Άρης Χατζηστεφάνου | Η Εφημερίδα των Συντακτών 16/09/2023
Η κατάρρευση των δύο φραγμάτων στην Ντέρνα της Ανατολικής Λιβύης την περασμένη εβδομάδα κατάφερε να συνοψίσει την πολύπαθη ιστορία της περιοχής. Από την πρώτη νικηφόρα μάχη Αμερικανών πεζοναυτών στην Ιστορία μέχρι την άνοδο και την πτώση του Μουαμάρ Καντάφι.
Για δεκαετίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο το όνειρο χιλιάδων κατοίκων της Μεσογείου ήταν να μεταναστεύσουν για εργασία σε κάποια από τις αναπτυγμένες χώρες του Παγκόσμιου Βορρά, όπως η Γερμανία, ή οι ΗΠΑ. Εξαίρεση αποτελούσαν οι κάτοικοι της πρώην Γιουγκοσλαβίας που ονειρεύονταν να βρεθούν στη Λιβύη του Μουαμάρ Καντάφι.
Η στενή συνεργασία των δύο χωρών στο πλαίσιο του Κινήματος των Αδεσμεύτων (παρά το γεγονός ότι η Λιβύη ανήκε στο πιο φιλοσοβιετικό μέτωπο, ενώ η Γιουγκοσλαβία ζητούσε ίσες αποστάσεις απέναντι στις υπερδυνάμεις του Ψυχρού Πολέμου) μετέτρεπε την πλούσια σε πετρέλαιο χώρα της Βόρειας Αφρικής σε προνομιακό προορισμό για εκατοντάδες αρχιτέκτονες, γιατρούς, μηχανικούς αλλά και απλούς εργάτες.
Γιουγκοσλαβικές εταιρείες, όπως η Energoinvest και η Hidrogradnja, αναλάμβαναν τεράστια έργα υποδομής, ενώ οι υπάλληλοί τους είχαν την πολυτέλεια να πετούν αεροπορικά στη χώρα του Καντάφι με την απευθείας γραμμή Σαράγεβο-Βελιγράδι-Τρίπολη.
Η ευάλωτη στις πλημμύρες περιοχή της Ντέρνα στην Ανατολική Λιβύη, η οποία στα χρόνια του Β‘ Παγκοσμίου Πολέμου είχε απειλήσει να πνίξει ακόμη και τα Άφρικα Κορπς του στρατηγού Ρόμελ, αποτελούσε πρόκληση για τους Γιουγκοσλάβους μηχανικούς. Η αποστολή τους όμως στέφθηκε με επιτυχία με την κατασκευή δύο φραγμάτων που άλλαξαν τη γεωγραφία της περιοχής.
Οι εργασίες ολοκληρώθηκαν στην πρώτη «χρυσή» εποχή της διακυβέρνησης Καντάφι, τη δεκαετία του ’70, όταν τα χρήματα από τη βιομηχανία πετρελαίου κατευθύνονταν σε έργα υποδομής και κοινωνικά προγράμματα που εκτόξευσαν το επίπεδο διαβίωσης εκατομμυρίων κατοίκων της χώρας. Η Λιβύη μπορεί να είχε προσβληθεί βαρύτατα από τη λεγόμενη Ολλανδική Ασθένεια (όπου ένας προσοδοφόρος μη παραγωγικός τομέας της οικονομίας, όπως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, εξασθενεί ή καταστρέφει όλες τις άλλες παραγωγικές δομές της χώρας), αλλά τουλάχιστον οικοδομούσε ένα ιδιότυπο κοινωνικό συμβόλαιο.
Οι χώρες του Καντάφι και του Τίτο βέβαια ακολούθησαν στη συνέχεια τον ίδιο τραγικό δρόμο της εμφύλιας σύρραξης. Στην πρώτη περίπτωση αιτία ήταν ο αμερικανο-νατοϊκός βομβαρδισμός του 2011, ενώ στη δεύτερη ως πυροκροτητής λειτούργησε η αναγνώριση από το Βερολίνο των ομοσπονδιακών κρατιδίων της Γιουγκοσλαβίας – που ακολουθήθηκε από τους αμερικανο-νατοϊκούς βομβαρδισμούς.
