Του Άρη Χατζηστεφάνου για το Sputnik
Όταν μια τρομοκρατική επίθεση δεν ακολουθείται από ανάληψη ευθύνης, συνηθίζουμε να θέτουμε το λατινικό ερώτημα «Cui bono» (ποιος ωφελείται) προκειμένου να εντοπίσουμε τους ιθύνοντες που όπλισαν το χέρι του δράστη.
Ύστερα όμως από την δολοφονία του Ιρανού επιστήμονα Μοχσέν Φαχριζαντέχ, το ερώτημα δεν είναι ποιος διέταξε την επίθεση αλλά ποιο είναι το πραγματικό «θύμα».
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να συνοψίσουμε όσα γνωρίζουμε μέχρι στιγμής για τους δράστες και τα θύματα. Το Ιράν καταδίκασε άμεσα για την επίθεση το Ισραήλ – σενάριο που φάνηκε να αποδέχονται έστω και με υπαινιγμούς τα μεγαλύτερα μέσα ενημέρωσης και αναλυτές σε όλο τον κόσμο, αφού η επίθεση θυμίζει υπερβολικά παλαιότερες δράσεις της Μοσάντ. Σε ό,τι αφορά τον Φαχριζαντέχ, γνωρίζουμε ότι αποτελούσε ανώτατο στέλεχος των ιρανικών υπηρεσιών που εργαζόταν στο πρόγραμμα πυρηνικών όπλων, το οποίο όμως διακόπηκε το 2003 χωρίς κανένας έκτοτε να έχει αποδείξει ότι υπάρχουν σχέδια για την επαναλειτουργία του. Όπως εξηγούσε άλλωστε και ο Ντιάκο Χοσεϊνί, αναλυτής στο Κέντρο Στρατηγικών Μελετών του Ιράν, το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν δεν στηρίζεται πλέον σε συγκεκριμένα πρόσωπα, αφού η χώρα διαθέτει την αυξημένη τεχνογνωσία και οργανωτική δομή. Είτε λοιπόν αποδεχθούμε την άποψη των ΗΠΑ, ότι η Τεχεράνη επιθυμεί την κατασκευή πυρηνικών όπλων είτε την άποψη του Ιράν ότι χρειάζεται την πυρηνική ενέργεια για ειρηνικούς σκοπούς, η παρουσία του Φαχριζαντέχ ήταν πρακτικά ασήμαντη για τη συνέχιση των ερευνών.
Στην πραγματικότητα το μήνυμα των τρομοκρατών απευθύνεται σε όποιους τολμήσουν να θέσουν και πάλι σε εφαρμογή τη συμφωνία ΗΠΑ-Ιράν για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης – συμφωνία η οποία θα επαναφέρει το Ιράν στο διεθνές στερέωμα τερματίζοντας τον δολοφονικό, οικονομικό αποκλεισμό της χώρας.
Όπως είχαμε αναφέρει από αυτή τη στήλη και λίγες ημέρες πριν από τις αμερικανικές εκλογές, η στάση απέναντι στο Ιράν ήταν το μοναδικό ίσως ζήτημα στο οποίο ο Τράμπ επέβαλε αλλαγή πλεύσης στην εξωτερική πολιτική. Ενώ δηλαδή σε όλα τα άλλα θέματα υπήρξε είτε κλιμάκωση της επιθετικότητας (π.χ Βενεζουέλα, Βολιβία, Κίνα) είτε προσπάθεια αποκλιμάκωσης (Ιράκ, Αφγανιστάν κ.ά) στην περίπτωση του Ιράν είχαμε εκ βάθρων αλλαγή στη στάση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Οι λόγοι που οδήγησαν την προηγούμενη διακυβέρνηση Ομπάμα στη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν είναι λίγο πολύ γνωστοί: η προσπάθεια απομάκρυνσης στρατιωτικών δυνάμεων και μεταφοράς τους προς την Ασία, ο φόβος ότι ευρωπαϊκές εταιρείες θα έπαιρναν σταδιακά τα «φιλέτα» των εμπορικών και ενεργειακών συμφωνιών με το Ιράν κ.α. Αντίθετα η κυβέρνηση Τραμπ, λόγω του σφιχτότερου εναγκαλισμού με το Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία (στάση η οποία συχνά σχετίζεται και με προσωπικές, επιχειρηματικές επιδιώξεις της οικογένειας Τραμπ) στράφηκε εναντίον της Τεχεράνης με μεθόδους που δεν εξυπηρετούν αναγκαστικά τα μακροχρόνια συμφέροντα της Ουάσιγκτον στην περιοχή.
