Άρης Χατζηστεφάνου | Η Εφημερίδα των Συντακτών 09/07/2023
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των δημιουργών της, η τελευταία ταινία του Ιντιάνα Τζόουνς δεν μπορεί να ξεφύγει από το σκοτεινό παρελθόν του ρατσισμού, της ισλαμοφοβίας και των οριενταλιστικών στερεοτύπων που χρησιμοποιούσε για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες ο Στίβεν Σπίλμπεργκ.
Ο ηθοποιός Τζον Ρις Ντέιβις, που συμπρωταγωνίστησε με τον Χάρισον Φορντ σε τρεις από τις ταινίες του Ιντιάνα Τζόουνς, υποστήριξε κάποτε ότι έχει γνωρίσει τουλάχιστον 150 αρχαιολόγους που αποφάσισαν να ακολουθήσουν το συγκεκριμένο επάγγελμα βλέποντας τις ταινίες.
Η παρατήρηση δεν φαίνεται να ξενίζει κανέναν: το Top Gun παρήγαγε πιλότους, η ταινία Αποστολή στη Νικαράγουα δημιούργησε γενιές φωτορεπόρτερ και πολεμικών ανταποκριτών, ενώ τα τηλεοπτικά CSI έδωσαν νέα πνοή στον κλάδο των ιατροδικαστών. Το πρόβλημα, όμως, με τις συγκεκριμένες ταινίες του Σπίλμπεργκ είναι ότι συμπυκνώνουν όλα τα αντιεπιστημονικά στοιχεία που οι σύγχρονοι αρχαιολόγοι αλλά και οι ανθρωπολόγοι προσπαθούν να αποβάλουν από το επάγγελμά τους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η πρώτη ταινία της σειράς, Οι Κυνηγοί της Χαμένης Κιβωτού, προκάλεσε οργισμένες αντιδράσεις σε περιοχές της Μέσης Ανατολής καθώς όλοι οι Άραβες παρουσιάζονταν σαν πρωτόγονοι, μικροαπατεώνες και συνήθως… ηλίθιοι. Η ταινία μάλιστα έλαβε και ένα από τα βραβεία «ισλαμοφοβικής προπαγάνδας» που απένειμε τότε η Επιτροπή Ισλαμικών Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε ταινίες που προωθούσαν ακραίες μορφές οριενταλισμού και μίσους για τους μουσουλμάνους.
Συμπτωματικά ή όχι οι κυνηγοί της χαμένης κιβωτού θα φτάσουν στη μεγάλη οθόνη όταν οι «κακοί» της αμερικανικής βιομηχανίας του θεάματος δεν προέρχονται πλέον από το πρώην ανατολικό μπλοκ αλλά τη Μέση Ανατολή – το νέο ενεργειακό «δισκοπότηρο» της αμερικανικής αυτοκρατορίας.
Η κατάσταση δεν θα βελτιωθεί καθόλου όταν ο Σπίλμπεργκ αποφασίζει να κινηθεί προς Ανατολάς περνώντας από τις ερήμους του αραβικού κόσμου στην ινδική υποήπειρο. Οι παραγωγοί της ταινίας Ο Ιντιάνα Τζόουνς και ο Ναός του Χαμένου Θησαυρού αδιαφόρησαν τόσο για τις τοπικές ιδιαιτερότητες ώστε όχι μόνο έκαναν τα γυρίσματα στη Σρι Λάνκα, αλλά άφησαν τους κομπάρσους να μιλούν στη δική τους γλώσσα, δηλαδή στα σίνχαλα αντί για τα χίντι που θα έπρεπε να μιλούν οι Ινδοί.
Έχει πάντως ενδιαφέρον ότι με το πέρασμα του χρόνου η κριτική προς τον Ιντιάνα Τζόουνς δεν προέρχεται τόσο από λαούς και πολιτισμούς της Ανατολής, που παρουσιάζονται σαν καρικατούρες, αλλά από Δυτικούς αρχαιολόγους που εντοπίζουν στις ταινίες έντονα σημάδια μιας νεο-αποικιοκρατικής αντίληψης. Σύμφωνα με τον Κρίστοφερ Χάνεϊ, καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια, «οι ταινίες του Ιντιάνα Τζόουνς εξακολουθούν να προβάλλουν μια λογική καταστροφής και αρπαγής για τις αρχαιότητες οι οποίες δεν επιστρέφουν ποτέ στον τόπο προέλευσής τους».
