Εφημερίδα Εποχή – 10/12/2017
Συνέντευξη στη Μαρώ Τριανταφύλλου
Ussak είναι ο μουσικός δρόμος της θλίψης, που όμως μπορεί να μετατραπεί σε χαρά. Είναι ο τίτλος που διάλεξαν ο Κυριάκος Κατζουράκης και η Κάτια Γέρου για την νέα τους ταινία, που μόλις βγήκε στις αίθουσες.
Η ταινία είναι μια δυστοπία με αισιόδοξο τέλος, που αναδεικνύει τη δυνατότητα να υπάρξει ένας άλλος κόσμος μέσα από την συλλογική δράση και το όραμα. Βαθιά πολιτική και ανθρώπινη, καταφέρνει μέσα από σκληρές, πολύ δυνατές εικαστικά, εικόνες να αναδείξει τα βασικά προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας, αυτής που ονομάζουμε κοινωνία της κρίσης.
Τολμά να αγγίξει θέματα που δεν έχουν ακόμη απασχολήσει την τέχνη των καιρών μας όσο θα ‘πρεπε, όπως το θέμα του ελέγχου της τροφής από μεγάλες εταιρείες και συμφέροντα, ενώ φέρνει σαφώς στο προσκήνιο το ζήτημα της ανάγκης να αποκτήσει το κίνημα ιστορική συνείδηση και διάσταση.
Η Κάτια Γέρου, ηθοποιός με εντελώς ιδιαίτερο ερμηνευτικό στίγμα και ποιότητα και άνθρωπος με υψηλή πνευματικότητα, μιλά για την ταινία και τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε από μέρος της κριτικής.
Κυρία Γέρου, η πολυαναμενόμενη από πολλούς ταινία «Ussak», σε σκηνοθεσία Κυριάκου Κατζουράκη, στην οποία όχι μόνο πρωταγωνιστείτε, αλλά συνυπογράφετε και το σενάριο, βγήκε πριν από λίγες μέρες σε μια μόνο (!) κινηματογραφική αίθουσα. Η υποδοχή από τύπο δεν ήταν καλή. Τι ενόχλησε την κριτική, κατά τη γνώμη σας;
Και στο «Δρόμο προς τη Δύση» είχαμε παρόμοια εμπειρία. Όμως εκεί δεν υπήρξε ομαδική κατεδάφιση όπως για το «Ussak». Μόνο εκκωφαντική σιωπή! Εκτός από ένα θερμό κείμενο που μας χαροποίησε, όχι βέβαια για ναρκισσιστικούς λόγους, αλλά για το περίφημο feed back. Δηλαδή ο καλλιτέχνης έχει κάτι στο μυαλό του, δεν ξέρει αν κατάφερε να το αφηγηθεί καθαρά, και κάποιος το είδε, το κατάλαβε, το αγάπησε, κάποιος που δεν μας ήξερε προσωπικά. Εννοώ όχι κάποιος φίλος που έβαλε πλάτη –που στο κάτω-κάτω δεν είναι καθόλου αθέμιτο πότε-πότε μέσα στην εμπόλεμη ζώνη της τέχνης, την οποία επανειλημμένα ο Κυριάκος κι εγώ έχουμε βιώσει. Τέλος πάντων.
Η ταινία, εννοώ η προηγούμενη, ο «Δρόμος», παίχτηκε σε μεγάλα φεστιβάλ, σε συλλογικότητες, σε Πανεπιστήμια, στα πλαίσια των δικών για το trafficking κτλ. Και πήρε διακρίσεις. Ο μονόλογος της Μάρως Δούκα, που συνόδευε το συνολικό project , ταξίδεψε μετά σ’ όλη την Ελλάδα. Εμείς δεν κάναμε τίποτε για την προώθησή του. Είχαμε νιώσει ηττημένοι από την εντυπωσιακή απουσία κοινού στην Αθήνα.
Λειτούργησε όμως το «από στόμα σε στόμα» . Μέχρι σήμερα, μετά από 16 χρόνια, ταξιδεύει ακόμη. Και εκεί υπήρξε η γκρίνια του τύπου: «Πολύ μαυρίλα, πώς σας ήρθε αυτό το θέμα κτλ». Και μιλάμε για το προσφυγικό! Αλλά το 2001 -παραμονές των Ολυμπιακών αγώνων, στην ισχυρή Ελλάδα- δεν ήταν ακόμη «in» και «trendy» -για να χρησιμοποιήσω κι εγώ μια «μοντέρνα» γλώσσα μπας και μας αφήσουν ήσυχους, εμάς τους «απλοϊκούς διδακτικούς, παρωχημένης αισθητικής και γκροτέσκους» -σταχυολογώ, ξέρετε, δειγματοληπτικά κάποιες από τις φράσεις που διάβασα για την καινούρια μας ταινία. Και συγγνώμη δηλαδή για την αφελή απορία, αλλά από πότε το γκροτέσκο ως τρόπος έκφρασης έγινε απαγορευτικό; Εγώ τουλάχιστον δεν είχα ενημέρωση, ώστε να ενημερώσω με την σειρά μου και τον Κυριάκο για να το αποφύγουμε.
