Τα εκλογικά αποτελέσματα αναγγέλλουν την είσοδο της Ελλάδας σε μια περίοδο κοινωνικών και πολιτικών παγετώνων, άγνωστης διάρκειας. Από τον δικομματισμό ΝΔ- ΣΥΡΙΖΑ περάσαμε στο σύστημα του ένα-και μισό- και ένα τρίτο, με τη νεοφιλελεύθερη Δεξιά να έχει την απόλυτη πολιτική πρωτοβουλία και ιδεολογική ηγεμονία. Μόνος αντίπαλός της στο ορατό μέλλον θα είναι ο ίδιος ο εαυτός της και τα σκληρά μέτρα που θα αναγκαστεί να πάρει στη νέα εποχή των υψηλών επιτοκίων και της περικοπής κρατικών δαπανών, η οποία θα ακολουθήσει σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο την προσωρινή, επιβεβλημένη λόγω Covid, δημοσιονομική χαλάρωση. Το πιο εφιαλτικό είναι ότι τα τρία ακροδεξιά- εθνικιστικά- ρατσιστικά ή και νεοναζιστικά μορφώματα που μπήκαν στη Βουλή, συγκέντρωσαν αθροιστικά σχεδόν το 13% των ψήφων. Οι αριστερής καταγωγής, φρασεολογίας ή πρόθεσης δυνάμεις (ας κρατήσουμε για την ώρα το αριστερόμετρο στο θηκάρι του, για οικονομία της συζήτησης) συρρικνώθηκαν σε απογοητευτικό βαθμό, με μοναδική θετική εξαίρεση την αισθητή άνοδο του ΚΚΕ, η οποία μετριάζει κάπως, αλλά δεν ανατρέπει τη γενική εικόνα.
«Καλά να πάθει ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού εφάρμοσε Μνημόνια». «Δεν ήθελα με τίποτα να δω τον Τσίπρα να τη βγάζει καθαρή». Έχω ακούσει κι εγώ τις τελευταίες εβδομάδες επωδούς αυτού του τύπου από αριστερούς ανθρώπους σαν κι αυτούς στους οποίους αναφέρεται ο Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος σε ένα πρόσφατο, άξιο προσοχής άρθρο του («Δεν ξέρεις πόσο χάρηκα που πάτωσε ο Τσίπρας», konstantakopoulos.gr). Δεν υπήρξα ποτέ ΣΥΡΙΖΑ, ήμουν πάντα στα αριστερά του, μετά τη συνθηκολόγηση του Ιουλίου του 2015 συγκρούστηκα μετωπικά μαζί του και δεν μπορώ να ξεχάσω ότι προβεβλημένα στελέχη του έγραφαν μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου «Στον Κουβά!» για μέχρι χθες συντρόφους τους που προσπάθησαν να μείνουν πιστοί στη λαϊκή επιταγή και να εκφράσουν το ρεύμα του «ΟΧΙ». Αλλά όσο έβγαινα τότε από τα ρούχα μου, άλλο τόσο βγαίνω και τώρα, όταν ακούω ή διαβάζω πολύ (πάρα πολύ) επαναστάτες να πετάνε τη σκούφια τους όχι για τις δικές τους, λίγο αξιοζήλευτες επιδόσεις, αλλά για τη συρρίκνωση του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να τους απασχολεί και πολύ αυτός ο μαύρος ουρανός που απειλεί να πέσει πάνω στα κεφάλια όλων μας. Μου θυμίζουν όλα τούτα ένα πικρό ανέκδοτο. Εμφανίζεται ο Θεός στον κακόψυχο πιστό και του λέει: «Θα σου δώσω ό,τι μου ζητήσεις, αλλά πρόσεξε. Ό,τι δώσω σε σένα, θα δώσω τα διπλά στο γείτονά σου». Το σκέφτεται λίγο και του απαντάει: «Θέλω να μου βγάλεις το ένα μάτι».
Ασφαλώς με την εφαρμογή του τρίτου Μνημονίου, ο ΣΥΡΙΖΑ πέρασε τον Ρουβίκωνα χωρίς τα όπλα του και χωρίς την ψυχή του. Μετά την εκλογική ήττα (αλλά όχι συντριβή) του 2019, υιοθέτησε μια άσφαιρη, κεντροαριστερή αντιπολιτευτική γραμμή, φιλοδοξώντας να απορροφήσει το ΠΑΣΟΚ και να κερδίσει το μερίδιο υποστήριξης από πλευράς ΜΜΕ και ολιγαρχίας που η ηγεσία του πίστευε ότι δικαιούνταν, βάσει των άγραφων κανόνων του δικομματισμού. «Απέτυχεν οικτρά και εξουδενώθη». Έκανε σημαία του τη «μεσαία τάξη» και καταβαραθρώθηκε στην εργατική. Σάλπισε τη στροφή προς το ανύπαρκτο Κέντρο και έχασε κάθε επαφή με τα ριζοσπαστικά στρώματα. Ακόμη και κάποιοι που θα ήθελαν μια πιο μαχητική, λαϊκή γραμμή, δεν αμφισβήτησαν την κεντροαριστερή στρατηγική της ηγετικής ομάδας, αλλά προσπάθησαν να καλύψουν το κενό με υστερικές κραυγές — μόνο για να επιβεβαιώσουν ότι σκυλί που γαβγίζει δεν δαγκώνει και να απωθήσουν τόσο τον περίφημο κεντρώο χώρο, όσο και τους αριστερούς που δεν γοητεύονται από καινούργιες εκδοχές του αυριανισμού.
