Της Δήμητρας Μπέη
Μια Κυριακή του Ιανουαρίου του 1978 στη Βαρκελώνη, μετά την ολοκλήρωση πορείας ενάντια στο αντιεργατικό Σύμφωνο της Μονκλόα, τυλίγεται στις φλόγες το νυχτερινό κέντρο «Σκάλα». Οι τέσσερις εργαζόμενοι που ήταν μέσα στο κτήριο τη στιγμή του εμπρησμού θα έβρισκαν τραγικό θάνατο. Η επίθεση θα αποδιδόταν σε αναρχικούς.
Σπάνια θα ξεκινήσω ένα βιβλίο από τον πρόλογο. Ολοκληρώνοντας όμως κάθε σελίδα του βιβλίου του Χαβιέρ Κανιάδας Γασκόν «Υπόθεση Σκάλα» το μυαλό μου δεν μπορούσε παρά να κάνει συνειρμικές ταυτίσεις, με τον επίλογο να με βρίσκει σε κατάσταση σοκ, αηδίας και θυμού. Έτσι ανέτρεξα στην αρχή που παρέλειψα, αντικρίζοντας αυτά τα λόγια του Στέργιου Κατσαρού: «Τι νόημα έχει να κυκλοφορήσει ένα βιβλίο για μια υπόθεση τριάντα χρόνων πριν στη Βαρκελώνη, όπου βρήκαν τον θάνατο τέσσερις εργαζόμενοι; […] Η σκέψη μου κόλλησε όμως στην τελευταία φράση του κειμένου: “… και η αναρχία έπαψε να είναι επικαιρότητα, μετά από 115 χρόνια αγώνων” […] Η σκέψη μου πήγε αυτόματα στην υπόθεση της Μαρφίν…».
Η ιστορία συναντά τον πρωταγωνιστή και συγγραφέα του βιβλίου στο σπίτι ενός συντρόφου του από τη CNT, τον Πέπε. Ο τελευταίος είχε κανονίσει μια συνάντηση με ένα αρκετά γνωστό αλλά συνάμα μυστήριο πρόσωπο, τον Χοακίν Γκαμπίν Ερνάνδεθ, γνωστό στο κίνημα ως «ο Γερο-Αναρχικός». Αυτός ο τίτλος του ήταν που γέννησε την επιθυμία στον Χαβιέρ και τους συντρόφους του να τον γνωρίσουν από κοντά. Αυτό που δεν γνώριζαν τότε όμως, ήταν ότι ο Ερνάνδεθ ήταν παλαιός γνώριμος της ασφάλειας όντας ποινικά σεσημασμένος. Ένα χρόνο πριν, το 1977, σε αγαστή συνεργασία με την αστυνομία και έχοντας διεισδύσει ήδη στους κόλπους της FAI (Ιβηρική Αναρχική Ομοσπονδία), «φόρτωσε» δύο βαλίτσες με όπλα και εκρηκτικά στην οργάνωση, που αποτέλεσαν την αφορμή για την εισβολή της αστυνομίας σε Συνδιάσκεψη που είχε κανονιστεί οδηγώντας στη σύλληψη 54 συντρόφων. Ο Ερνάνδεθ ισχυρίστηκε ότι τον έψαχνε η ασφάλεια και ο Χαβιέρ του πρότεινε να κρυφτεί στο σπίτι του με τον Πέπε να απαντάει: «Όχι, αυτό το σπίτι είναι γιάφκα», αναφερόμενος στο παράνομο προπαγανδιστικό υλικό. Ο Ερνάνδεθ όμως θα καταλάβαινε κάτι άλλο.
Την πετρελαϊκή κρίση του 1973 θα ακολουθούσε ο θάνατος του Φράνκο, με την φιλοφρανκική κυβέρνηση που τον διαδέχθηκε να μην μπορεί να διαχειριστεί τον πληθωρισμό και το εξωτερικό χρέος της Ισπανίας που είχαν σημειώσει απότομη άνοδο. Η «αριστερά», ακόμη εξωκοινοβουλευτική, επιδίωκε να φάει από την πίτα της «μεταβατικής περιόδου» προωθώντας στους εργάτες το αφήγημα της συναίνεσης. Αυτό οδήγησε την πλειοψηφία της εργατικής τάξης να εγκαταλείψει τα συστημικά πλέον συνδικάτα των κομμουνιστικών κομμάτων του PCE (Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας) και PSOE (Εργατικό Επαναστατικό Κόμμα Ισπανίας), να ενταχθεί στην CNT (Εθνική Συνομοσπονδίας Εργασίας) και να συμμετάσχει στις κινητοποιήσεις του ευρύτερου Ελευθεριακού κινήματος.