Τι είναι αλήθεια το γκροτέσκο; Το γκροτέσκο παίζει με στερεότυπα, λέει μπαναλιτέ και κοροϊδεύει. Π.χ. η φράση που ακούγεται στην ταινία «το χρέος είναι καύλα» σίγουρα δεν είναι φράση της φιλοσοφικής σχολής της Φραγκφούρτης… εννοείται. Είπαμε, υλικό του γκροτέσκο είναι τα στερεότυπα. Πολλές φορές έχουμε δει από μεγάλους μάστορες του σινεμά πολύ πιο extreme χρήσεις του γκροτέσκο. Έχουμε δει, π.χ., καρδινάλιους να παρελαύνουν σε πασαρέλα. Φαντάζεστε να γινόταν εδώ κάτι αντίστοιχο; Για σκεφτείτε το για λίγο, σας παρακαλώ. Πλανήτη θα ‘πρεπε να αλλάξει ο δημιουργός, όχι μόνο χώρα ή επάγγελμα.
Και για να τελειώσω, από πού ως πού, όταν μιλάει κάποιος για αγρότες και μεταλλαγμένους σπόρους γίνεται διδακτικός; Απ’ όσο γνωρίζω, η ανάγκη της τροφής δεν έχει καταργηθεί ακόμη. Μέχρι να ‘ρθει η ώρα που θα μασουλάμε μόνο USB και MP3 και φλασάκια ένας δημιουργός μπορεί να αγγίξει και αυτό το θέμα, όσο αντιλάιφ στάιλ κι αν είναι.
Σίγουρα όταν κάποιος δουλεύει με δύσκολα, «άσχημα» υλικά και με θέματα τζιζ!, όπως το χρέος ή η εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, είναι πιθανόν σε στιγμές να του ξεφεύγει η δοσολογία. Ο εντοπισμός αυτών των στιγμών θα ήταν σεβαστός και γόνιμος. Για διάλογο διψούν οι καλλιτέχνες. Στην περίπτωσή μας, μόνο αυτό δεν συνέβη.
Το κοινό πώς αντιδρά;
Ο μόνος αντίλογος μέχρι τώρα σ’ αυτήν την «εθνική συμφιλίωση» της κριτικής γύρω από το «Ussak» πλην κάποιων ελάχιστων εξαιρέσεων -ευτυχώς υπήρξαν και κάποιες φωνές που μπήκαν στον κόπο να αφουγκραστούν τη δουλειά μας και την τίμησαν με την προσοχή τους- είναι τα βουρκωμένα μάτια των θεατών στις δυο προβολές, της Θεσσαλονίκης και στην πρεμιέρα της Αλκυονίδας.
Αλλά αυτό δεν καταγράφεται, δεν αποδεικνύεται. Άρα δεν μπορεί να είναι αντεπιχείρημα σ’ ένα δημόσιο διάλογο. Το προϊόν της εργασίας μας είναι επομένως απολύτως ευάλωτο και ήδη τραυματισμένο. Τι να κάνουμε; C’ est la vie. Εν ολίγοις, η τέχνη, όταν δεν είναι κοσμική μάζωξη, αρκετά συχνά, όχι πάντα ευτυχώς, γίνεται πεδίο μάχης: σύγκρουση αισθητικών επιλογών, άρα και σύγκρουση ιδεολογίας. Το ξέρω, ναι, αλλά όταν σου συμβαίνει, δεν είναι και το καλύτερο.
