του Ανδρέα Κοσιάρη
Τη φρασεολογία του «πολέμου» ξέθαψε από το επικοινωνιακό του συρτάρι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας για τις πυρκαγιές στο πλαίσιο συζήτησης στο Κοινοβούλιο. Και αμέσως ύψωσε μια ρητορική λευκή σημαία παράδοσης στον «εχθρό», λέγοντας πως «κανένα μέσο δεν θα είναι αρκετό».
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Κυριάκου Μητσοτάκη, κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του η χώρα έχει βρεθεί τουλάχιστον δύο φορές σε πόλεμο. Ο πρώτος Μητσοτάκειος «πόλεμος» ήταν με τον κορονοϊό. «Είμαστε σε πόλεμο. Με έναν εχθρό που είναι αόρατος αλλά δεν είναι ανίκητος», έλεγε στο διάγγελμά του της 17ης Μαρτίου 2020 ο πρωθυπουργός. Τα αποτελέσματα εκείνου του «πολέμου» ήταν πλέον των 37.000 νεκρών και ένας «στρατός» (το δημόσιο σύστημα υγείας) αποδεκατισμένος και εξουθενωμένος.
Τον δεύτερο «πόλεμό» του, ο Μητσοτάκης μας τον ανήγγειλε χθες Δευτέρα. «Βρισκόμαστε σε πόλεμο με το μέτωπο της φωτιάς», είπε στην πρωτολογία του για το νομοσχέδιο ψήφου των αποδήμων. Αυτή τη φορά, όμως δεν ισχυρίστηκε πως ο «εχθρός» δεν είναι ανίκητος. Το ακριβώς αντίθετο — «Απέναντι στη μανία της φύσης, κανένα μέτρο δεν θα είναι αρκετό», είπε προσφέροντας μια ρητορική λευκή σημαία παράδοσης, έπειτα από την πρακτική λευκή σημαία όπου για άλλη μια περίοδο πυρκαγιών ο κρατικός μηχανισμός περιμένει να σβήσουν οι φωτιές όταν φτάσουν στη θάλασσα.
Η ρητορική του πολέμου έχει πολύ μεγάλη επικοινωνιακή χρησιμότητα για μία εξουσία σε περιόδους κρίσης. Προσφέρει ταυτόχρονα την εικονική «ομοψυχία» αλλά και την απαραίτητη απουσία ευθύνης που χρειάζεται η εξουσία για να περάσει την κρίση χωρίς αμφισβήτηση. Ο «πόλεμος» είναι πολλές τάξεις μεγέθους μεγαλύτερο γεγονός από μία «κρίση». Δεν είναι αποτέλεσμα λαθών διαχείρισης, αλλά «έξωθεν» επιβολής. Στον πόλεμο υπάρχει ο «κοινός εχθρός» απέναντι στον οποίο «είμαστε όλοι μαζί» (όσο κι αν αυτό δεν ισχύει ούτε στους πραγματικούς πολέμους).
Κατά τη διάρκεια ενός πολέμου δεν επιτρέπεται η κριτική. Όποιος αμφισβητεί την ηγεσία είναι «προδότης» στην καλύτερη και «πράκτορας των εχθρών» στη χειρότερη — δικαιολογείται μέχρι και η εκτέλεσή του. Στον πόλεμο συνηθίζεται να ελέγχεται πλήρως η επικοινωνία, τα ΜΜΕ πρέπει να παίρνουν έγκριση για τη δημοσίευση μιας είδησης.
Μόνο που αν αυτοί οι δύο «πόλεμοι» του Μητσοτάκη ήταν πραγματικοί πόλεμοι, θα ερχόταν σε κάποια στιγμή ο απολογισμός. Στους φαντασιακούς «πολέμους» του πρωθυπουργού, ο ίδιος δεν φέρει καμία ευθύνη για την ήττα — που για αυτόν δεν είναι καν τέτοια.
Όμως οι δεκάδες χιλιάδες νεκροί και τα διαλυμένα δημόσια νοσοκομεία της πανδημίας, οι αυτοσχέδιες υποστελεχωμένες ΜΕΘ με τεράστια ποσοστά θνητότητας και οι εκτός ΜΕΘ θάνατοι για τους οποίους «δεν υπήρχαν στοιχεία» που εν τέλει υπήρχαν, η απουσία πρωτοβάθμιας φροντίδας και μέριμνας για τους ηλικιωμένους που αφέθηκαν χωρίς βοήθεια, οι παλινωδίες των περιοριστικών μέτρων — όλα αυτά συνιστούν μια ήττα. Τέτοιου είδους ήττες σε πολέμους φέρνουν στην καλύτερη καθαιρέσεις ηγετών.