Η CNT μέχρι το 1977, οπότε θα αναγνωριστεί έπειτα από 40 χρόνια παράνομου αγώνα, όπως και τα περισσότερα κόμματα της χώρας, ως νόμιμο συνδικάτο, θα φτάσει να έχει περισσότερα από 100.000 μέλη και παρουσία σε πάνω από 250 πόλεις της Ισπανίας. Ο κόσμος θα έβγαινε μαζικά στους δρόμους ενώ οι καταλήψεις εργοστασίων και οι απεργίες θα ξεπηδούσαν η μία μετά την άλλη. Η ισπανική κοινωνία θύμιζε εμπόλεμη ζώνη με τους εργάτες στα οδοφράγματα και τους φασίστες να δολοφονούν. Βλέποντας τα έσοδά της να μειώνονται δραματικά, η οικονομική ελίτ της χώρας προχώρησε στη σύνταξη του Συμφώνου της Μονκλόα που έβαζε ταφόπλακα στις συλλογικές διεκδικήσεις και ενίσχυε την εργασιακή εκμετάλλευση. Η CNT θα καλούσε σε πορεία διαμαρτυρίας τον Ιανουάριο ενάντια στο Σύμφωνο. Ήταν η μόνη που θα το αποφάσιζε αρνούμενη να προδώσει το λαό της. Και γι’ αυτό έπρεπε να καταστραφεί.
Την ημέρα της διαμαρτυρίας, ο Χαβιέρ μαζί με τους συντρόφους του και τον χαφιέ Ερνάνδεθ θα κατέβαιναν στην πορεία με έναν σάκο γεμάτο με μολότοφ, όπως είχαν παροτρυνθεί από τον Ερνάνδεθ, για να αμυνθούν σε περίπτωση που η αστυνομία, κατά τη συνήθη πρακτική της, έκανε επίθεση στο πλήθος. Η επίθεση όμως αυτή για έναν παράξενο λόγο δεν ήρθε ποτέ και οι μολότοφ έπαψαν να έχουν πια χρησιμότητα για τους συντρόφους. Όχι όμως και για τον Ερνάνδεθ που τους υπέδειξε το νυχτερινό κέντρο «Σκάλα». Τους είπε πως δεν έπρεπε να πάνε χαμένες και πως μια επίθεση εκεί θα αποτελούσε «ισχυρό πλήγμα για την αστική τάξη». Φτάνοντας έξω από το κέντρο είδαν μαύρο καπνό να βγαίνει από την πίσω πλευρά του κτηρίου. Δεν έδωσαν σημασία. Ο Χαβιέρ κοίταξε από την κλειδωμένη εξώπορτα στο εσωτερικό του προθαλάμου αλλά δεν ήταν κανείς μέσα. Προσπάθησε να ανοίξει κάποια από τις τέσσερις πόρτες της εισόδου αλλά μάταια. Είχαν συμφωνήσει πως αν οι πόρτες ήταν ανοιχτές δεν θα έριχναν τις βόμβες γιατί αυτό θα σήμαινε πως υπήρχαν άνθρωποι στο κτήριο. Αφού απέκλεισαν αυτό το ενδεχόμενο λοιπόν, πέταξαν τις μολότοφ στην κεντρική είσοδο και έφυγαν. Όταν έφτασαν στην άλλη μεριά του δρόμου και κοίταξαν προς την πόρτα του κέντρου η φωτιά από τις μολότοφ δεν υπήρχε καν. Αντίθετα ο καπνός που είχαν δει όταν φτάσανε ολοένα και μεγάλωνε. Το ίδιο βράδυ η αστυνομία εισέβαλλε στη «γιάφκα» του Χαβιέρ, τον ακινητοποίησε και τον ρωτούσε επανειλημμένως που έχει κρύψει τα όπλα.
Θα ακολουθούσαν οχτώ επώδυνα χρόνια για τους αγωνιστές. Βασανισμοί, μεταφορά από τη μία φυλακή στην άλλη και μια δίκη παρωδία χωρίς μαρτυρίες και γελοία αποδεικτικά στοιχεία που βρέθηκαν στο σπίτι του Χαβιέρ. Στα μίντια μονοπωλούσε ο τίτλος «Οι τέσσερις δολοφόνοι, αναρχικοί τρομοκράτες της υπόθεσης Σκάλα». Μαζί με την κυβέρνηση επιδόθηκαν σε μια επαίσχυντη προπαγάνδα χαρακτηρίζοντας την CNT ως εγκληματική οργάνωση. Εκατοντάδες εργάτες φυλακίστηκαν. Η CNT διχάστηκε. Ενώ στην αρχή δέχθηκε να βοηθήσει τον Χαβιέρ και τους συντρόφους του, αργότερα αποφάσισε ότι έπρεπε να επικεντρώσει όλη της την προσοχή στην αναδιοργάνωσή της που είχε πληγεί από τον κρατικό πόλεμο.
