Άρης Χατζηστεφάνου | Η Εφημερίδα των Συντακτών 08/10/2022
Εξήντα χρόνια μετά τον θάνατο της Μέριλιν Μονρόε η νέα ταινία του Netflix για τη ζωή της μας θυμίζει ότι η αμερικανική βιομηχανία του θεάματος φοβάται ακόμη να μιλήσει για την πολιτική διαδρομή της, που την έφερε κοντά στην Κούβα του Κάστρο, την Κίνα του Μάο και την ΕΣΣΔ του Χρουστσόφ.
«Θεωρείτε φυσιολογική τη σχέση σας με τη Μέριλιν;», είχε ρωτήσει κάποτε ένας δημοσιογράφος τον Άρθουρ Μίλερ. Ήταν ο πιο ευγενικός τρόπος να διατυπώσει το ερώτημα τι δουλειά είχε ένας από τους σημαντικότερους θεατρικούς συγγραφείς του 20ού αιώνα δίπλα σε μια γυναίκα που παρουσιαζόταν από τα MME σαν μια ηλίθια, ξανθιά γατούλα του Χόλιγουντ. Απαντώντας ο Μίλερ παρουσίασε τον γάμο τους σαν τη μετουσίωση του έργου του «Ο θάνατος του εμποράκου»: η ενοποίηση δύο φαινομενικά αντίθετων κόσμων που βρίσκονται πολιτισμικά στα δύο άκρα της κοινωνίας, αλλά τους ενώνει ένα κοινό τραγικό στοιχείο. Ο Μίλερ ήταν από τους λίγους ανθρώπους που φάνηκε να καταλαβαίνει το πολιτικό ον που κρυβόταν κάτω από τη λαμπερή εικόνα της Μέριλιν.
Γεννημένη το 1926, ήταν ένα από τα χιλιάδες παιδιά που έζησαν στα πρώτα τους χρόνια την κατάρρευση του αμερικανικού ονείρου με τη χρηματιστηριακή κρίση του 1929 και τη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του ’30. Μακριά από τη μητέρα της, η οποία αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα, μεγαλώνει σε ξένες οικογένειες από τις οποίες θα καταφέρει να στεριώσει μόνο σε μία – στους Μπολάντερς. Ο θετός της πατέρας είναι ταχυδρόμος σε μια από τις φτωχότερες συνοικίες μαύρων, στο Γουάτς του Λος Άντζελες. Και εκεί η Μέριλιν μαθαίνει ότι η φτώχεια και οι κοινωνικές τάξεις δεν έχουν χρώμα.
Στους πρώτους κινηματογραφικούς της ρόλους, όπως το Clash Nights του περίφημου Φριτς Λανγκ, υποδύεται την τάξη της: μια εργάτρια που διεκδικεί τη θέση της σε μια ακραία πατριαρχική κοινωνία. Ήδη όμως έχει αρχίσει να ακολουθεί πολιτικά μονοπάτια που ενοχλούν τη βιομηχανία του θεάματος.
Στα γυρίσματα της ταινίας «Όλα για την Εύα» οι παραγωγοί εξοργίζονται όταν τη βλέπουν στο στούντιο να διαβάζει την αυτοβιογραφία του Λίνκολν Στέφενς, ενός σοσιαλιστή συγγραφέα που θεωρείται από τους πατέρες της ερευνητικής δημοσιογραφίας και ο οποίος αφού ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση είπε την περίφημη φράση «είδα το μέλλον και είναι εφικτό».
Η Μονρόε θέλει να ταξιδέψει και αυτή στη Σοβιετική Ένωση, γεγονός που από το 1955 θα τη βάλει στο στόχαστρο του FBI. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 οι φόβοι της υπηρεσίας φαίνεται να «επιβεβαιώνονται» όταν θα ταξιδέψει στο Μεξικό για να συναντήσει τον Φρέντερικ Βάντερμπιλτ Φιλντ, έναν σημαντικό κομμουνιστή διανοούμενο και ακτιβιστή που είχε αυτοεξοριστεί στο Μεξικό για να γλιτώσει από το κυνήγι μαγισσών του γερουσιαστή Μακάρθι. Δισέγγονος του βαρόνου των σιδηρόδρομων Κορνήλιου Βάντερμπιλτ, ο Φιλντ συγκρούστηκε με την οικογένειά του για να υπερασπιστεί τις ιδέες του, γεγονός που του στοίχισε κληρονομιά 70 εκατ. δολαρίων – περισσότερο από ένα δισεκατομμύριο σε σημερινές τιμές.