Η περίφημη φράση του Ιντιάνα Τζόουνς «αυτό το αντικείμενο ανήκει στο μουσείο» μπορεί να θεωρούνταν κάποτε σαφής κριτική προς τα ιδιωτικά δίκτυα λαθρανασκαφών και αρχαιοκαπηλίας, αλλά είναι τουλάχιστον προβληματική σε μια εποχή όπου μεγαλύτερα αρπακτικά αρχαιοτήτων θεωρούνται τα μητροπολιτικά μουσεία, όπως αυτό της Νέας Υόρκης και του Λονδίνου. Όταν λέει στο μουσείο, εξηγούσε παλαιότερα η συγγραφέας Σεζίν Κέλερ, εννοεί στο μουσείο του δικού του πανεπιστημίου όπου μπορούσε να υπερηφανεύεται ότι προσφέρει προστασία στις κλεμμένες αρχαιότητες.
Η εξέλιξη του Ιντιάνα Τζόουνς δεν θα μπορούσε φυσικά να είναι διαφορετική αφού, σύμφωνα με αρκετούς συγγραφείς, ο ήρωας του Σπίλμπεργκ στήθηκε πάνω στην αληθινή προσωπικότητα του Χίραμ Μπίνγκχαμ ΙΙΙ, του εξερευνητή που έκανε γνωστό σε ευρύτερο κοινό το μνημείο του Μάτσου Πίτσου στο Περού. Στις αρχές του 20ού αιώνα ο Μπίνγκχαμ «απαλλοτρίωσε» περίπου 40.000 αντικείμενα από την περιοχή, τα οποία διαδοχικές κυβερνήσεις του Περού επιχειρούν έκτοτε να επαναπατρίσουν στη χώρα.
Πιστός στο πνεύμα του λόρδου Έλγιν αλλά και του Αμερικανού διπλωμάτη Λουίτζι Πάλμα ντι Τσεσνόλα που λεηλάτησε τους αρχαιολογικούς θησαυρούς της Κύπρου, ο Μπίνγκχαμ διεκδικεί επάξια τον τίτλο του πιο δοξασμένου τυμβωρύχου της Ιστορίας. Καθόλου τυχαία στην πρώτη σκηνή της πρώτης ταινίας του Ιντιάνα Τζόουνς ο «αρχαιολόγος» εισέρχεται κρυφά σε ένα ταφικό μνημείο και αντικαθιστά ένα πολύτιμο ειδώλιο με ένα σακί από άμμο.
Ουσιαστικά τα δύο βασικότερα προβλήματα στη σειρά ταινιών του Ιντιάνα Τζόουνς, δηλαδή η στερεοτυπική παρουσίαση των τοπικών πληθυσμών και η αρπαγή και καταστροφή αρχαιοτήτων, είναι άρρηκτα συνδεδεμένα.
Όπως εξηγούσε ο ανθρωπολόγος Μπέντζαμιν Ντέιβις, «η ανθρωπολογία και η αρχαιολογία βρίσκονται ακόμη κάτω από τη μαύρη σκιά πρακτικών και ιδεολογιών που γεννήθηκαν από την αποικιοκρατία. Οι πρώτοι ανθρωπολόγοι αναλάμβαναν να κατανοήσουν τους τοπικούς πληθυσμούς με στόχο να βοηθήσουν στην αποικιακή εξάπλωση των ευρω-αμερικανικών δυνάμεων».
Για αυτόν τον λόγο, συνεχίζει ο Ντέιβις, «οι τοπικοί πληθυσμοί παρουσιάζονται σε όλες τις ταινίες του Ιντιάνα Τζόουνς σαν πρωτόγονοι εχθροί του πρωταγωνιστή».
Υπό αυτή την έννοια ο Ιντιάνα Τζόουνς έχει τόση σχέση με την επιστήμη της αρχαιολογίας όση είχε και ο Λόρενς της Αραβίας – η ηρωική απεικόνιση του Βρετανού πράκτορα Τόμας Έντουαρντ Λόρενς, που ανέλαβε να στρέψει τους αραβικούς πληθυσμούς εναντίον της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η τελευταία και τελική ταινία της σειράς του Ιντιάνα Τζόουνς -και η πρώτη που δεν φέρει την υπογραφή του Στίβεν Σπίλμπεργκ- φαίνεται να έχει ξεπεράσει την παιδική ασθένεια του ακραίου οριενταλισμού (αυτή τη φορά απλώς κάνει μπάχαλο την ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας). Τα στίγματα του παρελθόντος όμως είναι πολύ βαθιά χαραγμένα στις ρυτίδες του αρχαιολόγου-αρχαιοκάπηλου Ιντιάνα Τζόουνς.