Άρης Χατζηστεφάνου | Η Εφημερίδα των Συντακτών 05/02/2022
Όταν το αυτοκίνητο της Μαλτέζας δημοσιογράφου Δάφνη Καρουάνα Γκαλιζία τινάχτηκε στον αέρα τον Οκτώβριο του 2017, υπήρχαν τέσσερις ομάδες επαγγελματιών που άρχισαν να τρέχουν με φρενήρεις ρυθμούς: οι γιατροί που διέγνωσαν τον ακαριαίο θάνατό της, οι αστυνομικοί που απέκλεισαν την περιοχή της βομβιστικής επίθεσης, οι συνάδελφοί της που κατέγραψαν τον τραγικό θάνατο και… τα νομικά τμήματα δεκάδων εταιρειών. Πρώτοι έφτασαν στο «νήμα» οι δικηγόροι της τράπεζας Pilatus Bank, οι οποίοι λίγες μόλις ώρες μετά τη βομβιστική επίθεση απέσυραν αγωγή λιβέλου ύψους 40 εκατομμυρίων δολαρίων που είχαν καταθέσει εναντίον της. Όπως αποδείχθηκε, την περίοδο του θανάτου της, η Γκαλιζία αντιμετώπιζε 48 ανάλογες αγωγές. H περίπτωση της Pilatus όμως είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Κατ’ αρχάς το νομικό τμήμα της τράπεζας, η οποία κατηγορούνταν για ξέπλυμα βρόμικου χρήματος, δεν προσέφυγε σε δικαστήριο της Μάλτας αλλά των ΗΠΑ. Νωρίτερα είχε επικοινωνήσει με όλες τις εφημερίδες της χώρας απειλώντας ότι αν προχωρήσουν σε δημοσίευση των καταγγελιών θα προσέφευγε και εναντίον τους. Τα περισσότερα από αυτά τα ΜΜΕ δεν είχαν χρήματα ούτε για να στείλουν έναν δημοσιογράφο στις ΗΠΑ – πόσο μάλλον να εμπλακούν σε μια μακροχρόνια δικαστική διαδικασία με κόστος εκατοντάδων χιλιάδων δολαρίων. Όλα λοιπόν απέσυραν τα δημοσιεύματά τους αφήνοντας την Γκαλιζία μόνη στην πρώτη γραμμή του πυρός.
Η Pilatus δεν ενδιαφερόταν να κερδίσει το δικαστήριο, ήθελε απλώς να στείλει το μήνυμα ότι όποιος τολμούσε να ασχοληθεί με την υπόθεσή της, θα αντιμετώπιζε οικονομική πανωλεθρία, ακόμη και αν έπειθε τους δικαστές με αδιάσειστα στοιχεία. Πρόκειται για μια από τις κλασικότερες περιπτώσεις της λεγόμενης πρακτικής SLAPP, από τα αρχικά του Strategic lawsuits against public participation (Στρατηγικές αγωγές κατά της συμμετοχής του κοινού).
Η Ντόιτσε Βέλε θυμήθηκε προ ημερών τις σχεδόν 50 αγωγές για λίβελο που αντιμετώπιζε η δολοφονηθείσα δημοσιογράφος. Όχι βέβαια για να συγκρίνει τις εταιρείες και τους δικηγόρους με τους δολοφόνους της Γκαλιζία, αλλά για να μας θυμίσει ότι όσο και αν διαφέρουν οι πρακτικές, πάντα εξυπηρετούν τον ίδιο στόχο: να φιμώσουν επαγγελματίες δημοσιογράφους ή ακόμη και απλούς μπλόγκερ ή ακτιβιστές.
