του Γεράσιμου Λιβιτσάνου
Πηγή: Ημεροδρόμος
Ένα νέο θεσμικό πλαίσιο το οποίο διατηρεί και επαυξάνει την ευχέρεια της ΕΥΠ και της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας να παρακολουθούν πολιτικά πρόσωπα, συνδικάτα, πολιτικές οργανώσεις και κάθε μορφή κοινωνικής αντίστασης, δημοσιοποίησε η κυβέρνηση. Έθεσε σε δημόσια διαβούλευση το νομοσχέδιο για τις περίφημες «επισυνδέσεις», που εδώ και καιρό έχει ανακοινώσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης και έχει εξειδικεύσει ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης.
Στο νομοσχέδιο νομιμοποιείται και θωρακίζεται το καθεστώς παρακολούθησης πολιτικών προσώπων ενώ δίνονται υπερεξουσίες στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών και την Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία. Η πρώτη μάλιστα έχει πλέον τη δυνατότητα επίσπευσης των διαδικασιών νόμιμης επισύνδεσης με την Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) να έχει δευτερεύοντα ρόλο. Για την παρακολούθηση ενός πολιτικού προσώπου απαιτείται πλέον η επιπλέον υπογραφή ενός εισαγγελικού λειτουργού, μετά από αυτή του ειδικού εισαγγελέα της ΕΥΠ, ενώ ενημερώνεται περί αυτού και ο εκάστοτε πρόεδρος της Βουλής, δηλαδή ένα πρόσωπο που κατά παράδοση είναι «πιστό» στον εκάστοτε πρωθυπουργό.
Στην έννοια των «πολιτικών προσώπων» περιλαμβάνονται μόνον ο εκάστοτε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, οι υπουργοί – υφυπουργοί, οι βουλευτές & ευρωβουλευτές, οι αρχηγοί κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή, όπως και οι περιφερειάρχες – δήμαρχοι. Δηλαδή εξαιρούνται τα στελέχη των πολιτικών κομμάτων, οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι σε συνδικάτα και εργατικές οργανώσεις, οι πρώην βουλευτές, υπουργοί, υφυπουργοί και οποιοσδήποτε άλλος ασκεί πολιτική δράση. Ουσιαστικά δηλαδή παραμένει κι ενισχύεται ένα αντιδημοκρατικό καθεστώς παρακολούθησης κάθε πολιτικής δραστηριότητας.
Η κυβέρνηση με τις διατάξεις που εισάγει «κοροϊδεύει» και όσον αφορά το ζήτημα της ενημέρωσης των προσώπων που τίθενται υπό παρακολούθηση. Αν και γίνεται αναφορά στη δυνατότητα ενημέρωσης μετά από 3 χρόνια, στη συνέχεια διευκρινίζεται πως «προτείνεται η ενημέρωση του υποκειμένου υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε η άρση και μετά την πάροδο 3 ετών από την παύση της». Δηλαδή κάποιος που παρακολουθήθηκε με το πρόσχημα της «εσωτερικής ασφάλειας» θα ενημερωθεί όταν η εκάστοτε κυβέρνηση κρίνει ότι δεν υπάρχει ζήτημα… εσωτερικής ασφάλειας. Με λίγα, λόγια ποτέ!
Εξυπακούεται ότι όλες αυτές οι διατάξεις δεν έχουν καμία αναδρομική ισχύ. Έτσι δεν μπορούν να αξιοποιηθούν για τη διαλεύκανση της υπόθεσης της παρακολούθησης του Νίκου Ανδρουλάκη και των δημοσιογράφων που τέθηκαν υπό παρακολούθηση από την ΕΥΠ. Η αρχική καταστροφή του υλικού παρακολούθησης ξεκινά να γίνεται 6 μήνες μετά τη διενέργειά της, ενώ ένα ηλεκτρονικό αρχείο διατηρείται στην ΑΔΑΕ για μία 10ετία αργότερα.
Στο νομοσχέδιο περιλαμβάνεται και η «δέσμευση» της κυβέρνησης για πλήρη απαγόρευση των λογισμικών παρακολούθησης, όμως και αυτό βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια του διοικητή της ΕΥΠ. Όπως επισημαίνεται σε κυβερνητικό σημείωμα «ο κατάλογος απαγορευμένων λογισμικών ή συσκευών παρακολούθησης επικαιροποιείται με απόφαση του Διοικητή της ΕΥΠ το αργότερο κάθε 6 μήνες. Επιπλέον, με ανακοίνωση του Διοικητή της ΕΥΠ, που αναρτάται στον ιστοχώρο της Υπηρεσίας ενημερώνεται το κοινό για τα απαγορευμένα λογισμικά, τον τρόπο δράσης τους και τα μέτρα προστασίας που δύναται να λάβει έναντι αυτών». Έτσι, ποιο λογισμικό και πότε θα χαρακτηριστεί παράνομο θα αποφασίζεται από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών. Αυτά ενώ θυμίζουμε ότι σύμφωνα με τα όσα έχει πει ο Κυριάκος Μητσοτάκης αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε λειτουργία πάνω από 500 λογισμικά με δυνατότητες ανάλογες με αυτές του περίφημου Predator.
Επίσης, αλλαγές προβλέπονται στο εσωτερικό της ΕΥΠ, δημιουργώντας… ύποπτες συνθήκες. Μεταξύ άλλων προβλέπεται η δημιουργία Μονάδας Εσωτερικού Ελέγχου εντός της υπηρεσίας. Πρόκειται, δηλαδή, για μια… ΕΥΠ μέσα στην ΕΥΠ χωρίς να δίνονται διευκρινίσεις για τη στελέχωση και τον ρόλο της. Παράλληλα επιχειρείται ένας εξωραϊσμός της δράσης της συγκεκριμένης υπηρεσίας με τη δημιουργία Γραφείου Τύπου και Επικοινωνίας.
Τέλος, εντύπωση προκαλεί ότι με τις νέες προβλέψεις στην ΕΥΠ «διοικητής ορίζεται πρόσωπο προερχόμενο από το διπλωματικό σώμα ή απόστρατος ανώτατος αξιωματικός. Υποδιοικητές μπορεί να είναι κάποιοι από τους ανωτέρω, καθώς και υπάλληλοι και λειτουργοί του δημοσίου και του ευρύτερου δημοσίου τομέα». Θυμίζουμε ότι ο Κυριάκος Μητστοτάκης ήταν αυτός που αποφάσισε την τοποθέτηση στη διοίκηση της ΕΥΠ του Παναγιώτη Κοντολέοντα που προέρχεται από τον ιδιωτικό τομέα των υπηρεσιών ασφάλειας.