Επιπλέον, ό,τι «ανοίγματα» της κακιάς ώρας κι αν έκανε ο Τσίπρας, τα ισχυρά κέντρα δεν θα του συγχωρούσαν ποτέ δύο πράγματα: ότι έπαιξε εν ου παικτοίς, όταν αποφάσιζε να καβαλήσει ένα ριζοσπαστικό, δυνάμει αντισυστημικό λαϊκό κίνημα, με τις γενικές απεργίες, τις πλατείες και τους Αγανακτισμένους, κι ότι νομιμοποίησε στις λαϊκές συνειδήσεις την πεποίθηση ότι η Αριστερά μπορεί να κυβερνήσει σε αυτή τη ζωή και όχι μόνο μετά τη δευτέρα, σοσιαλιστική παρουσία.
Αυτός είναι ο βασικός λόγος που εξηγεί μια ενοχλητική, για πολλούς, αλήθεια: παρά το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πάψει προ πολλού να αποτελεί αντισυστημική αριστερή δύναμη, το σύνολο της ολιγαρχίας και το βαθύ κράτος στάθηκαν σε αυτές τις εκλογές μπετοναρισμένοι απέναντί του, ενώ αντιμετώπιζαν με συμπάθεια, όταν δεν ενίσχυαν προκλητικά, όλες τις άλλες δυνάμεις της αντιπολίτευσης που θα μπορούσαν να του κόψουν ψήφους. Δεν ήταν μόνο γιατί αντιπροσώπευε, παρά τη συνθηκολόγησή του, ένα κάποιο, έστω ασθενικό, ανάχωμα στον νεοφιλελεύθερο οδοστρωτήρα. Κυρίως ήταν γιατί έπρεπε να συντριβούν τα όποια υπολείμματα της κληρονομιάς από τη μεγάλη αναταραχή του 2010-2015 στις λαϊκές συνειδήσεις. Αυτό εννοούσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης το βράδυ της Κυριακής, όταν πανηγύρισε «το κλείσιμο ενός δεκαετούς κύκλου τοξικότητας» — δυστυχώς με το δίκιο του.
Σε κάθε περίπτωση, το εκλογικό αποτέλεσμα καταγράφει όχι μόνο τη συρρίκνωση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και μια βαθύτερη, συντηρητική στροφή της ελληνικής κοινωνίας που έχει πολλαπλές αιτίες, οι οποίες απαιτούν σοβαρό, συλλογικό προβληματισμό, έξω από στερεότυπα και επιφανειακές απαντήσεις. Όταν ακούει κανείς ότι ο μεγάλος όγκος εκείνων που ψήφισαν «Σπαρτιάτες» ήταν νέοι, απόφοιτοι το πολύ Γυμνασίου ή Λυκείου, μισθωτοί στον ιδιωτικό τομέα, θα πρέπει να του χτυπάνε εκατό καμπανάκια για τα φαινόμενα λουμπενοποίησης και εκφυλισμού που διατρέχουν τμήματα της εργατικής τάξης. Βέβαια, όλοι οι νέοι ντελιβεράδες δεν είναι νεοναζί. Αλλά η γενίκευση της επισφάλειας, η αποδιάρθρωση των συλλογικών συμβάσεων και των συνδικάτων, η διάδοση της τηλεργασίας, η εξασθένιση των κοινωνικών σχέσεων την περίοδο της πανδημίας και του λοκντάουν, όλα αυτά και πολλά ακόμη συντείνουν προς μια κοινωνία ισχνών προσδοκιών και μεγεθυμένων φόβων, που μας σπρώχνει στα ατομικά μας καταφύγια, απ’ όπου αντικρίζουμε τον Άλλο ως δυνητική απειλή στον αδιάκοπο αγώνα των μοναχικών Survivor με έπαθλο την απλή επιβίωση. (Ακόμη και η «φυσική απόσταση» έγινε «κοινωνική αποστασιοποίηση»: όταν ο εχθρός κυριαρχεί στη γλώσσα, ηγεμονεύει στις ψυχές).
