Του Άρη Χατζηστεφάνου
Μια απλουστευτική ανάλυση φαίνεται να επικρατεί στα διεθνή μέσα ενημέρωσης, από τη στιγμή που ο πρόεδρος των ΗΠΑ έδωσε το πράσινο φως για την έναρξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων της Τουρκίας στη Συρία: δυο ιδιόρρυθμοι και αυταρχικοί ηγέτες, ο Τραμπ και ο Ερντογάν, έλαβαν μια καταστροφική απόφαση, την οποία καταδικάζει το σύνολο του δυτικού κόσμου.
Δυστυχώς για την ανθρωπότητα, και πολύ περισσότερο για τους Κούρδους της περιοχής, η κατάσταση είναι πιο σύνθετη και οι ηθικοί αυτουργοί πολύ περισσότεροι. Η νέα κρίση και η απειλή εθνοκάθαρσης των Κούρδων στη Συρία ξεπερνά τις προσωπικές επιδιώξεις των δυο πολιτικών και αποδεικνύει τις τρομακτικές ευθύνες σε αυτό που συνηθίσαμε να αποκαλούμε «διεθνή κοινότητα».
Ομολογουμένως, οι δυο ηγέτες προωθούν και την προσωπική τους ατζέντα πολιτικών (και ίσως επιχειρηματικών) συμφερόντων. Ο Ερντογάν επιχειρεί να συσπειρώσει και πάλι την βάση των ψηφοφόρων του καθώς βλέπει την δημοσκοπική κατάρρευση του κόμματός του να απειλεί την πολιτική του ύπαρξη. Παράλληλα θέλει να ικανοποιήσει τα εθνικιστικά και ξενοφοβικά αισθήματα απέναντι στα 3.6 εκατομμύρια των Σύρων προσφύγων που βρίσκουν καταφύγιο στην Τουρκία και τους οποίους θέλει να στείλει στη Βόρεια Συρία. Να σημειωθεί ότι τα αισθήματα αυτά υποδαύλισε και αξιοποίησε, μεταξύ άλλων, και η αντιπολίτευση του τουρκικού κόμματος CHP στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές της Κωνσταντινούπολης. Η αξιωματική αντιπολίτευση στην Τουρκία λοιπόν δεν θα αμφισβητήσει άμεσα τις επιλογές του προέδρου.
Από την πλευρά του, ο Τραμπ επιζητά απεγνωσμένα μια ευκαιρία να αποδείξει στους ψηφοφόρους του ότι θα εφαρμόσει την πολιτική «απομονωτισμού» που τους είχε υποσχεθεί, απομακρύνοντας αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις από ανοιχτά πολεμικά μέτωπα. Συμπτωματικά ή όχι, όμως, με τις κινήσεις του ευνοεί και τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της οικογένειας του, η οποία έχει επενδύσει δεκάδες εκατομμύρια δολάρια σε κτιριακές και ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις στην Κωνσταντινούπολη και άλλες περιοχές της Τουρκίας.
Υπάρχει όμως μια μεγάλη διαφορά στα γεωστρατηγικά μονοπάτια που ακολουθούν οι δυο ηγέτες. Η στρατιωτική εισβολή που διέταξε ο Ερντογάν είναι σύμφωνη με τα γεωστρατηγικά συμφέροντα της Τουρκίας και συνεπώς ο Τούρκος πρόεδρος θα έχει στο πλευρό του το στρατιωτικό κατεστημένο της χώρας του. Αντίθετα η απομάκρυνση των αμερικανικών δυνάμεων, που αποφάσισε ο Τραμπ έρχεται σε σύγκρουση με τις επιδιώξεις μεγάλου τμήματος του πολιτικού, στρατιωτικού και οικονομικού κατεστημένου των ΗΠΑ. Ο Τραμπ δηλαδή, ίσως για πρώτη φορά στην πρόσφατη ιστορία των ΗΠΑ, έλαβε μια απόφαση εξωτερικής πολιτικής η οποία δεν τυγχάνει διακομματικής στήριξης.