Όπως είναι αναμενόμενο όταν ένα μεγάλο «πλοίο», με το εκτόπισμα και την ισχύ των ΗΠΑ, πραγματοποιεί αιφνιδιαστική αλλαγή πλεύσης προκαλούνται έντονες αναταράξεις στο εσωτερικό. Για χρόνια ήταν σαφές ότι το πολιτικό, στρατιωτικό και οικονομικό κατεστημένο στην Ουάσιγκτον ήταν βαθιά διχασμένο για το συγκεκριμένο ζήτημα ενώ δεν έλλειψαν τα χτυπήματα κάτω από τη μέση και τα πισώπλατα μαχαιρώματα μεταξύ κορυφαίων κρατικών αξιωματούχων.
Ο Μπάιντεν φάνηκε αποφασισμένος να παρέμβει σε αυτή τη διαμάχη προσφέροντας το υπουργείο Εξωτερικών στον Αντονι Μπλίνκεν, έναν από τους αρχιτέκτονες της συμφωνίας με το Ιράν στα χρόνια του Ομπάμα. Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για έναν ακόμη ιέρακα, ο οποίος δεν θα δίσταζε να αιματοκυλίσει τη Μέση Ανατολή, το Ιράν βρίσκεται τελευταίο στη λίστα των πιθανών στόχων του. Και συνεπώς και του Μπάιντεν.
Το πλοίο που ονομάζεται ΗΠΑ, λοιπόν, ετοιμαζόταν να πραγματοποιήσει άλλη μια στροφή 180 μοιρών για να επανέλθει στην πορεία που ακολουθούσε στα χρόνια του Μπαράκ Ομπάμα.
Η τρομοκρατική επίθεση στην Τεχεράνη στοχεύει σε αυτή ακριβώς την απόφαση του Μπάιντεν και ανοίγει το δρόμο σε δυο διαφορετικά σενάρια. Εάν η Τεχεράνη ανταποδώσει το χτύπημα, πλήττοντας ισραηλινούς ή σαουδαραβικούς στόχους, (η εάν υπάρξει σχετική προβοκάτσια που θα αποδοθεί στο Ιράν) οι σκληροπυρηνικοί στην Ουάσιγκτον θα έχουν το πρόσχημα που αναζητούν εδώ και χρόνια για την έναρξη πολεμικών επιχειρήσεων. Το γεγονός ότι o Τράμπ διέταξε την αποστολή αρκετών βομβαρδιστικών τύπου B-52 Stratofortress στη Μέση Ανατολή, μόλις μια εβδομάδα πριν από τη δολοφονία Φαχριζαντέχ, εκλαμβάνεται από ορισμένους σαν απόδειξη ότι ένας ακόμη πόλεμος βρίσκεται προ των πυλών. Εξίσου ανησυχητική ήταν και η αιφνιδιαστική συνάντηση που είχαν, λίγο πριν από τη δολοφονία, ο Αμερικανός ΥΠΕΞ, Μάικ Πομπέο, ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Βενιαμίν Νετανιάχου και ο πρίγκιπας διάδοχος της Σαουδικής Αραβίας Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν.
