρησης «Ασπίδες» στην ερυθρά θάλασσα και έχοντας ισχυρότατη παρουσία εντός του νατοϊκού πλαισίου στα Δυτικά Βαλκάνια. Ταυτόχρονα, στο μέτωπο του Ρωσο-Ουκρανικού πολέμου η Ιταλική κυβέρνηση, εκτός από την αυτονόητη πλήρη ευθυγράμμιση της με την κυβέρνηση Ζελένσκι και τον Δυτικό ιμπεριαλισμό, στέλνει πολεμικό εξοπλισμό στην Ουκρανία, ενώ η ίδια η Μελόνι είχε ρόλο μεσολαβητή προκειμένου να πείσει τον, πολιτικό συγγενή της, Όρμπαν να υποχωρήσει ως προς την απειλή βέτο για την ευρωενωσιακή παροχή οικονομικής βοήθειας στην Ουκρανία.
Όσο αφορά την εσωτερική της πολιτική, έχει αποδεχθεί πλήρως τα δημοσιονομικά στάνταρ λιτότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελώντας έναν σταθερό εταίρο. Τα εφαρμόζει δε με μεγάλη προθυμία σε πολλούς τομείς.
Από τα εργασιακά και τις συντάξεις, ως την υποβάθμιση των δημόσιων παροχών. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι η απαξίωση και υποχρηματοδότηση του κεντρικού συστήματος υγείας της χώρας, όπου υπάρχει έλλειψη προσωπικού, εργαζόμενοι πολλών ταχυτήτων και ανώτατο όριο προσλήψεων. Στο μέτωπο της άρσης των εργατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, κάποια ενδεικτικά στοιχεία αποτελούν η απαξίωση των συλλογικών συμβάσεων, η πραξικοπηματική άρνηση αιτήματος της αντιπολίτευσης για θέσπιση κατώτατου ημερομισθίου στα 9€, μείωση ή κόψιμο επιδομάτων σε άνεργους και φτωχές οικογένειες, καθώς και η αύξηση των εργατικών θανάτων. Μάλιστα πρόσφατες έρευνες από τη στατιστική υπηρεσία έδειξαν αύξηση της φτώχειας στο ποσοστό των Ιταλών πολιτών με τους δείκτες της απόλυτης φτώχειας να βρίσκονται στο 8,3%.
Ταυτόχρονα, μέσω δύο συνταγματικών μεταρρυθμίσεων επιχειρείται παραπέρα ένταση του πολιτικού αυταρχισμού και της εξάρτησης των δημόσιων αγαθών από τους νόμους της αγοράς. Η πρώτη μεταρρύθμιση ονομάζεται «πρωθυπουργισμός», όπου μέσω υποβάθμισης των ρόλων της βουλής και του προέδρου της δημοκρατίας επιχειρεί να παρέχει υπερεξουσίες στον πρωθυπουργό, αυξάνοντας έτσι τη συγκεντροποίηση εξουσιών στην εκτελεστική εξουσία. Καθιστώντας δυσκολότερη ή αδύνατη τη δυνατότητα πτώσης της εκάστοτε κυβέρνησης. Η δεύτερη ονομάζεται «διαφοροποιημένη αυτονομία». Πρόκειται για μια ταξικά προσανατολισμένη μεταρρύθμιση η οποία αποσύρει το κεντρικό κράτος από βασικές κοινωνικές παροχές, όπως υγεία, παιδεία, μεταφορές, και τις παραδίδει στην ευθύνη της διοίκησης των περιφερειών. Αφήνοντας τις φτωχότερες περιοχές αβοήθητες, εισάγοντας στοιχειώδεις υπηρεσίες στους ανταγωνιστικούς νόμους της αγοράς, υποβαθμίζοντας την έννοια της αλληλεγγύης και διευρύνοντας περαιτέρω το ταξικό χάσμα Βορρά-Νότου.
Τα συμπεράσματα που μπορούμε να βγάλουμε από την κυβέρνηση ενάμιση χρόνου των «αντισυστημικών» Μελόνι – Σαλβίνι και του ρόλου που επιτελούν, είναι σαφή. Συσσωμάτωση της λεγόμενης «αντισυστημικής» ακροδεξιάς και του ακραίου κέντρου. Η πρώτη ως σχετικά νέος παίχτης στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, το δεύτερο ως ο βασικός θεματοφύλακας και κύριος, μέχρι στιγμής, διαχειριστής μιας μακροχρόνια αστικής (αντ)επίθεσης. Το ενιαίο αυτό μέτωπο βαθαίνει από κοινού την ενορχήστρωση των σταθεροποιητικών ρυθμίσεων του κεφαλαίου και του Δυτικού άξονα όπως ο κρατικός αυταρχισμός, ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός, οι πολεμικές προετοιμασίες και η υποβάθμιση της πολιτικής ως μιας επικοινωνιακής δραστηριότητας καταναλωτικού τύπου. Νομιμοποιείται έτσι, είτε σε πρώτο πλάνο όπως στην Ιταλία, είτε σε δεύτερο όπως σε άλλες χώρες, ένας «θεσμοποιημένος φασισμός», ο οποίος δεν σηματοδοτεί κάποιου είδους εκτροπή, αλλά μια ομαλή συνέχεια ή, αν θέλετε, παραλλαγή της εφαρμοσμένης πολιτικής του κυρίαρχου μπλοκ των οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών δυνάμεων.