Αν δεν ανατραπεί το πολύ πραγματικό, υλικό υπόστρωμα αυτής της δυστοπικής κοινωνικής τάξης, το έδαφος θα είναι πάντα γόνιμο για όλα τα άνθη του κακού, με τις μορφές του εθνικισμού, του ρατσισμού ή και του νεοφασισμού. Άλλωστε η Ελλάδα από αυτή την άποψη δεν αποτελεί εξαίρεση. Από τον σκανδιναβικό Βορρά, όπου Σουηδία και Φινλανδία απέκτησαν πρόσφατα κυβερνήσεις συνεργασίας Δεξιάς-Ακροδεξιάς, μέχρι την Ιταλία της Μελόνι και ίσως τον επόμενο μήνα και την Ισπανία της Vox, τα γεγονότα βοούν. Οι πολιτικοί και ηθικοί φραγμοί πέφτουν, η συστημική Δεξιά κανονικοποιεί πλήρως τη ρατσιστική Ακροδεξιά και οι μεταλλάξεις στη συνείδηση των μαζών ξεπερνούν κάποιες φορές κατά πολύ το υλικό Είναι: στη Γερμανία η AfD δεν θέριεψε το 2015, όταν οι μεταναστευτικές ροές λόγω πολέμου στη Συρία βρίσκονταν στο μέγιστο και η Μέρκελ άνοιγε τις πόρτες στους πρόσφυγες. Εκτοξεύεται στη δεύτερη, δημοσκοπικά, θέση σήμερα, τη στιγμή που η Γερμανία έχει μεγάλη έλλειψη εργατικών χεριών και η Βουλή ψηφίζει νόμο για να διευκολύνει την εγκατάσταση ειδικευμένων μεταναστών στη χώρα.
Το θέμα είναι τώρα τι λες, όπως έγραψε ο Αναγνωστάκης. Απέναντι στο υπό διαμόρφωση μέτωπο Δεξιάς-Ακροδεξιάς, με τις πενήντα αποχρώσεις του μαύρου να σκοτεινιάζουν τον ορίζοντα, θα περίμενε κανείς, αν μη τι άλλο, περισυλλογή και ένστικτο αυτοσυντήρησης. Όλες οι δυνάμεις της Αριστεράς, όπως και οι ανένταχτοι του χώρου, καλούνται να θέσουν τον δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων, όχι με διάθεση καταστροφής ή αυτοκαταστροφής, αλλά για την αναζήτηση νέων στρατηγικών απαντήσεων στα μεγάλα προβλήματα που μας θέτουν ο σύγχρονος καπιταλισμός-ζόμπι και το κλείσιμο ενός σημαντικού ιστορικού κύκλου του κινήματος. Ίσως θα άξιζε τον κόπο να διερευνηθεί η ιδέα για κάποιου είδους όμιλο, με ανθρώπους που έχουν κατακτήσει κάποια διαπιστευτήρια ανιδιοτέλειας και δημιουργικότητας, ώστε να δημιουργηθούν κάποιες γέφυρες επικοινωνίας σε μια εποχή όπου δεν περισσεύει κανείς — εκτός από τη ματαιοδοξία των μεγάλων Εγώ με τις μικρές ιδέες.
Μετά τις απανωτές ήττες των σοσιαλιστικών επαναστάσεων και κινημάτων στην Κεντρική Ευρώπη και την Ιταλία, το τέταρτο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (1922), υπό την ηγεσία του Λένιν, θεμελίωσε τη στρατηγική του Ενιαίου Μετώπου: χωρίς να ακυρώσουν την ξεχωριστή τους ταυτότητα και χωρίς να συγχωρήσουν τίποτα στη σοσιαλδημοκρατία, οι κομμουνιστές εκείνης της εποχής στράφηκαν στη συγκρότηση του ευρύτερου δυνατού μετώπου κομμάτων, συνδικάτων και οργανώσεων για την αναχαίτιση της καπιταλιστικής επίθεσης που απειλούσε τα ίδια τα θεμέλια συλλογικής ύπαρξης της εργατικής τάξης και τον εκφυλισμό της σε κονιορτοποιημένη μάζα ηττημένων ατόμων. Το 1928, όταν ο Μουσολίνι βρισκόταν ήδη στην εξουσία, ο Χίτλερ έπαιρνε φόρα και ο Λένιν ήταν από καιρό νεκρός, η σταλινική Διεθνής χάραξε τη γραμμή της «Τρίτης Περιόδου», με βάση την εκτίμηση ότι ο καπιταλισμός έπνεε τα λοίσθια και ότι η «σοσιαλφασιστική» σοσιαλδημοκρατία ήταν ο κύριος εχθρός του κομμουνισμού. Φυσικά, το 2023 δεν είναι ούτε 1928, ούτε 1922, κι η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται. Μήπως, όμως, έχει κάτι να μας πει;