Η ιστορία έχει ως εξής: Ένα περιοδικό, το Unfollow, παρουσιάζει ένα θέμα περί λαθρεμπορίας πετρελαίου στο οποίο φέρονται ως εμπλεκόμενοι ο προμηθευτής του αμερικανικού στόλου, Δ.Μελισσανίδης και ο γνωστός και μη εξαιρετέος ολιγάρχης Σπ.Λάτσης.
Λίγα 24ωρα αργότερα ο συντάκτης του άρθρου, Λ. Χαραλαμπόπουλος, δέχεται απειλητικό τηλεφώνημα από τα γραφεία της εταιρείας του Δ.Μελισσανίδη από κάποιον που υποστηρίζει ότι είναι ο ίδιος ο Μελισσανίδης και απειλεί να σκοτώσει τον συντάκτη και την οικογένειά του και να «σκίσει» όποιον εισαγγελέα τολμήσει να ασχοληθεί με την υπόθεση.
Η ΕΣΗΕΑ και ο πρόεδρός της Δ.Τρίμης παρεμβαίνουν άμεσα και καταδικάζουν το γεγονός.
Την επομένη ένας ακροδεξιός σύμβουλος του πρωθυπουργού (ο οποίος σε τακτά χρονικά διαστήματα ζητά την ανάπτυξη των ενόπλων δυνάμεων στο εσωτερικό της χώρας), με την ιδιότητά του ως δικηγόρος του Μελισσανίδη, ζητά μεταξύ άλλων τη διαγραφή των σχολίων στην ηλεκτρονική σελίδα του περιοδικού.
Μέχρι εδώ όλα καλά. Αυτά είναι καθημερινά φαινόμενα σε όλες ανεξαιρέτως τις δικτατορίες της υποσαχάριας Αφρικής, που βρίσκονται υπό την κατοχή του ΔΝΤ. Συμβαίνουν επίσης σε πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, όπου ομάδες ολιγαρχών αφού απέκτησαν τον έλεγχο της δημόσιας περιουσίας μέσω των ιδιωτικοποιήσεων, δολοφονούν τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Παρόμοια περιστατικά συναντά κανείς και σε χώρες όπως η Κολομβία, όπου παραστρατιωτικά τάγματα θανάτου επιτίθενται σε εργαζόμενους και συνδικαλιστές.
Δεν υπάρχει λοιπόν κανένας λόγος να μην συμβαίνουν και στην Ελλάδα του Σαμαρά, του Βενιζέλου και του Κουβέλη.
Το πρόβλημα – και ζητώ συγγνώμη αν γίνομαι κουραστικός σε αυτό το σημείο – είναι ότι αυτή η ιστορία, που θα μπορούσε να γίνει ταινία στο Χόλιγουντ, δεν καταγράφεται ούτε σε μονόστηλο στις εφημερίδες και δεν τις αφιερώνεται ούτε δευτερόλεπτο στα κανάλια.
Όσοι έχουμε εργαστεί σε μεγάλα δημοσιογραφικά «μαγαζιά» στην Ελλάδα ή το εξωτερικό γνωρίζουμε ότι αυτό συνήθως δεν είναι ευθύνη των συντακτών. Εάν λόγου χάρη μια χώρα θεωρεί περιβαλλοντική βόμβα το μονοπύθμενο πετρελαιοφόρο του ιδιοκτήτη του μέσου όπου εργάζεσαι και απειλεί να το βυθίσει αν αυτό εισέλθει στα χωρικά της ύδατα, τότε δεν μπορείς να γράψεις γι’ αυτό το θέμα (αν και έχουν υπάρξει και εξαιρέσεις).
Δεν μπορείς επίσης να δημοσιεύσεις φωτογραφίες από γέφυρες που κατέρρευσαν εάν το μέσο στο οποίο εργάζεσαι ελέγχεται από την κατασκευάστρια εταιρεία της γέφυρας.
Κάθε σύγχρονος δημοσιογράφος όμως έχει και το προσωπικό του blog, ένα λογαριασμό στο twitter και το facebook και πολλούς ακόμη τρόπους να εκφράσει την άποψή του. Πολύ περισσότερο υπάρχουν «εναλλακτικά» μέσα ενημέρωσης, τα οποία αν και φιλοξενούν διαφημίσεις τραπεζών ή δημοσίων οργανισμών, υποστήριζαν όλα αυτά τα χρόνια ότι ήταν ανεξάρτητα.
‘Οταν όλοι αυτοί οι δημοσιογράφοι και όλα αυτά τα μπλογκ σιωπούν για τις απειλές δολοφονίας ενός δημοσιογράφου η κοινωνία έχει κάθε δικαίωμα να φωνάξει «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι». Επίσης δεν έχει κανένα λόγο να αγοράζει τις εφημερίδες που δεν αναφέρθηκαν στο γεγονός – οι οποίες καλό είναι να κλείσουν – ενώ αποκτά αυτομάτως το δικαίωμα να διαδηλώνει έξω από τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς που ελέγχουν τις δημόσιες συχνότητες – δηλαδή ελέγχουν το δημόσιο αγαθό της ενημέρωσης.
Προφανώς αυτό είναι άδικο για εκατοντάδες άλλους δημοσιογράφους που δίνουν καθημερινές μάχες αξιοπρέπειας με τη λογοκρισία των αφεντικών τους. Αυτοί είναι οι πραγματικοί ήρωες που παίζουν κορώνα γράμματα το ελάχιστο εισόδημα της οικογένειάς τους για την τιμή της δημοσιογραφίας (προς αποφυγήν παρεξηγήσεων να εξηγήσω ότι δεν θεωρώ τον εαυτό μου έναν από αυτούς τους ήρωες).
Τι να κάνεις όμως; Δεν δίνουν οι μειοψηφίες το στίγμα ενός ολόκληρου επαγγελματικού κλάδου. Εάν η κοινωνία, γενικεύοντας, αποφασίσει ότι οι μπάτσοι είναι γουρούνια και δολοφόνοι και οι δημοσιογράφοι είναι αλήτες και ρουφιάνοι… ε κάτι μπορεί να ξέρει.
Άρης Χατζηστεφάνου