Άρης Χατζηστεφάνου | Η Εφημερίδα των Συντακτών 17/02/2024
Δημοσιογράφοι σε αίθουσες σύνταξης διεθνών ΜΜΕ λένε «ως εδώ» στην ακραία φιλοϊσραηλινή γραμμή που τους επιβάλλουν οι αρχισυντάκτες τους. Η φωνή τους όμως δεν αρκεί για να αλλάξει την πολιτική των σταθμών, η οποία συχνά φτάνει στη συγκάλυψη της γενοκτονίας.
Όταν σκέφτεται κανείς τις σχέσεις των λεγόμενων whistleblowers (πληροφοριοδότες δημοσίου συμφέροντος) με δημοσιογράφους έχει στο μυαλό του μια συναλλαγή με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: οι πρώτοι δίνουν πληροφορίες στους δεύτερους με αντάλλαγμα την προστασία της ανωνυμίας τους. Τι γίνεται όμως όταν οι whistleblowers είναι δημοσιογράφοι που αποκαλύπτουν πληροφορίες για τη λειτουργία των ΜΜΕ στα οποία εργάζονται;
Πριν από μερικές εβδομάδες ένας δημοσιογράφος του CNN προσέγγισε την ερευνητική ιστοσελίδα The Intercept και έκανε μια αποκάλυψη που εκ πρώτης όψεως δεν φαντάζει και τόσο τρομακτική — τουλάχιστον σε όσους δεν γνωρίζουν το καθεστώς λογοκρισίας στο Ισραήλ. Όπως εξήγησε, κάθε ρεπορτάζ που αφορά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Γάζα αλλά και γενικότερα κάθε θέμα για το Ισραήλ, πρέπει να εγκρίνεται από το γραφείο του CNN στην Ιερουσαλήμ, το οποίο όμως υπόκειται στα δρακόντεια μέτρα λογοκρισίας που επιβάλλει το Ισραήλ σε όλους τους ξένους δημοσιογράφους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά την επιχείρηση της Χαμάς τον Οκτώβριο οι ένοπλες δυνάμεις του Ισραήλ απαγόρευσαν σε όλα τα ΜΜΕ οποιαδήποτε αναφορά σε σειρά θεμάτων όπως η κατάσταση των Ισραηλινών ομήρων, κάθε ρεπορτάζ για διαρροές από το υπουργικό συμβούλιο κ.ά. Οποιαδήποτε παραφωνία μπορεί να οδηγήσει σε άμεση διακοπή μεταδόσεων για τα ΜΜΕ αλλά ακόμη και σε απέλαση των δημοσιογράφων από τη χώρα.
Το πρακτικό αποτέλεσμα όσων αποκαλύπτει ο whistleblower είναι ότι κάθε δημοσιογράφος του CNN που θέλει να αναφερθεί στο Μεσανατολικό, από οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη και αν μεταδίδει, πρέπει να κρατά ευχαριστημένο το γραφείο της Ιερουσαλήμ, το οποίο με τη σειρά του λογοδοτεί στην επιτροπή λογοκρισίας των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων και της ισραηλινής κυβέρνησης.
Η λογοκρισία ξένων δημοσιογράφων από τον ισραηλινό στρατό δεν αποτελεί φυσικά καινούργιο φαινόμενο. Το 2004 το Ισραήλ απαγόρευσε την είσοδο στη χώρα του δημοσιογράφου του BBC, Σάιμον Γουίλσον, όταν αυτός (ακολουθώντας τους κανόνες δεοντολογίας του BBC) αρνήθηκε να παραδώσει στην επιτροπή λογοκριτών το κείμενο συνέντευξης με τον Μορντεχάι Βανούνου, τον άνθρωπο που αποκάλυψε το πυρηνικό πρόγραμμα του Ισραήλ. Τελικά το BBC προτίμησε να «αδειάσει» τον δημοσιογράφο του και απολογήθηκε δημοσίως στους Ισραηλινούς λογοκριτές.
Πολλές φορές μέσα ενημέρωσης και πλατφόρμες του διαδικτύου αποδέχονται να υποστούν ελέγχους στα ρεπορτάζ τους ή να επιβάλουν περιορισμούς στους χρήστες τους προκειμένου να διατηρήσουν την παρουσία τους σε μια χώρα. Η μόνη περίπτωση όμως που μπορούμε να θυμηθούμε ένα μέσο να παραδίδεται σε τέτοιο βαθμό στους λογοκριτές ενός κράτους που πραγματοποιεί γενοκτονία ήταν το Associated Press στη ναζιστική Γερμανία.
