Μενέντεζ διαφθορά αριστοτέλης ηπα

Λάδωμα: από την Πυθία στον Μενέντεζ

Άρης Χατζηστεφάνου | Η Εφημερίδα των Συντακτών 30/09/2023

Από τα ρολόγια του Άδωνη Γεωργιάδη μέχρι τις ράβδους χρυσού του γερουσιαστή Μενέντεζ οι καταγγελίες χρηματισμού πολιτικών θυμίζουν παραπόταμους που συνδέονται για να εκβάλουν σε έναν ωκεανό διαφθοράς. Το πρόβλημα είναι ότι ακόμη και στις πιο αναπτυγμένες χώρες αυξάνεται η νομική ασυλία της διαφθοράς αλλά και ο αριθμός των ανθρώπων που είναι έτοιμοι να την αποδεχτούν ως κάτι φυσιολογικό.

Νέα Υόρκη

«Όπως είναι δύσκολο να γνωρίζουμε εάν ένα ψάρι πίνει ή δεν πίνει νερό όταν κολυμπά στη θάλασσα, έτσι είναι δύσκολο να γνωρίζουμε και εάν ένας κυβερνητικός αξιωματούχος χρηματίζεται ή όχι». Το απόσπασμα, το οποίο αποτελεί και μία από τις πρώτες αναφορές διαφθοράς στην ιστορία, προέρχεται από την περίφημη ινδική πραγματεία «Αρθασάστρα» που αποδίδεται στον οικονομολόγο και βασιλικό σύμβουλο, Τσανάκυα.

Την ίδια περίπου περίοδο ο Αριστοτέλης, σχολιάζοντας την περίπτωση χρηματισμού της Πυθίας από την οικογένεια των Αλκμεωνιδών, σημείωνε σκωπτικά πως αν λαδώνονται ακόμη και στο μαντείο των Δελφών τότε μπορείς να δωροδοκήσεις ακόμη και τους θεούς. Η βασική διαφορά του Ινδού και του Έλληνα φιλοσόφου είναι ότι ο πρώτος θεωρούσε τον χρηματισμό όχι μόνο αποδεκτό αλλά και απαραίτητο ενώ ο δεύτερος συνέχιζε να ασκεί κριτική στο φαινόμενο, ακόμη και αν διαπίστωνε ότι είναι ευρύτατα διαδεδομένο.

Η πολύκροτη υπόθεση του Αμερικανού γερουσιαστή Μπομπ Μενέντεζ πάντως ήρθε να θυμίσει σε αρκετούς ότι ο Τσανάκυα μάλλον κατάφερε να προβλέψει καλύτερα το μέλλον του χρηματισμού πολιτικών σε σχέση με τον Αριστοτέλη. Γιατί στη θάλασσα της διαφθοράς που λέγεται Ουάσινγκτον είναι δύσκολο να κατηγορήσεις ένα ψάρι που κάνει ό,τι και όλα τα άλλα ψάρια.

Σύμφωνα με νομικούς κύκλους, η στωικότητα με την οποία ο Μενέντεζ αντιμετωπίζει το βαρύτατο κατηγορητήριο οφείλεται σε μια ιστορική απόφαση που έλαβε πριν από περίπου μία δεκαετία το Ανώτατο Δικαστήριο αθωώνοντας τον Ρεπουμπλικανό γερουσιαστή της Βιρτζίνια, Μπομπ Μακντόνελ, που αντιμετώπιζε εξίσου βαριές κατηγορίες.

Προκειμένου να ανατρέψει την πρωτόδικη καταδίκη ο ανώτατος δικαστής μετακίνησε τα γκολπόστ αναθεωρώντας την ίδια την έννοια της δωροδοκίας. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στην απόφασή του, το να οργανώσεις μια συνάντηση, να τηλεφωνήσεις σε έναν άλλο αξιωματούχο ή να διοργανώσεις μια εκδήλωση (για να προωθήσεις τους στόχους του ανθρώπου που σε δωροδόκησε) δεν αποτελεί «επίσημη πράξη». Στηριζόμενοι σε αυτή την απόφαση του 2016, αρκετοί δικηγόροι κατάφεραν να αθωώσουν υψηλόβαθμους αξιωματούχους για τους οποίους υπήρχαν αδιάσειστα στοιχεία χρηματισμού.