Ποιες ακριβώς ήταν οι ενστάσεις της κριτικής για την ταινία σας;
Ενστάσεις… πολύ ευγενικά το είπατε… Ναι, φυσικά. Ακούσαμε ότι η ταινία έχει «βαριά σκηνογραφία». Φαντάζομαι ότι ο άνθρωπος που το γράφει, εννοεί τους εγκαταλελειμμένους βιομηχανικούς χώρους, γιατί όλα τ’ άλλα ένα βουνό και κάτι δωμάτια είναι. Μα δεν τους στήσαμε εμείς. Υπάρχουν. Δεν τους ερημώσαμε εμείς. Η κρίση τους ερήμωσε. Δεν έπρεπε να τους φιλμάρουμε; Γιατί; Θα πάθει ζημιά ο τουρισμός;
Είπαν ακόμη ότι στο «Ussak» «το σεξ δεν είναι ποτέ χαρά». Μα τόσο άπλετο, χαρούμενο σεξ υπάρχει παντού. Πάνω του πέφτεις διαρκώς! Μέσα στην κατακριτέα αφέλειά μας θεωρήσαμε ότι είναι ήδη τόσο δικαιωμένο και καταγεγραμμένο που δεν χρειάζεται έξτρα αρωγή από εμάς. Έτσι λοιπόν ασχοληθήκαμε με το άλλο σεξ, το λυπημένο και το βίαιο. Υπάρχει και αυτό, ξέρετε.
Επίσης, ότι «υπάρχουν άστεγοι που απαγγέλλουν Καρούζο». Ο άνθρωπος που το έγραψε αυτό δηλαδή σκέφτεται κάτι σαν: «άστεγος είσαι, σούρσου μέσα στο χαρτόκουτό σου και σώπα. Πού το βρήκες το βιβλίο, το laptop για να σερφάρεις και να βρίσκεις ποιήματα; Προφανώς άστεγος γεννήθηκες και μη μας ζαλίζεις. Ώχου!».
Διάβασα επίσης, ότι παρουσιάζεται «μια κοινωνία που έχει χάσει εκτός από χρήματα και κάθε … ηθική». Στην αρχή θεώρησα ότι οι τελείες είναι τυπογραφικό λάθος. Μετά είπα μέσα μου, μπα, ειρωνεία είναι. Όποιος δηλαδή χάνει τα χρήματά του, χάνει και την ηθική του; Δεν θα θυμίσω εδώ πως έχουν γραφτεί τόμοι πάνω στο θέμα από τον Μπρεχτ και τόσους άλλους, ων ουκ έστιν αριθμός. Θα μπορούσε επίσης να εννοεί κάτι σαν: πού τη θυμηθήκατε τη λέξη; Απ’ την πλειστόκαινο περίοδο έχει να χρησιμοποιηθεί. Ή ποιος ξέρει τι άλλο, πού να πάει το φτωχό μου το μυαλό. Πάλι καλά, λέω, που δεν μπήκαν τα αποσιωπητικά πριν από τη λέξη «χρήματα». Όμως εκεί θα ήταν τουλάχιστον ευκολότερη η ερμηνεία τους: αφού τώρα έχουμε κάρτες!
Στην ταινία, είπαν «είναι όλα βαριά, από το περπάτημα μέχρι τις ανάσες». Φαντάζεται κανείς μετά από αυτό τους έρμους τους ηθοποιούς να εισπνέουν και να εκπνέουν, να λαχανιάζουν και να αγκομαχούν, εν είδει επιθανάτιου ρόγχου, και να κάνουν διασκελισμούς ως Κινγκ Κονγκ που ισοπεδώνει τη Νέα Υόρκη, συνοδεία υπόκρουσης από ντραμς.
Και για να τελειώνω, για την δουλειά μου ως ηθοποιού, κέρδισα τη φράση «υποκριτικός θάνατος». Φλερτάρω με την ιδέα μάλιστα μήπως από ‘δω και πέρα τη βάλω στο βιογραφικό μου. Βεβαίως γι’ αυτό το παράσημο, το ‘βαλα κι εγώ το χεράκι μου, αλλά η γενναιοδωρία, γενναιοδωρία. Το σωστό να λέγεται.
Πέρα από το χιούμορ, επιτρέψτε μου όμως, εγώ που είμαι συχνά ο αυστηρότερος κριτής της δουλειάς μου, να γίνω υπερόπτης, και να πω: εύχομαι μέχρι τη στιγμή του βιολογικού μου θανάτου, να μου ξανασυμβεί ένας τέτοιος «υποκριτικός θάνατος».
Όλο αυτό τo καλαμπούρι, δεν μου ‘ρχεται άλλη λέξη, επειδή δεν υιοθετήθηκε το στυλ: «Είναι κεφάτοι, γυρίζουν απ’ του Βερόπουλου», προφανώς για να επιδοθούν κατόπιν στο happy sex! Βιβλίο θα μπορούσε να γραφτεί, όχι με την δυσαρέσκεια και την απαξίωση της κριτικής, δικαίωμά της είναι, αλλά με τον τρόπο έκφρασης και τα επιχειρήματα αυτής της απαξίωσης και της δυσαρέσκειας.
