Άρης Χατζηστεφάνου | Η Εφημερίδα των Συντακτών 02/10/2021
Η λάμψη της παγκόσμιας πρεμιέρας του «Τζέιμς Μποντ» στο Λονδίνο έμοιαζε παράταιρη σε μια χώρα όπου κυριαρχούν εικόνες άδειων σούπερ μάρκετ και όπου η κυβέρνηση αναζητά οδηγούς φορτηγών για την τροφοδοσία της αγοράς. Έτσι ακριβώς είχε οραματιστεί όμως και ο Ίαν Φλέμινγκ τον πρωταγωνιστή των μυθιστορημάτων του: τον τελευταίο ήρωα μιας ξεπεσμένης αυτοκρατορίας.
H Βρετανία, έγραφε προ ημερών ο συντάκτης αμυντικών θεμάτων της εφημερίδας «Guardian», αγοράζει την προβολή ισχύος που της προσφέρει μια ταινία με τον Τζέιμς Μποντ. Και την πλήρωσε ακριβά. Η βρετανική κυβέρνηση έχει χρηματοδοτήσει εμμέσως την ταινία με περίπου 55 εκατομμύρια ευρώ μέσω φοροαπαλλαγών, ενώ διέθεσε για τα γυρίσματα δεκάδες στρατιώτες και το καταδρομικό HMS Dragon. Δεν έχει περάσει άλλωστε ούτε μια δεκαετία από τη στιγμή που «δάνεισε» στους παραγωγούς ακόμη και τη βασίλισσα Ελισάβετ, η οποία συμμετείχε σαν ένα ακόμη «κορίτσι του Μποντ» στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου.
Από το πρώτο έτος της δημιουργίας του, το 1953, ο Τζέιμς Μποντ αποτέλεσε για το Ηνωμένο Βασίλειο ένα ιδιότυπο comfort food (φαγητό παρηγοριάς), το προϊόν που καταναλώνει κάποιος σε μεγάλες ποσότητες για να ξεπεράσει μια έντονα στρεσογόνο κατάσταση – στη συγκεκριμένη περίπτωση την απώλεια μιας αυτοκρατορίας. Μάλιστα, ο Μάθιου Πάρκερ, συγγραφέας του βιβλίου «Goldeneye: Where Bond was born», έφτασε να εξετάζει το έργο του Ίαν Φλέμινγκ, σε σχέση με την πτώση της βρετανικής αυτοκρατορίας, μέσα από τη γνωστή θεωρία για τα πέντε στάδια του πένθους: άρνηση, θυμός, διαπραγμάτευση, κατάθλιψη, αποδοχή.
Η φάση της άρνησης έρχεται ήδη με το δεύτερο βιβλίο της σειράς, «Ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθάνουν». Παρά το γεγονός ότι το Λονδίνο έχει ήδη υποστεί την πρώτη του γεωπολιτική συντριβή με την ανεξαρτητοποίηση της Ινδίας και του Πακιστάν, ο Βρετανός πράκτορας διατηρεί τον σεβασμό των νικητών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ως εκπρόσωπος μιας αυτοκρατορίας. Πρόκειται, μάλιστα, για το έργο στο οποίο εκφράζει τον πιο ακραίο βρετανικό ρατσισμό, καθώς αντιμετωπίζει τον μαύρο πληθυσμό των ΗΠΑ άλλοτε σαν κοινούς κακοποιούς και άλλοτε σαν βιτρίνα των κομμουνιστικών μυστικών υπηρεσιών.
Η φάση της οργής, σύμφωνα πάντα με τον Μάθιου Πάρκερ, έρχεται με το βιβλίο «Τα διαμάντια είναι παντοτινά», το οποίο παρεμπιπτόντως εκδόθηκε λίγους μόλις μήνες πριν από την κρίση του Σουέζ, όταν η Ουάσιγκτον και η Μόσχα ανάγκασαν το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία να αποχωρήσουν ταπεινωτικά από την περιοχή αφήνοντας στην Αίγυπτο τον έλεγχο της διώρυγας που είχε εθνικοποιήσει ο Νάσερ. Ο Φλέμινγκ έχει προλάβει να εκφράσει τα υποτιμητικά συναισθήματά του για τη νέα υπερδύναμη του δυτικού κόσμου, παρουσιάζοντας την αμερικανική κοινωνία σαν ένα συνονθύλευμα νεοπλουτισμού και εγκληματικότητας.