Στα απομνημονεύματά του στο βιβλίο From Right to Left, θυμάται ότι η Μονρόε «μιλούσε ένθερμα για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα δικαιώματα των μαύρων, ενώ εξέφραζε τον θαυμασμό της για όσα συνέβαιναν στην Κίνα. Μισούσε το κυνήγι μαγισσών εναντίον των κομμουνιστών αλλά πολύ περισσότερο μισούσε τον διευθυντή του FBI, τον Έντγκαρ Χούβερ». Μερικές δεκαετίες αργότερα το περιοδικό Time θα συμπληρώσει ότι υποστήριζε την Κούβα του Φιντέλ Κάστρο – του ανθρώπου τον οποίο επιχειρούσε να εξοντώσει η οικογένεια Κένεντι.
Το αποκορύφωμα πάντως της πολιτικοποίησης της Μέριλιν Μονρόε θα έρθει στο πλευρό του Άρθουρ Μίλερ, τον οποίο θα παντρευτεί όταν αυτός μπαίνει στο στόχαστρο της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών του γερουσιαστή Μακάρθι. Εξοργισμένος από τη στάση του προσωπικού του φίλου, Ελία Καζάν, που κατέδωσε οκτώ συνεργάτες του ως μέλη του κομμουνιστικού κόμματος, ο Μίλερ είχε ταξιδέψει στο Σάλεμ όπου επεξεργάστηκε το θεατρικό έργο The Crucible (Οι μάγισσες του Σάλεμ). Αυτή η αλληγορία για το αντικομμουνιστικό κυνήγι του Μακάρθι έφερε και τον Μίλερ στο εδώλιο της επιτροπής. Σε αντίθεση όμως με τον Καζάν θα βγει από την ανάκριση με το κεφάλι ψηλά. «Δεν πίστευα και δεν πιστεύω ότι πρέπει να είσαι καταδότης για να μπορείς να εργάζεσαι στις ΗΠΑ», έλεγε ο ίδιος. Σε όλη αυτή την καφκική περιπέτεια η Μέριλιν Μονρόε βρισκόταν πάντα στο πλευρό του, αν και γνώριζε ότι με τη στάση της θα μπορούσε να καταστρέψει και τη δική της καριέρα.
Προφανώς η Μέριλιν Μονρόε δεν άλλαξε με τη σκέψη και τη στάση της την πορεία της Αριστεράς. Η καλλιτεχνική της περσόνα ήταν αφελής και σε γενικές γραμμές αναπαρήγαγε τα πατριαρχικά πρότυπα της εποχής, ενώ δεν χρησιμοποίησε τη φήμη της για να συγκρουστεί με το πολιτικό κατεστημένο. Έμεινε όμως πιστή στις ιδέες της.
Εξήντα χρόνια αργότερα τα μέσα ενημέρωσης εξακολουθούν να την αντιμετωπίζουν «σαν αρκούδα σε τσίρκο», όπως έλεγε ο Άρθουρ Μίλερ. Όσο για τους δημιουργούς της ταινίας Blonde του Netflix όχι μόνο απέκρυψαν κάθε στοιχείο από την πολιτική της πορεία, αλλά διέγραψαν ακόμη και την επιχειρηματική της δράση και την εταιρεία παραγωγής που είχε ιδρύσει. Το αποτέλεσμα ήταν να παρουσιάσουν το προφίλ μιας ανήμπορης γυναίκας που άγεται, φέρεται και βιάζεται από διαφορετικούς άντρες. Και αυτό το αποτέλεσμα το ονόμασαν «φεμινιστική ματιά» στη ζωή της Μέριλιν Μονρόε.