του Ανδρέα Κοσιάρη
Δύο χιλιάδες διακόσιοι ενενήντα τρεις άνθρωποι. Τόσα ήταν τα θύματα της πανδημίας στην Ελλάδα μονάχα τον μήνα Ιανουάριο — ο οποίος ακόμα δεν έχει τελειώσει. Τον μήνα που επικράτησε στην χώρα η «ήπια Όμικρον», τον μήνα που θα «τελειώνουμε με την πανδημία», τον μήνα που τα μόνα μέτρα που πάρθηκαν ήταν η απαγόρευση μουσικής και ένας μικρός περιορισμός ωραρίου στην εστίαση.
Τον αμέσως προηγούμενο μήνα, τον Δεκέμβριο του 2021, που η πανδημία δεν ήταν «ήπια», και πάλι χωρίς ουσιαστικά μέτρα, τα θύματα ήταν 2.633. Η διαφορά μεταξύ «σφοδρότητας» και «ηπιότητας» δεν είναι ιδιαίτερα εμφανής στον γράφοντα, ειδικά αφού στις τέσσερις εναπομείνασες ημέρες του Ιανουαρίου, οι αριθμοί μάλλον θα ισοφαριστούν.
Θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι η αδιαφορία κέρδισε. Ή μάλλον, όχι η αδιαφορία — η συνειδητή και εκούσια επιλογή της εξουσίας να «κολλήσουν όσοι είναι να κολλήσουν» και «να πεθάνουν όσοι είναι να πεθάνουν». Το πολυθρύλητο Great Barrington Declaration, το εταιρικά χρηματοδοτημένο ιδεολογικό μανιφέστο του νεοφιλελευθερισμού που προέτασσε την «ανοσία αγέλης» μέσω της ανεξέλεγκτης διασποράς του ιού, είναι εδώ και εφαρμόζεται. Όχι μονάχα στην Ελλάδα, φυσικά.
Αλλαγμένο πλέον λεξιλογικά, διότι όλα τα προτάγματά του αποδείχτηκαν μπαρούφες. Πλέον είναι η «ενδημικότητα» που έχει βγει ως «επιχείρημα» στο προσκήνιο, από ανθρώπους που (κάνουν πως) δεν καταλαβαίνουν ότι ούτε ο ορισμός της ενδημικότητας έχει «επιτευχθεί» και ούτε η ενδημικότητα είναι κάτι εξ ορισμού «καλό».
Στην Αγγλία, η κυβέρνηση Τζόνσον είναι πνιγμένη στα σκάνδαλα γενικά, μα πιο πιεσμένη από την επιθυμία του πρωθυπουργού και των τσιρακίων του για παρτάκια ενόσω στην υπόλοιπη χώρα κήδευαν τους συγγενείς τους εξ αποστάσεως. Εξ ου και έχει ανακοινώσει την παύση κάθε είδους περιορισμού σε λίγο καιρό, παρά το γεγονός ότι το Ηνωμένο Βασίλειο έχει θρηνήσει εξήμισι χιλιάδες νεκρούς τον Ιανουάριο.
Στις ΗΠΑ, οι Δημοκρατικοί του Τζο Μπάιντεν έχουν εφαρμόσει τις πολιτικές του Τραμπ στη διαχείριση της πανδημίας, τις ίδιες ενάντια στις οποίες φώναζαν (δικαίως) όσο κυβερνούσε το «πορτοκαλί τέρας». 52.715 οι νεκροί στις ΗΠΑ τον Ιανουάριο, «ηπιότητα» κι εκεί.
Η «ήπια Όμικρον» φαίνεται πως διαφεύγει ευκολότερα από την πρότερη ανοσία, είτε μέσω νόσησης από προηγούμενη μετάλλαξη είτε μέσω εμβολιασμού είτε μέσω συνδυασμού αυτών — τα στοιχεία δείχνουν ότι μπορεί να επαναπροσβάλει ακόμα και ανθρώπους που νόσησαν από την ίδια την Όμικρον.