Όπως αναφέρω και στο βιβλίο «Προπαγάνδα και Παραπληροφόρηση» (εκδ. Τόπος), το πρακτορείο είχε συνάψει συμφωνία με την ηγεσία του ναζιστικού κόμματος, η οποία του επέτρεψε να διατηρεί γραφεία στο Βερολίνο τη στιγμή που οι ναζί έδιωχναν από τη χώρα όλους τους ξένους δημοσιογράφους. Βάσει της συμφωνίας, το πρακτορείο αποδεχόταν τον διαβόητο Schriftleitergesetz (εκδοτικό νόμο), που όριζε ότι δεν μπορούσε να «θίγει συνειδητά την ισχύ του Ράιχ εντός και εκτός της Γερμανίας».
Παρά το γεγονός ότι το Associated Press αρνείται ακόμη και σήμερα ότι «συνεργάστηκε συνειδητά με το ναζιστικό καθεστώς», αρκετά από τα ρεπορτάζ της δεκαετίας του ’30 προωθούσαν τις θέσεις του Φύρερ. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και το 1941, όταν ο ναζιστικός στρατός εισέβαλε στην πόλη Λβιβ της Ουκρανίας πραγματοποιώντας ένα φρικιαστικό πογκρόμ εναντίον των Εβραίων, ο Χίτλερ ζήτησε να επιλέξει προσωπικά τις φωτογραφίες που θα έστελνε το πρακτορείο στις ΗΠΑ. Το αποτέλεσμα, όπως εξήγησε η ερευνήτρια Χάριετ Σχάρνμπεργκ στην εφημερίδα Guardian, ήταν ότι ο δυτικός κόσμος είδε μόνο φωτογραφίες κρατουμένων που σκοτώθηκαν σε σοβιετικές φυλακές και δεν πληροφορήθηκε τη σφαγή χιλιάδων Εβραίων από τους ναζί.
Απέναντι πάντως σε αυτή την ολοκληρωτική παράδοση των διεθνών ΜΜΕ στους μηχανισμούς λογοκρισίας του Ισραήλ, αυξάνονται οι φωνές των δημοσιογράφων που τολμούν να αμφισβητήσουν την κεντρική γραμμή των αρχισυντακτών τους. Η πρώτη ανταρσία σημειώθηκε τον Νοέμβριο του 2023, όταν οκτώ γνωστοί δημοσιογράφοι του BBC (οι οποίοι προτίμησαν να κρατήσουν την ανωνυμία τους) υπέγραψαν επιστολή στην οποία κατήγγειλαν ότι ο σταθμός δεν αντιμετωπίζει τους Παλαιστίνιους αμάχους ως ανθρώπους καθώς αποφεύγει να παρουσιάσει προσωπικές ιστορίες των θυμάτων που θα μπορούσαν να συγκλονίσουν το διεθνές ακροατήριο.
Πολύ πιο πρόσφατα ξέσπασε μια πρωτοφανής εσωτερική σύγκρουση και στους New York Times όταν δημοσιογράφοι αντέδρασαν έντονα σε ρεπορτάζ για τους «μαζικούς βιασμούς» που σύμφωνα με το Ισραήλ πραγματοποίησε η Χαμάς την 7η Οκτωβρίου. Οι δημοσιογράφοι έκριναν ότι το ρεπορτάζ δεν πληρούσε τους κανόνες της εφημερίδας για τη διασταύρωση πληροφοριών και μετέφερε αυτούσιες τις θέσεις του Ισραήλ. Το αποτέλεσμα ήταν να ακυρωθεί η μεταφορά του θέματος στο ημερήσιο podcast της εφημερίδας The Daily.
Να σημειώσουμε εδώ ότι ελληνικά ΜΜΕ (ακόμη και «ανεξάρτητα» συνδρομητικά sites) δεν δίστασαν να παρουσιάσουν ανάλογα ρεπορτάζ που παρέπεμπαν περισσότερο σε non paper της ισραηλινής πρεσβείας.
Μήπως έχει έρθει λοιπόν η στιγμή να αποκτήσουν και τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης τους δικούς τους whistleblowers που θα μεταφέρουν στον έξω κόσμο όσα συμβαίνουν στους διαδρόμους των ελληνικών ΜΜΕ;