Σε αυτή τη θάλασσα διαφθοράς λοιπόν ο πραγματικός εχθρός του Μενέντεζ δεν είναι η Δικαιοσύνη αλλά η πολιτική συγκυρία. Το γεγονός ότι η υπόθεσή του συμπίπτει χρονικά με τις καταγγελίες διαφθοράς εναντίον του Ντόναλντ Τραμπ σημαίνει ότι οι Δημοκρατικοί θα πρέπει να τον «θυσιάσουν». Διαφορετικά θα κατηγορηθούν ότι κυνηγούν τον τέως πρόεδρο ο οποίος αντιμετωπίζει μικρότερο κατηγορητήριο από αυτό του Μενέντεζ.

Αυτή βέβαια δεν είναι η αίσθηση δικαιοσύνης του Αριστοτέλη αλλά η μακιαβελική λογική του Τσανάκυα. Εξαιτίας της θεσμοθέτησης ενός δαιδαλώδους δικτύου νόμιμων λόμπι τα οποία χρησιμοποιούν κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο για να πετύχουν τους στόχους τους, η Αμερική φαίνεται να έχει χάσει πλέον την ικανότητα να αντιλαμβάνεται την έννοια της δωροδοκίας, ακόμη και όταν σημειώνεται μπροστά στα μάτια της.

Αυτό το σαράκι όμως κατατρώει και εθνικές ομάδες άλλων χωρών που ζουν στις ΗΠΑ και προσπαθούν να επηρεάσουν πολιτικούς είτε για να προωθήσουν τα συμφέροντα των χωρών τους ή τις προσωπικές τους επιχειρηματικές επιδιώξεις. Κουβανοί εξόριστοι, Έλληνες ομογενείς, μέλη της αρμενικής κοινότητας αλλά και του ισραηλινού λόμπι σπεύδουν πάντα να στηρίξουν τον Μενέντεζ πριν καλά-καλά καθαρογραφεί το κατηγορητήριο.

Αξίζει να διαβάσει κανείς τη λίστα των ανθρώπων που πλήρωσαν τα δικαστικά έξοδα (4,5 εκατ. δολάρια) για την προηγούμενη δικαστική περιπέτεια του Μενέντεζ όπου φιγουράρουν δεκάδες επιχειρηματίες (κυρίως από τον χώρο των κατασκευών), ορισμένοι από τους οποίους έχουν καταδικαστεί και οι ίδιοι για σκάνδαλα χρηματισμού.

Μεταξύ άλλων βρίσκουμε τέσσερα υψηλόβαθμα στελέχη του ισραηλινού λόμπι AIPAC, τον μακαρίτη βαρόνο των καζίνων Σέλντον Άντελσον, την οικογένεια Κούσνερ (του γαμπρού του Τραμπ), μέλη της οποίας καταδικάστηκαν για παράνομη χρηματοδότηση πολιτικών σε προεκλογική περίοδο κ.ά. Στην πρώτη δεκάδα συναντάμε επίσης τον Έλληνα ομογενή Νίκο Μούγιαρη, που πρόσφερε 65.500 δολάρια, ενώ ακολουθεί και ο Παναγιώτης Παπανικολάου με 40.000 δολάρια (ο τελευταίος είχε συλληφθεί μερικά χρόνια νωρίτερα με την κατηγορία ότι δωροδόκησε τον διευθυντή της Υπηρεσίας Οικοδομών της Νέας Υόρκης).

Προφανώς το να πληρώνεις τα δικαστικά έξοδα ενός πολιτικού — ακόμη και αν αυτός αντιμετωπίζει το μεγαλύτερο κατηγορητήριο διαφθοράς των τελευταίων δεκαετιών — δεν είναι σε καμία περίπτωση παράνομο. Όπως δεν είναι παράνομο να χρηματοδοτείς με εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ τις προεκλογικές του εκστρατείες. Ίσως όμως η εικόνα του αδιάβλητου πολιτικού που ξυπνά ένα πρωί για να υποστηρίξει τα εθνικά συμφέροντα μιας χώρας στην άλλη άκρη της Γης να θαμπώνει ελαφρώς.

inffowar logo

Βοήθησε το INFO-WAR να συνεχίσει την ανεξάρτητη δημοσιογραφία

Για περισσότερες επιλογές πατήστε εδώ