Αν και αρκετοί αναλυτές θεωρούν απίθανο το ενδεχόμενο να αναλάβει ο Τραμπ την ευθύνη ενός γενικευμένου πολέμου ενώ θεωρητικά βρίσκεται στην φάση διαδοχής από τον Μπάιντεν, δυστυχώς υπάρχει σχετικό προηγούμενο. Το Δεκέμβριο του 1992, ο πρόεδρος Τζορτζ Μπούς ο πρεσβύτερος έστειλε 25.000 στρατιώτες στη Σομαλία σχεδόν ένα μήνα πριν παραδώσει τον εξουσία στον Μπιλ Κλίντον. Για την ιστορία το φιάσκο των αμερικανικών δυνάμεων που ακολούθησε ήταν καταστροφικό για τη διεθνή εικόνα των ΗΠΑ. Κάτι παρόμοιο θα μπορούσε να συμβεί και σήμερα, με τη διαφορά ότι μια επίθεση εναντίον του Ιράν θα επέφερε τρομακτικά μεγαλύτερο αριθμό θυμάτων και γενικευμένη αποσταθεροποίηση σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ακόμη όμως και αν αποφευχθεί το ενδεχόμενο ολομέτωπης σύγκρουσης ΗΠΑ – Ιράν (κυρίως λόγο της αυτοσυγκράτησης από την πλευρά της Τεχεράνης) η τρομοκρατική επίθεση προσφέρει πολλαπλά πλεονεκτήματα στο Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία. Καταρχήν στέλνει ένα σαφές μήνυμα στο επιτελείο Μπάιντεν ότι κάθε προσπάθεια επιστροφής στη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν θα βρεθεί αντιμέτωπη όχι μόνο με διπλωματικές πιέσεις αλλά και με παρακρατικού τύπου τρομοκρατικά χτυπήματα. Ακόμη και αν υπάρξει νέα συμφωνία ο Μπάιντεν θα κληθεί να επιβάλλει ακόμη σκληρότερους όρους απέναντι στην Τεχεράνη. Να σημειωθεί ότι, παρά την περί του αντιθέτου εικόνα που προωθούν τα αμερικανικά ΜΜΕ, και η αρχική συμφωνία ήταν λεόντειος, εξυπηρετούσε δηλαδή πρωτίστως τα συμφέροντα της Ουάσιγκτον επιβάλλοντας ταπεινωτικούς όρους στην Τεχεράνη. Παράλληλα, με τις κινήσεις των τελευταίων ημερών, το Ριάντ και το Τελ Αβίβ στέλνουν ένα σαφές μήνυμα στην Ουάσιγκτον ότι θα δημιουργήσουν ένα αρραγές μέτωπο εναντίον οποιουδήποτε τολμήσει να μετριάσει την αμερικανική επιθετικότητα εναντίον του Ιράν. Και οι δυο χώρες διαθέτουν πανίσχυρα λόμπι στο εσωτερικό των ΗΠΑ τα οποία θα μπορούσαν να βλάψουν ανεπανόρθωτα την προεδρία Μπάιντεν χρησιμοποιώντας γνωστά τεχνάσματα όπως οι παρεμβάσεις στη διεθνή αγορά πετρελαίου, οι κατηγορίες περί αντισημιτισμού κ.ο.κ. Προφανώς ο Μπάιντεν δεν έχει καμία διάθεση να συγκρουστεί μαζί τους, κρίνεται όμως το πόσο ενδοτικός θα είναι απέναντι στα πιο ακραία αιτήματά τους.
Το αν τις επόμενες ημέρες η εβδομάδες θα γίνουμε μάρτυρες ενός νέου πολέμου ή περισσότερων τρομοκρατικών επιθέσεων θα εξαρτηθεί σε σημαντικό βαθμό από την στάση των ηγετικών κύκλων στην Τεχεράνη. O Ιρανός πρόεδρος δεν φαίνεται διατεθειμένος να πέσει στην παγίδα που ορισμένοι στήνουν για αυτόν. Σημαντικά τμήματα του ιρανικού κατεστημένου όμως υποστηρίζουν ότι αν η χώρα αφήσει αναπάντητη και αυτή την πρόκληση θα ανοίξει το δρόμο για περισσότερες τρομοκρατικές επιθέσεις ενώ θα προκαλέσει σημαντική απώλεια κύρους στη Μέση Ανατολή.
Σε αυτές ακριβώς τις πιέσεις των σκληροπυρηνικών της Τεχεράνης ελπίζουν οι ιθύνοντες της πρόσφατης δολοφονίας για να μετατρέψουν για άλλη μια φορά τη Μέση Ανατολή σε κόλαση πολέμου.