του Ανδρέα Κοσιάρη
Ο ξυλοδαρμός μέχρι θανάτου του 29χρονου Αφροαμερικανού Ταϊρί Νίκολς από πέντε, επίσης Αφροαμερικανούς, αστυνομικούς στο Μέμφις της πολιτείας Τενεσί, δείχνει πόσο μυωπική είναι η αντιμετώπιση της αστυνομικής βίας στις ΗΠΑ ως ένα αποκλειστικά φυλετικό ζήτημα. Όπως και στον υπόλοιπο πλανήτη, έτσι και στην Αμερική η αστυνομία είναι πρωτίστως ένας μηχανισμός διασφάλισης ταξικών συμφερόντων.
Την Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023, ο δήμος του Μέμφις έδωσε στη δημοσιότητα βίντεο του ξυλοδαρμού του Νίκολς στις 7 Ιανουαρίου, έπειτα από εβδομάδες διαμαρτυριών των συγγενών και των φίλων του. Οι σκηνές, από τις καταγραφές των καμερών που φορούσαν στις στολές τους οι αστυνομικοί και από μία στατική κάμερα στη γωνία του δρόμου όπου συνέβη το περιστατικό, είναι συγκλονιστικές.
Οι πέντε αστυνομικοί της μονάδας SCORPION (Street Crimes Operation to Restore Peace in Our Neighborhoods — Επιχείρηση Εγκλημάτων Δρόμου για την Αποκατάσταση της Ειρήνης στις Γειτονιές Μας), οδηγώντας οχήματα χωρίς αστυνομικά διακριτικά, σταμάτησαν το αμάξι που οδηγούσε ο Νίκολς για κάποια υποτιθέμενη παράβαση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας περίπου 100 μέτρα μακριά από το σπίτι της μητέρας του.
Με προτεταμένα όπλα και συσκευές ηλεκτρικής εκκένωσης, οι αστυνομικοί βγάζουν με τη βία τον Νίκολς από το αυτοκίνητό του και αρχίζουν να του επιτίθενται. Αφού αρχικά προσπαθεί να υπακούσει στις (αντικρουόμενες) εντολές τους, ο 29χρονος τρομοκρατείται και επιχειρεί να διαφύγει. Οι αστυνομικοί τον καταδιώκουν, του ρίχνουν βολές ηλεκτρισμού με τέιζερ, τον ψεκάζουν με σπρέι πιπεριού και τον ακινητοποιούν λίγα μέτρα παρακάτω, όπου αρχίζουν να τον δέρνουν αλύπητα με κλωτσιές, γροθιές και κλομπ.
Όπως γίνεται εμφανές και στο βίντεο, έπειτα από την πλήρη του ακινητοποίηση, οι πέντε αστυνομικοί αλλά και συνάδελφοί τους που καταφτάνουν στο σημείο δεν ενδιαφέρονται ούτε στιγμή για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο Νίκολς στα 25 περίπου λεπτά που περνούν μέχρι να φτάσει ένα ασθενοφόρο. Ο 29χρονος θα εξέπνεε τρεις ημέρες αργότερα, συνέπεια των τραυμάτων του.
Φυλή ή τάξη;
Στον απόηχο της δολοφονίας του Τζορτζ Φλόιντ το 2020, και των μεγάλων κινητοποιήσεων ενάντια στην αστυνομική βία στις ΗΠΑ, το Δημοκρατικό κόμμα πρόταξε μία σχεδόν αποκλειστικά φυλετική ανάγνωση του φαινομένου της αστυνομικής βίας, απέναντι σε όσους ζητούσαν μια πλήρη αναθεώρηση της ίδιας της ύπαρξης της αστυνομίας. Σύμφωνα με αυτήν, το φαινόμενο των αστυνομικών δολοφονιών ήταν ένα ζήτημα «λευκής υπεροχής» — λευκοί αστυνομικοί, υπό τη διεύθυνση λευκών αξιωματούχων, επιτίθενται ρατσιστικά σε πληθυσμούς μειονοτήτων, διότι το σώμα της αστυνομίας δεν είναι φυλετικά ποικιλόμορφο και καταλλήλως εκπαιδευμένο.