Η αδυναμία συνεννόησης όμως στο εσωτερικό της οργάνωσης, με τους αναρχικούς ανένδοτους σε οποιεσδήποτε πολιτικές υποχωρήσεις και τους μαρξιστές πεπεισμένους ότι μόνο η προσαρμογή στις παρούσες πιο «εκδημοκρατισμένες» τάσεις της αριστεράς, που είχε βιώσει ριζικές πολιτικές αλλαγές από την εποχή του «αγνού» αναρχοσυνδικαλιστικού και αντιφασιστικού αγώνα, θα παρέτειναν την ζωή της οργάνωσης, οδήγησαν τελικά στην διάσπασή της κατά τη διάρκεια του 5ου Συνεδρίου της τον Δεκέμβρη του 1979. Το κράτος είχε καταφέρει να πτοήσει το ηθικό των εργατών που αποχωρούσαν ο ένας μετά τον άλλον. Κάποιοι στράφηκαν στον ένοπλο αγώνα αλλά η ζημιά είχε γίνει. Καθετί το ελευθεριακό αντηχούσε πια ως επικίνδυνο. Ο σκοπός επετεύχθη.
Η υπόθεση Σκάλα ήταν μια καλοστημένη κρατική προβοκάτσια. Το κτήριο, μόνο εκείνη τη χρονιά, δεν τηρούσε τις προδιαγραφές πυρασφάλειας. Οι καταθέσεις μαρτύρων, οι οποίοι άκουσαν δύο δυνατές εκρήξεις, κάτι που δεν μπορεί να προκληθεί από μερικές μολότοφ, δεν έφτασαν ποτέ στο δικαστήριο. Οι ιδιοκτήτες έλαβαν 200 εκατομμύρια πεσέτες από την ασφαλιστική. Ο κυβερνήτης της Βαρκελώνης απαγόρευσε να διεξαχθεί πραγματογνωμοσύνη στο κτήριο το οποίο μετά κατεδαφίστηκε. Μάρτυρας που είδε δύο κουστουμαρισμένους τύπους να μπαίνουν στο κέντρο κρατώντας δύο ύποπτες βαλίτσες βρέθηκε μερικές μέρες μετά δολοφονημένος. Τηλεοπτικό συνεργείο που μετέδιδε κάθε Κυριακή ζωντανά το πρόγραμμα του κέντρου, εκείνη την Κυριακή δεν εμφανίστηκε. Ο αρχηγός της Πυροσβεστικής που αμφισβήτησε το πόρισμα περί ανάφλεξης από μολότοφ απομακρύνθηκε από τη θέση του. Παρόλο που μετέπειτα αποδείχθηκε η συμμετοχή ενός ασφαλίτη στον εμπρησμό, το κυνήγι μαγισσών κατά των αναρχικών και αγωνιστών της ριζοσπαστικής αριστεράς συνεχίστηκε από την κοινή γνώμη και τα μετέπειτα χρόνια μέχρι τώρα. Ο τραγικός απολογισμός της υπόθεσης ήταν τέσσερις δολοφονημένοι εργάτες, μέλη της CNT, που βρίσκονταν μέσα στο κτήριο την ώρα του εμπρησμού και μια αυλαία πεσμένη στην πιο μεγαλειώδη παράσταση του αναρχικού κινήματος.
Το αστείο φυσικά είναι ότι ενώ η ιστορία εμφανίζεται γυμνή μπροστά μας, εμείς επιλέγουμε να γυρνάμε το κεφάλι. Αυτή γελάει μέσα στα μούτρα μας και εμείς μένουμε αποσβολωμένοι να ρωτάμε το γιατί. Ο θάνατος γίνεται εύκολα το μπαλάκι στα διάφορα παιχνίδια λαϊκισμού. Κι αυτό γιατί η ζωή μας γι΄αυτούς δεν αξίζει τίποτα. Και όταν νιώθουν φόβο είναι παραπάνω από διατεθειμένοι να κοπιάρουν τα «επιτεύγματα» των προκατόχων τους αδιαφορώντας για το αίμα μας που κυλάει στα χέρια τους. Και η κοινωνία είναι πάντα έτοιμη να τους τα καθαρίσει. Στο μυαλό μας όμως πια, είναι περισσότερο ευδιάκριτη από ποτέ η μάχη ανάμεσα στην συγκατάβαση και την αντίσταση στις πολλές, μικρές Μαρφίν που γεννούν τα καθεστώτα καταπίεσης και ανελευθερίας. Το ερώτημα είναι αν η δεύτερη θα νικήσει και εκεί. Γιατί στις καρδιές μας το έχει κάνει σίγουρα. Ο φάκελος της υπόθεσης «Σκάλα» παραμένει απόρρητος μέχρι σήμερα.