Κωστής Καρπόζηλος
Πηγή: Ενθέματα
H στιγμή της άφιξης του αεροσκάφους της Πολεμικής Αεροπορίας που μεταφέρει το Άγιο Φως στην Αθήνα συμπυκνώνει το αδιέξοδο με το οποίο είμαστε αντιμέτωποι: πλέον έχουμε συνηθίσει ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει. Το στρατιωτικό άγημα, το κόκκινο χαλί, η παρουσία των κυβερνητικών εκπροσώπων και η τηλεοπτική κάλυψη έχουν μετατρέψει μια σχετικά πρόσφατη ιστορία σε «παράδοση» — τον ορισμό της επινοημένης παράδοσης που θα έγραφε ο Έρικ Χόμπσμπαουμ. Σ’ αυτό το πλαίσιο, τίποτα δεν φαντάζει ικανό να ανατρέψει τον παραλογισμό η ελληνική πολιτεία να επενδύει χρήματα και χρόνο στη μεταφορά μιας φλόγας μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα προκειμένου να την υποδεχτεί «με τιμές αρχηγού κράτους». Παρακολουθώντας τη σκηνή, προσπαθούσα να σκεφτώ εναλλακτικές πολιτικές διαχείρισης του ετήσιου αυτού ανορθολογισμού. Δεν αναφέρομαι σε ασεβή σενάρια, αν και ο πειρασμός είναι μεγάλος, αλλά σε μια πολιτική ειλικρίνειας. Πόσο δύσκολο θα ήταν η πολιτεία να γνωστοποιήσει στους φορολογούμενους το κόστος της ιστορίας αυτής και να ανακοινώσει ότι διαθέτει το ποσό σε έναν ουσιαστικό σκοπό; Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αν είναι 1 ή 10.000 ευρώ. Πρόκειται –όπως και στην περίπτωση των παρελάσεων ή της διδασκαλίας των θρησκευτικών– για πρόσημο πολιτικού προσανατολισμού: τομή ή συνέχεια;
Το να είναι κανείς στην εξουσία προφανώς προϋποθέτει ελιγμούς και συμβιβασμούς. Αυτή τη στιγμή όμως η κυβέρνηση φαίνεται να έχει συμβιβαστεί με κάτι βαθύτερο: την έλλειψη φαντασίας, τον εξοστρακισμό του πειραματισμού, το ξόρκισμα των συγκρούσεων με κατεστημένες δομές και αντιλήψεις. Στην εποχή που έχουμε όλοι και όλες πρόσβαση σε ένα τεράστιο ψηφιακό αρχείο είναι εύκολο να επισημαίνει κανείς τις κραυγαλέες ανακολουθίες ανάμεσα στις διαβεβαιώσεις του παρελθόντος και τις πρακτικές του σήμερα. Και, για τον λόγο αυτό, είναι εν τέλει περιττό. Οι πολλαπλες εκδοχές της διάψευσης, με πρώτη την οικονομική πολιτική, έχουν καταστήσει την υπενθύμιση του «είπες-ξείπες» ένα τελετουργικό που ικανοποιεί λίγους και αφορά ακόμα λιγότερους — εκτός αν πιστεύει κανείς ότι ο Νίκος Παππάς, που σάρκαζε την τελετή το 2012, θα νιώσει τώρα κάποιου είδους ευθύνη ή ντροπή. Το να εξαντλούμαστε στην επισήμανση των ανακολουθιών, επιπροσθέτως, πιστεύω ότι συσκοτίζει δύο αλληλοτροφοδοτούμενες πραγματικότητες.
Η πρώτη αφορά την κυβερνητική στρατηγική που συνοψίζεται στην επιλογή της ελάχιστης δυνατής αναστάτωσης. Σε μια σειρά ζητήματα (μεταξύ των οποίων η σχέση κράτους και Εκκλησίας) η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ δεν ενδιαφέρεται να διαταράξει τις παγιωμένες συνήθειες και τα εμπεδωμένα προνόμια του παρελθόντος. Πρόκειται για ενσυνείδητη επιλογή, άμεσα εξαρτώμενη με την αίσθηση συνέχειας που διατρέχει κυβερνητικές υπηρεσίες και κρατικούς μηχανισμούς. Συνιστά δε το αποτέλεσμα της άτακτης υποχώρησης όταν δειλά και διερευνητικά η κυβέρνηση είχε αναζητήσει σε επιμέρους μεταρρυθμίσεις το αντίβαρο στην αποτυχία της να ανατρέψει τις πολιτικές της λιτότητας. Το αποτέλεσμα είναι η οχύρωση γύρω από το παραδοσιακό τοτέμ της Αριστεράς: τις συνθήκες που δεν είναι ώριμες. Πέρα από το να αναρωτιέται κανείς πότε προβλέπεται να ωριμάσουν οι έρμες, νομίζω οτι πρέπει να δούμε κάτι πιο δομικό: αντιμέτωπη με την προοπτική του κλυδωνισμού, η κυβέρνηση επιλέγει να επενδύσει σε μια φαινομενική σταθερότητα, επιλογή που την οδηγεί προοπτικά στην απραξία. Πρόκειται για μια βαθιά συντηρητική επιλογή και εν τέλει, πιστεύω, εξαιρετικά αναποτελεσματική, καθώς αποξενώνει ακόμα και εκείνους που ήταν έτοιμοι να αποδεχτούν τη διάψευση των οικονομικών της εξαγγελιών με αντάλλαγμα τη ρήξη με τις συσσωρευμένες ανορθολογικές στρεβλώσεις που διαποτίζουν την καθημερινότητά μας.