Παρόλο που η χώρα μας βρίσκεται σε βαθιά κρίση, δεν υπάρχει κανένα περιθώριο να εκφραστεί αισθητική, συνεπώς και άλλη ιδεολογία, πέραν της γενικώς αποδεκτής, δηλαδή της «διαρκούς ανάπτυξης και του success story». Δεν «επιτρέπεται» η ποικιλία της έκφρασης που είναι το όπλο και η δύναμη και η ομορφιά της τέχνης. Κι όποιος δεν το κατάλαβε, κάποια στιγμή θα το καταλάβει στο πετσί του.
Πιστεύετε ότι τελικά η ταινία θα βρει το δρόμο της; Θα ακολουθήσει δηλαδή μια παρόμοια πορεία με την δύσκολη αλλά τελικά γόνιμη πορεία του «Δρόμου για την Δύση», μιας και αναφερθήκατε εκτεταμένα σ’ αυτήν συγκριτικά στην αρχή της συζήτησής μας;
Ναι, υπάρχει ήδη ενδιαφέρον. Δεκάδες τηλεφωνήματα για το ταξίδι της ταινίας. Αυτό το «από στόμα σε στόμα» που έλεγα πριν. Την επόμενη σεζόν αποφάσισα να μη δουλέψω στο θέατρο, ώστε να μπορώ να συνοδεύω την ταινία μαζί με τον Κυριάκο και να συζητάμε κατόπιν με το κοινό. Είχαμε σκεφτεί ένα ντοκιμαντέρ με θέμα την περιφέρεια στα χρόνια της κρίσης. Ίσως κάνουμε την αρχή συνδυάζοντάς το με το ταξίδι του «Ussak». Θα είναι δύσκολο και κοπιαστικό και δεν θα έχει χρηματική απολαβή –όπως δεν είχε και η ταινία για μας. Όμως αυτό αποφασίσαμε. Και ξέρετε γιατί; Για λόγους ιδιοτελείς: ψυχανεμιζόμαστε ότι εκεί θα πάρουμε χαρά κι έτσι θα πληρωθούμε».
Ποια είναι η κυρίαρχη πολιτική ιδέα που βγαίνει μέσα από την ταινία σας;
Η ταινία είναι βαθιά υπαρξιακή, κατά τη γνώμη μου, πριν από πολιτική, καταγγελτική κ.τ.λ. Λέει ότι όσο κι αν αγριέψουν οι συνθήκες, πάντα θα υπάρχει ελπίδα. Πάντα κάποιοι θα κινητοποιούν τον παλιό καλό τους εαυτό και θα μνημονεύουν τη χώρα τους «τη γεμάτη καρπούς και ιστορία», έστω κι αν χρειάστηκε να την εγκαταλείψουν για να επιβιώσουν. Πάντα κάποιοι θα διεκδικούν μια πιο φιλόξενη ζωή για όλους.
Εν ολίγοις, ως καλλιτέχνες και πολίτες προβάλλουμε στο μέλλον τους φόβους και τις ελπίδες μας. Αυτό μόνον. Το λέει όμορφα ο Ρόντγκερτ Μπρέγκμαν: «Με ενθαρρύνει η δυσαρέσκειά μας, γιατί η δυσαρέσκεια απέχει έναν ολόκληρο κόσμο από την αδιαφορία».
https://www.youtube.com/watch?v=MX5R6tuUw28
Σκηνοθεσία: Κυριάκος Κατζουράκης
Σενάριο: Κυριάκος Κατζουράκης, Κάτια Γέρου
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Γιάννης Φώτου – Μουσική: Μπάμπης Παπαδόπουλος
Σκηνικά: Νίκος Πολίτης – Κοστούμια: Κατερίνα Παπαγεωργίου
Διεύθυνση Παραγωγής: Γιώργος Ζέρβας – Παραγωγός: Γιάννης Σωτηρόπουλος
Πρωταγωνιστούν: Κάτια Γέρου, Γιάννης Τσορτέκης, Θεοδώρα Τζήμου, Νίκος Νίκας, Δημήτρης Πουλικάκος, Δημήτρης Πολύτιμος, Adrian Frieling, Θάνος Αλεξίου, Καμίλο Μπετανκόρ, Παύλος Ιορδανόπουλος και η μικρή Νέλλυ Θεοφιλοπούλου.