Ο όρος SLAPP δημιουργήθηκε τη δεκαετία του ‘80 από Αμερικανούς καθηγητές νομικής που παρατήρησαν τρομακτική αύξηση στις αγωγές λιβέλου στις ΗΠΑ. Δύο δεκαετίες αργότερα οι SLAPP είχαν μετατραπεί στο αγαπημένο όπλο των πιο χυδαίων πολιτικών ή/και επιχειρηματιών, όπως ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος ζήτησε αποζημίωση 5 δισ. δολαρίων (!) από έναν δημοσιογράφο που σχολίασε ότι δεν ήταν τόσο πλούσιος όσο διέδιδε στα ΜΜΕ.
Το ιδανικό σενάριο για τους δικηγόρους πολιτικών και εταιρειών που επιδίδονται στο SLAPP είναι το θύμα τους να εξουθενωθεί από το νομικό bullying πριν η υπόθεση φτάσει στα έδρανα του δικαστηρίου. Γιατί αν ο κατηγορούμενος δημοσιογράφος αντέξει το οικονομικό βάρος της διαδικασίας, το επικοινωνιακό κόστος για τον ενάγοντα ενδέχεται να είναι τεράστιο. Στις ΗΠΑ, παραδείγματος χάριν, ο βασιλιάς των ορυχείων άνθρακα, Ρόμπερτ Μάρεϊ, ο οποίος χρησιμοποιούσε για δεκαετίες την τεχνική του SLAPP, έκανε το λάθος να στραφεί εναντίον του κωμικού Τζον Ολιβερ και της εκπομπής Last Week Tonight. Η αγωγή του Μάρεϊ δεν έγινε δεκτή, γεγονός που επέτρεψε στον Τζον Ολιβερ να απαντήσει στήνοντας ένα επικό μουσικοχορευτικό θέαμα με τον τίτλο «Φάε σκατά, Μάρεϊ». Το κόστος της αντιπαράθεσης όμως ήταν τεράστιο. To δίκτυο HBO, που μεταδίδει την εκπομπή, δαπάνησε περίπου 250.000 δολάρια σε δικαστικά έξοδα και παρά το γεγονός ότι δικαιώθηκε στα δικαστήρια, είδε τα ασφάλιστρα που πληρώνει για αγωγές να εκτοξεύονται στα ύψη.
Η Ιστορία όμως δεν γράφεται μόνο από τις συγκρούσεις γιγάντων αλλά και από τις σαρωτικές νίκες ορισμένων Δαβίδ απέναντι στις πολυεθνικές Γολιάθ. Αυτό διαπίστωσε, με τον πιο οδυνηρό τρόπο, η αλυσίδα εστιατορίων McDonald’s όταν τη δεκαετία του ’90 στράφηκε εναντίον δύο Άγγλων ακτιβιστών που την κατηγορούσαν για πώληση ανθυγιεινών προϊόντων, για ανήθικες επιθέσεις σε συνδικαλιστές, για βάναυση αντιμετώπιση ζώων αλλά ακόμη και για τη συμβολή της σε φαινόμενα ασιτίας στον Τρίτο Κόσμο. Προς μεγάλη έκπληξη του νομικού τμήματος του αμερικανικού κολοσσού, χιλιάδες πολίτες σε όλο τον κόσμο συνέβαλαν στα δικαστικά έξοδα των δύο ακτιβιστών, οι οποίοι μετέτρεψαν τη δίκη σε ένα διεθνές «εκθεσιακό φόρουμ» για τις απαράδεκτες πρακτικές της εταιρείας. Αρκετοί πανεπιστημιακοί θεωρούν ότι η συγκεκριμένη αγωγή, που έμεινε στην Ιστορία ως McLibel, αποτέλεσε ένα από τα μεγαλύτερα επικοινωνιακά λάθη στα οποία έχει υποπέσει εταιρεία από την έναρξη του καπιταλισμού μέχρι τις ημέρες μας.
Την επόμενη φορά λοιπόν που κάποιος επιχειρηματικός κολοσσός τολμήσει να τα βάλει με έναν δημοσιογράφο, ο οποίος αξίζει την αλληλεγγύη όλων μας, καλό θα είναι να θυμάται το φρικτό τέλος του Γολιάθ.