Εδώ φοβάμαι βρίσκεται ο δεύτερος, και πιο κρίσιμος, κρίκος: ένας τέτοιος συντηρητισμός δεν είναι ξένος στον ιστορικό κορμό της Αριστεράς και του πάλαι ποτέ αντιμνημονιακού μετώπου. Το αντίθετο. Ήδη από το 2009 ένα ευρύ ρεύμα σκέψης και πρακτικής παρέμεινε προσηλωμένο σε μια αντίληψη που τοποθετούσε την Ελλάδα στο επίκεντρο της παγκόσμιας πραγματικότητας. Σύμφωνα με αυτό, η κρίση ήταν μεν οικονομική, αλλά πρωτίστως εθνική, τα αίτιά της ανάγονταν στα σχήματα της εξάρτησης, και οι εθνικές παραδόσεις λειτουργούσαν ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο 1821, τη δεκαετία του 1940 και το 2010. Το σχήμα του «Ελλάς-Ελλήνων-Αντιμνημονιακών» έχει μετεξελιχθεί μέσα στο χρόνο και σήμερα βρίσκεται εντός της κυβέρνησης. Η συνειδητοποίηση αυτή θα μας απεμπλέξει από την προσπάθεια να δούμε την αντίφαση ανάμεσα στα προσωπικά πιστεύω επιμέρους μελών της κυβέρνησης και των καθημερινών τους επιλογών. Η μεγάλη εικόνα είναι πιο σύνθετη και καθορίζεται από ένα αμάλγαμα εθνικοανεξαρτησιακών αντιλήψεων, θεωριών περί αποικίας χρέους και μοναδικότητας του ελληνισμού. Πριν μόλις δύο εβδομάδες κυκλοφόρησε η αιτιολογική έκθεση για τη θέσπιση μίας παγκόσμιας ημέρας ελληνοφωνίας. Η ιδέα είναι συζητήσιμη, αλλά το συνοδευτικό κείμενο φαντάζει βγαλμένο από το χρονοντούλαπο των κακογραμμένων εκθέσεων του εθνικόφρονος σχολείου: η «σφριγηλή» γλωσσα, η οποία αποδεικνύει την αδιατάρακτη πορεία του έθνους «σε διαρκή μέθεξη με την επιστήμη και τον πολιτισμό», θα εορτάζεται στις 20 Μαΐου, ημέρα που συμπίπτει με τα γενέθλια του Σωκράτη (όχι του Κόκκαλη) και την Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας (όχι της Κοκκινιάς).
Στις αστειότητες αυτές –και δεν αναφέρομαι σε καμία περίπτωση στη σημασία που έχει το Άγιο Φως για τους πιστούς ή στην ανάγκη μίας παγκόσμιας ημέρας ελληνοφωνίας– πολλοί και πολλές που διαφωνούν επιλέγουν να σιωπήσουν. Η σιωπή υπαγορεύεται από εκείνο το παλιό θεώρημα ότι η κριτική εξυπηρετεί, «ανεξάρτητα από τις προθέσεις της» όπως θα έλεγαν οι καθοδηγητάδες, τον περίφημο μύλο της αντίδρασης (αλήθεια, δεν πρέπει και αυτός να εκσυγχρονιστεί κάποια στιγμή σε αναλογία με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων;). Η στάση αυτή έχει οδηγήσει σε κρίσιμες σιωπές που οδήγησαν με τη σειρά τους σε ιστορικά αδιέξοδα της Αριστεράς. Σήμερα, που βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα ανάλογο αδιέξοδο, νομίζω ότι έχει μεγαλύτερη χρησιμότητα να πούμε αυτό που σκεφτόμαστε: «Ο βασιλιάς είναι γυμνός!»