Απέναντι σε όσους ζητούσαν την «αποχρηματοδότηση» (defund) ή ακόμα και την «κατάργηση» (abolish) της αστυνομίας, οι Δημοκρατικοί πολιτικοί απαντούσαν πως αντίθετα, η ακόμα περισσότερη χρηματοδότηση της αστυνομίας θα είναι ευεργετική για την κοινωνία. Άμα τη αναλήψει των καθηκόντων του, ο πρόεδρος Μπάιντεν προέτρεψε πολιτείες και δήμους να χρησιμοποιήσουν ένα κομμάτι του πανδημικού πακέτου χρηματοδότησης για την ενίσχυση της αστυνομίας. Και τον Μάρτιο του 2022, παρουσιάζοντας τον προϋπολογισμό της επόμενης χρονιάς, ο Μπάιντεν δήλωσε: «Η απάντηση δεν είναι να αποχρηματοδοτήσουμε τα αστυνομικά τμήματά μας. Είναι να χρηματοδοτήσουμε την αστυνομία και να τους δώσουμε όλα τα εργαλεία που χρειάζονται (…). Ο προϋπολογισμός τοποθετεί περισσότερους αστυνομικούς στους δρόμους για την κοινοτική αστυνόμευση, ώστε να μάθουν τις κοινότητες τις οποίες αστυνομεύουν».
Αναμφίβολα, στην καθαρά φυλετική ανάγνωση κρύβεται μια σημαντική αλήθεια. Ο ρατσισμός των μπάτσων, αλλά και των ηγεσιών τους, πολιτικών και εκτελεστικών, είναι υπαρκτός. Είναι γνωστό πως τα αστυνομικά τμήματα είναι γεμάτα με υπέρμαχους της «λευκής υπεροχής» και τα θύματα της αστυνομικής βίας στις ΗΠΑ ανήκουν σε φυλετικές μειονότητες κατά ποσοστό αναντίστοιχο με το ποσοστό τους στον γενικό πληθυσμό. Όμως η δολοφονία του Ταϊρί Νίκολς δείχνει για άλλη μία φορά πόσο κοντόφθαλμη είναι η αποκλειστική απόδοση του φαινομένου σε ρατσιστικά κίνητρα, αλλά και πόσο υποκριτική είναι η αποσύνδεση του ίδιου του ρατσισμού από τα ταξικά του χαρακτηριστικά.
Στην πόλη του Μέμφις, πάνω από το 65% των περίπου 635.000 κατοίκων αυτo-προσδιορίζονται ως Αφροαμερικανοί. Το ίδιο ισχύει και για το 56% των αστυνομικών της πόλης, συμπεριλαμβανόμενης της αρχηγού της αστυνομίας της πόλης, Σέρελιν Ντέιβις. Η μονάδα SCORPION στην οποία ανήκαν οι πέντε αστυνομικοί που ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου τον Νίκολς, είναι δημιούργημα της Ντέιβις, λίγους μήνες έπειτα από την ανάληψη της αρχηγίας της αστυνομίας του Μέμφις τον Ιούνιο του 2021. Πρόκειται για μία μονάδα του λεγόμενου «hot-spot policing», δηλαδή της επικέντρωσης της αστυνόμευσης σε περιοχές «υψηλής εγκληματικότητας». Συχνά, αν όχι πάντα, αυτά τα «καυτά σημεία» ταυτίζονται με φτωχές γειτονιές, με πλειοψηφικά μειονοτικούς πληθυσμούς — τις «κοινότητες» στις οποίες ο Μπάιντεν ήθελε «περισσότερους αστυνομικούς».