Μία δεκαετία μετά την επέμβαση των Δυτικών, η Λιβύη αποτελεί ένα failed state στο οποίο άνθρωποι πωλούνται και αγοράζονται σαν σκλάβοι σε ανοιχτές αγορές, ενώ δύο κυβερνήσεις σε διαρκή σύγκρουση εξασφαλίζουν ότι η χώρα δεν έχει καμία ελπίδα ανοικοδόμησης ή έστω συντήρησης των έργων υποδομής του Καντάφι. Η κατάρρευση των φραγμάτων στην Ντέρνα ήρθε απλώς να υπενθυμίσει σε όλη την ανθρωπότητα ότι οι μεγαλύτερες καταστροφές που προκαλούνται από ακραία καιρικά φαινόμενα σημειώνονται εκεί όπου ο πόλεμος, η φτώχεια ή η οικονομία της αγοράς έχουν διαλύσει τις κρατικές υποδομές.
Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι χωρίς τους νατοϊκούς βομβαρδισμούς ο Καντάφι θα είχε ανανεώσει τις υποδομές της χώρας, αποτρέποντας την κατάρρευση των δύο φραγμάτων; Ενώ οι ευθύνες της Ουάσινγκτον και των συμμάχων τους για τη μετατροπή της πλουσιότερης χώρας της Αφρικής σε failed state είναι αδιαμφισβήτητες, η απάντηση δεν είναι τόσο απλή.
Στην τελευταία περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας, ο Καντάφι συγκέντρωνε τον πλούτο και τις δομές εξουσίας στις κεντρικές και δυτικές επαρχίες. Αντίθετα, για την ανατολική επαρχία της Κυρηναϊκής (άλλοτε αποικία Αιγυπτίων, Ελλήνων, Ρωμαίων, Ιταλών και Αγγλων) που συχνά αμφισβητούσε την εξουσία της Τρίπολης, τα κρατικά ταμεία παρέμεναν κλειστά.
Η μοναδική «επένδυση» που προγραμματιζόταν για τις ανατολικές περιοχές της Λιβύης ήταν μερικές ξενοδοχειακές μονάδες που θα σχεδίαζε η βρετανική Foster and Partners, ο αρχιτεκτονικός κολοσσός που έχει αναλάβει και τα έργα στο Ελληνικό – σε αυτό που ο Καβάφης θα χαρακτήριζε «Εν Μεγάλη Ελληνική Αποικία».
Το αποτέλεσμα της εγκατάλειψης από την Τρίπολη ήταν η δημιουργία ενός φαύλου κύκλου όπου οι εξεγέρσεις οδηγούσαν σε μείωση των επενδύσεων στα ανατολικά και αυτές με τη σειρά τους τροφοδοτούσαν την οργή σημαντικών τμημάτων του πληθυσμού που εξεγείρονταν. Μια από αυτές τις εξεγέρσεις αποτέλεσε και την αφορμή που ζητούσαν οι δυτικές δυνάμεις για να εισβάλουν και να διαλύσουν ολοκληρωτικά τη χώρα.
Η ιστορία μας όμως έχει και μια ακόμη σημαντική ανατροπή. Όπως εξήγησε προ ημερών ο γενικός γραμματέας του Παγκόσμιου Μετεωρολογικού Οργανισμού, Πετέρι Τάαλας, το αν τα φράγματα θα άντεχαν ή θα κατέρρεαν με το πέρασμα της καταιγίδας «Ντανιέλ» είναι άσχετο με τον αριθμό των θυμάτων.
Μια στοιχειωδώς λειτουργική μετεωρολογική υπηρεσία, εξηγούσε ο αξιωματούχος του ΟΗΕ, θα είχε εκδώσει δελτία πρόγνωσης ακραίων καιρικών φαινομένων και η υπηρεσία Πολιτικής Προστασίας θα είχε εκκενώσει έγκαιρα την περιοχή. Το χάος όμως που προκάλεσε η νατοϊκή επιδρομή δεν άφησε πίσω του ούτε μετεωρολόγους ούτε υπηρεσίες Πολιτικής Προστασίας. Και γι’ αυτό δεν ευθύνεται το αυταρχικό καθεστώς του Μουαμάρ Καντάφι.
Μέχρι σήμερα οι εγκυκλοπαίδειες θυμούνταν την Ντέρνα ως την πόλη στην οποία το 1805 οι Αμερικανοί πεζοναύτες κέρδισαν την πρώτη τους στρατιωτική μάχη εκτός αμερικανικού εδάφους. Από αυτή την εβδομάδα θα τη θυμούνται ως τον τόπο ενός στυγερού εγκλήματος που ολοκληρώθηκε με μια καταιγίδα.