Στις φετινές πυρκαγιές, όπου η ανακοίνωση του «πολέμου» ήρθε μια ολόκληρη εβδομάδα έπειτα από το ξέσπασμά του και έπειτα από τουλάχιστον δύο ακόμη καλοκαίρια γεμάτα παρόμοιες «μάχες», δεν υπάρχουν ευτυχώς άνθρωποι νεκροί ακόμα (την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές αγνοείται ένας κτηνοτρόφος στην Κάρυστο). Όμως η απώλεια φυσικού πλούτου, δασικής έκτασης και πανίδας, θα μπορούσε στα πλαίσια της ατυχούς πρωθυπουργικής παρομοίωσης να αντιστοιχεί σε γιγαντιαία απώλεια εδαφών, ήττα όπως κι αν το δεις.
Ακόμα και η αξιοθαύμαστη αποφυγή ανθρώπινων απωλειών δεν οφείλεται, όπως θα ήθελε η κυβέρνηση και τα ελεγχόμενα ΜΜΕ να πιστέψουμε, σε κάποια άρτια κρατική οργάνωση και διαχείριση. Εκτός κι αν πιστεύει κανείς πως οργανωμένη εκκένωση είναι η απλή αποστολή μηνυμάτων, χωρίς μέσα και ανθρώπους στο πεδίο να τη συντονίζουν και να μεριμνούν για τη μεταφορά, την κατεύθυνση, τη φιλοξενία και τη διαβίωση των εκκενωθέντων. Στη Ρόδο, σύμφωνα με τις μαρτυρίες όσων βρίσκονται εκεί, ήταν οι εθελοντές και οι ντόπιοι που οργάνωσαν τα πάντα, με τη βοήθεια κάποιων επιχειρήσεων και τοπικών αρχών. Το κεντρικό κράτος έκανε τη δουλειά του στον «πόλεμο» στέλνοντας μηνύματα.
Αντιμέτωπος με αυτούς τους δύο «πολέμους», ο πρωθυπουργός επέλεξε διαχρονικά να ενισχύσει δύο «μέτωπα» που καμία σχέση δεν έχουν με αυτούς. Έχουν σχέση με «πολέμους» που το ελληνικό κράτος δεν έχει ανακοινώσει. Ο πρώτος είναι ο πόλεμος απέναντι στον «εσωτερικό εχθρό», με κρίσιμη και αναγκαία σε άλλους τομείς χρηματοδότηση να πηγαίνει στην υπερστελέχωση και τον εξοπλισμό της αστυνομίας, αλλά και στο τάισμα των ΜΜΕ. Στη Ρόδο, η ενίσχυση του κρατικού μηχανισμού έγινε με προτεραιότητα τη μεταφορά αστυνομικών, ώστε να τραμπουκίζουν ντόπιους και εθελοντές. Κι έπειτα από τις δύο πρώτες ημέρες συνεχών έκτακτων μεταδόσεων από τα μέτωπα των πυρκαγιών, στη συνέχεια στα ΜΜΕ σήμανε σιωπητήριο — οι εικόνες της φλόγας και της απουσίας πυρόσβεσης αντικαταστάθηκαν από επαναλήψεις και χαζοχαρούμενες θερινές εκπομπές.
Ο δεύτερος τομέας ενίσχυσης ήταν αυτός των εξοπλισμών, άνευ «πολέμου» με έναν εχθρό που είναι ταυτόχρονα σύμμαχος, εμπορικός εταίρος και συνομιλητής. Δισεκατομμύρια δόθηκαν και θα δοθούν για πολεμικά αεροσκάφη, φρεγάτες και άλλο οπλισμό — τα χρήματα αυτά δεν είναι περίσσευμα, είναι αυτά που λείπουν από τα σάπια κτίρια των δημόσιων νοσοκομείων και τα κενά ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, από τα απαρχαιωμένα πυροσβεστικά, τα ανεπαρκή εναέρια μέσα και την πλήρη έλλειψη πρόληψης πυρκαγιών. Αυτά που λείπουν από τους «πολέμους» του Μητσοτάκη.
ΥΓ. Υπάρχει κι ένας τρίτος «πόλεμος» επινόησης του επικοινωνιακού επιτελείου της κυβέρνησης, ο «υβριδικός πόλεμος του Ερντογάν». Εκεί που η «νίκη» ήρθε χωρίς να πολεμήσει κανείς με τον εχθρό-σύμμαχο, αλλά σκοτώνοντας άοπλους κυνηγημένους.