Θα ακολουθήσει η φάση της διαπραγμάτευσης στο «Από τη Ρωσία με αγάπη», όπου ο Τζέιμς Μποντ, αν και αναγνωρίζει την τεχνολογική και γεωπολιτική υπεροχή των ΗΠΑ, διατηρεί την αξία χρήσης του χάρη στην εφευρετικότητα και την «αγάπη για περιπέτεια». Οι κοινωνιολόγοι Τόνι Μπένετ και Τζάνετ Γούλακοτ θα συμπληρώσουν ότι στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα «ο Τζέιμς Μποντ ενσαρκώνει το ουτοπικό ενδεχόμενο η Αγγλία να ανακαταλάβει τη θέση της στο επίκεντρο των διεθνών εξελίξεων».
Ο Ίαν Φλέμινγκ θα βιώσει τη φάση της κατάθλιψης στο έργο του «Ζεις μονάχα δύο φορές», όπου αφήνει τον ήρωά του να κυλήσει στον τζόγο και τον αλκοολισμό. Ακόμη και όταν η ζωή του αποκτά πρόσκαιρα κάποιο νόημα με την ανάθεση μιας νέας αποστολής, ο 007 δεν θα βρει τη δύναμη να απαντήσει στον επικεφαλής των ιαπωνικών μυστικών υπηρεσιών όταν αυτός θα τον ταπεινώσει με την παρακάτω φράση: «Δεν χάσατε απλώς μια μεγάλη αυτοκρατορία, σχεδόν αγωνιούσατε να την πετάξετε στα σκουπίδια και με τα δυο σας χέρια».
Τέλος, η φάση της αποδοχής έρχεται με το βιβλίο «Στην υπηρεσία της Αυτής Μεγαλειότητος», στο οποίο o Τζέιμς Μποντ αναπολεί μαζί με τον Μ τις παλιές ένδοξες ημέρες του βρετανικού Πολεμικού Ναυτικού – στις μυστικές υπηρεσίες του οποίου είχε υπηρετήσει και ο ίδιος ο Φλέμινγκ κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Έχοντας περάσει λοιπόν και από τα πέντε στάδια του πένθους, ο Φλέμινγκ διατηρεί με αξιώσεις τη θέση του επίσημου θρηνωδού (ή αν προτιμάτε της μοιρολογίστρας) της βρετανικής αυτοκρατορίας. Γεννήθηκε σε μια εποχή όπου η χώρα του καθόριζε τις τύχες 450 εκατομμυρίων ανθρώπων, αλλά έγραψε τις ιστορίες του όταν το Λονδίνο δυσκολευόταν να διαχειριστεί ακόμη και τα του οίκου του. Δεν ξέρουμε πώς θα είχε αντιδράσει αν προλάβαινε να ζήσει και τον λεγόμενο Χειμώνα της Δυσαρέσκειας (winter of discontent) τo 1978, όταν ακόμη και το BBC διέκοπτε το πρόγραμμά του μόλις νύχτωνε για να αναγκάζει τους Βρετανούς να κοιμούνται νωρίτερα και να καταναλώνουν λιγότερη ενέργεια.
Δεν γνωρίζουμε τι μυθιστορήματα θα έγραφε αν βίωνε τις φυλετικές εξεγέρσεις του Μπρίξτον τo 1981 και τις μεγάλες συγκρούσεις για το χαράτσι (Poll Tax) που επέβαλε η Μάργκαρετ Θάτσερ το 1990. Ούτε αν θα αηδίαζε, όπως ο Τζον Λε Καρέ, όταν η χώρα του μετατράπηκε σε ορντινάντσα των αμερικανικών πολέμων στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Σίγουρα όμως θα μπορούσε να διαχειριστεί καλύτερα από όλους μια εποχή στην οποία οι ταινίες με τον ήρωά του θα προβάλλονταν κοντά σε άδεια ράφια σούπερ μάρκετ. Και αυτή τη φορά ο πράκτορας 007 θα έσωζε την κατάσταση οδηγώντας ένα φορτηγό.