Από όλα αυτά, μπορούμε ασφαλώς να συμπεράνουμε ότι δεν έχει έρθει «το τέλος της πανδημίας». Αν έχει έρθει ένα «τέλος», είναι το τέλος της προσπάθειας της Δύσης να φανεί ότι κάνει κάτι για την πανδημία. Τα κομματικά στρατηγεία αποφάσισαν ότι δεν αξίζει πια ούτε να προσποιούνται. «Ο λαός θέλει ελευθερία», μοιάζουν να έχουν προτείνει οι επικοινωνιολόγοι στους λήπτες αποφάσεων, κι έτσι γίνεται. Από την «ελευθερία να κολλήσω άλλους», που γράφουν μερικά πλακάτ στις συγκεντρώσεις όπου γης ψεκασμένων, μέχρι την «ελευθερία» να πεθάνω σε ένα σύστημα υγείας υπερφορτωμένο, με γιατρούς και νοσηλευτικό προσωπικό πέρα από τα όρια της εξάντλησης και του burnout. Αλλά ελευθερία να ‘ναι, κι ό,τι να ‘ναι. Άλλωστε, σάμπως και στις υπόλοιπες πτυχές των ζωών μας επί καπιταλισμού δεν έχουμε «ελευθερία»;
Η εφαρμοσμένη ευγονική, όπως γράφαμε και σε προηγούμενο κείμενο, είναι εδώ και είναι εδώ για να μείνει. Όσοι είναι να πεθάνουν θα πεθάνουν — και δεν θα τελειώσουν όσοι είναι να πεθάνουν, διότι το «μαγικό» κόλπο είναι ότι η πανδημία θα προκαλεί συνέχεια νέους «αδύναμους» και «χρόνια ασθενείς». Και όσο αφήνεται στην ελευθερία της (και τη δική μας, σαφώς) τόσο πιο πιθανό είναι να εμφανιστεί μια νέα μετάλλαξη. Από αυτό το «πείραμα ελευθερίας» θα προκύψει σχεδόν νομοτελειακά κάτι που θα βρίσκει νέα θύματα να σκοτώσει.
Το τραγικό είναι ότι οι επικοινωνιολόγοι μάλλον έχουν δίκιο. Δεν μας νοιάζουν οι θάνατοι. Μας νοιάζει η «ελευθερία». Μας. Είναι λογικό, ή μάλλον λογική συνέχεια της ατομικίστικης αδιαφορίας που απλώνεται σαν σάπια ομίχλη εδώ και χρόνια πάνω από τις ζωές μας.
Όταν διδάσκεσαι να αδιαφορείς για τους «ξένους» που θαλασσοπνίγονται στα χωρικά σου ύδατα ή παγώνουν στα σύνορά σου, όταν μαθαίνεις να ουρλιάζεις «δε σε γκαστρώσαμε εμείς μωρή κουνέλα» σε εγκύους που φτάνουν μετά κόπων και βασάνων στις ακτές σου, όταν αποδέχεσαι να καλύπτεις τις παρανομίες του κράτους σου με ταυτόχρονη άρνησή τους και προτροπή για περισσότερες…
Πόση νομίζετε ότι είναι η απόσταση από το «δε με νοιάζει που πεθαίνουν οι ξένοι» στο «δε με νοιάζει που πεθαίνουν οι γέροι, οι υπερτασικοί, οι διαβητικοί, οι καρδιοπαθείς, οι ανοσοκατεσταλμένοι»; Πολύ μικρή. Μια κανονικότητα, μια ηπιότητα, μια ελευθερία δρόμος είναι. Άλλωστε και οι «συμπατριώτες», οι «συμπολίτες» που λέει κι η πρωθυπουργάρα — ξένοι είναι κι αυτοί.