Οι αστυνομικοί της μονάδας SCORPION περιπολούσαν σε οχήματα χωρίς αστυνομικά διακριτικά και δεν φορούσαν στολές — όπως δείχνει και το περιστατικό της δολοφονίας του Νίκολς, πρόκειται ουσιαστικά για αστυνομική τρομοκρατία φτωχών πληθυσμών. Ακόμα κι αν οι πέντε αστυνομικοί δεν έφταναν στο σημείο να ξυλοκοπήσουν μέχρι θανάτου τον 29χρονο, ο τρόπος με τον οποίο προσέγγισαν το όχημά του, με προτεταμένα όπλα για μία υποτιθέμενη παράβαση του ΚΟΚ, είναι ενδεικτικός της αντίληψης που κυριαρχεί στην αστυνόμευση αυτών των περιοχών. Πόσο μάλλον όταν, όπως έδειξε και η μετέπειτα έρευνα, δεν στοιχειοθετήθηκε καν κάποια υποψία τροχονομικής παράβασης από τον Νίκολς.
Το γεγονός ότι οι πέντε αστυνομικοί ήταν, όπως το θύμα τους, Αφροαμερικανοί, κάνει σμπαράλια το επιχείρημα ότι η αύξηση της «φυλετικής ποικιλομορφίας» του αστυνομικού σώματος προσφέρει κάποιου είδους «καλύτερη αστυνόμευση». Πέρα όμως από αυτό, δείχνει και πως πρέπει να απαλλαγούμε από μία γενικότερη ψεύτικη αντίληψη για την ίδια τη λειτουργία της αστυνομίας. Μία παράγραφος του Ντέιβιντ Μπέιλι, ενός από τους σημαντικότερους ακαδημαϊκούς ερευνητές της αστυνόμευσης, του ρόλου και των επιπτώσεών της, συνοψίζει αυτή τη λανθασμένη αντίληψη καλύτερα από ό,τι θα μπορούσαμε εμείς:
«Η αστυνομία δεν αποτρέπει το έγκλημα. Αυτό είναι ένα από τα καλύτερα κρυμμένα μυστικά της σύγχρονης ζωής. Οι ειδικοί το ξέρουν, η αστυνομία το ξέρει, αλλά το κοινό δεν το γνωρίζει. Κι όμως, η αστυνομία προσποιείται πως είναι η καλύτερη άμυνα της κοινωνίας απέναντι στο έγκλημα και συνεχώς ισχυρίζεται ότι εάν της δοθούν περισσότεροι πόροι, ειδικά προσωπικό, θα μπορέσει να προστατέψει τις κοινότητες απέναντι στο έγκλημα. Αυτός είναι ένας μύθος.»
Το 2022, με κυβέρνηση Δημοκρατικών κι όχι του ρατσιστή Ντόναλντ Τραμπ, οι ΗΠΑ είδαν αύξηση των δολοφονιών από αστυνομικούς, με το Mapping Police Violence να καταγράφει 1176 θανάτους, περισσότερους από 3 ανά ημέρα ή σχεδόν 100 ανά μήνα. Το 24% των δολοφονημένων ήταν Αφροαμερικανοί, που αποτελούν περίπου το 13% του συνολικού πληθυσμού. Αναμφίβολα, ο ρατσισμός είναι υπαρκτός — όμως αυτό που η συντριπτική πλειοψηφία των θυμάτων είχε κοινό ήταν η τάξη, ήταν δηλαδή φτωχοί. Επιπρόσθετα, στην πλειοψηφία τους οι δολοφονίες αυτές πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια διαδικασιών ρουτίνας, δηλαδή μη βίαιων περιστατικών, όπως τροχονομικοί έλεγχοι — ό,τι ακριβώς έγινε και στην περίπτωση της δολοφονίας του Νίκολς.
Ο ρόλος της αστυνομίας στη σύγχρονη μορφή της, από την πρώτη υιοθέτησή της στα τέλη του 18ου αιώνα, ήταν και παραμένει ο έλεγχος των φτωχών πληθυσμών και η προστασία των ανώτερων τάξεων από αυτούς.