Τα κροκοδείλια δάκρυα για τους Κούρδους
Προφανώς ούτε οι Ρεπουμπλικάνοι ούτε οι Δημοκρατικοί, που αντέδρασαν με οργή στην απόφαση του Αμερικανού προέδρου, ενδιαφέρονται για την τύχη των Κούρδων που πολέμησαν στο πλευρό των ΗΠΑ και πλήρωσαν τον μεγαλύτερο φόρο αίματος στις μάχες με τον ISIS. Για την αμερικανική εξωτερική πολιτική οι Κούρδοι αποτελούν πάντα τα εύκολα θύματα τα οποία το Πεντάγωνο και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ εγκαταλείπουν στην τύχη τους αφού εκμεταλλευτούν τη βοήθειά τους. Διαδοχικοί πρόεδροι των ΗΠΑ και από τις δυο παρατάξεις έχουν προδώσει τους Κούρδους όχι μια, ούτε δυο αλλά οκτώ φορές σε διάστημα 100 χρόνων .
Υποκριτική είναι επίσης κι η «ανησυχία» που εκφράζουν πολιτικοί και στρατιωτικού στην Ουάσιγκτον για την επανεμφάνιση του ISIS. Ο ρόλος που έπαιξαν οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, και σύμμαχοι των ΗΠΑ όπως η Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ στη δημιουργία των συνθηκών (αν όχι στην άμεση ενίσχυση του ISIS) είναι καλά τεκμηριωμένος.
Αυτό που πραγματικά ενοχλεί την πλειονότητα του Αμερικανικού κατεστημένου είναι ότι ο «απομονωτισμός» του Τραμπ απειλεί τα συμφέροντα συγκεκριμένων εταιρειών από την πολεμική βιομηχανία και τον κλάδο της ενέργειας ενώ οι παλινωδίες του στην εξωτερική πολιτική πλήττουν την εικόνα των ΗΠΑ σαν παγκόσμιου χωροφύλακα. Η διαμάχη δηλαδή δεν αφορά θέματα ηθικής και δικαιοσύνης αλλά τη σύγκρουση ανάμεσα σε δυο διαφορετικά δόγματα εξωτερικής πολιτικής: το δόγμα του πολέμου σε όλα τα μέτωπα (που προωθούν κυρίως οι Δημοκρατικοί) και το δόγμα της προσήλωσης στον «μεγάλο εχθρό», δηλαδή την Κίνα, που επιχειρεί αν επιβάλει ο Τραμπ.
Η Ευρώπη και η «ασφαλής» Τουρκία
Εξίσου ψευδεπίγραφη είναι φυσικά και η «ανησυχία» του ΝΑΤΟ και της ΕΕ απέναντι στην τουρκική εισβολή. H βορειοατλαντική συμμαχία και χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία, που τώρα ρίχνουν το λίθο του αναθέματος στην Τουρκία και δηλώνουν ότι ανησυχούν για την πιθανή επανεμφάνιση του ISIS, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη δυνάμεων τζιχαντιστών σε μια περιοχή που εκτείνεται από τη βόρεια Αφρική μέχρι τα ανατολικά όρια της Μέσης Ανατολής. Πρώτο το Λονδίνο συνέβαλε στην αποσταθεροποίηση στηρίζοντας την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ ενώ αργότερα το ΝΑΤΟ και η Γαλλία κλιμάκωσαν το χάος με την επίθεση στη Λιβύη και την απευθείας ενίσχυση εξτρεμιστών που μάχονταν το καθεστώς του Άσαντ στη Συρία.
Ούτε φυσικά μπορούμε να πιστέψουμε ότι μια ένωση κρατών όπως η ΕΕ, που αφήνει δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες να πνίγονται στις ακτές της, ενδιαφέρθηκε αίφνης για το νέο δράμα που θα προκαλέσει η προσπάθεια εθνοκάθαρσης των Κούρδων από την Άγκυρα. Ο «ανθρωπισμός» της ΕΕ μπορεί να τερματιστεί ανά πάσα στιγμή με μια συμφωνία κάτω από το τραπέζι, ανάμεσα στη Γερμανία και την Τουρκία – τη χώρα που οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι επιμένουν να αποκαλούν «ασφαλή Τρίτη χώρα» για τους πρόσφυγες.
Απειλή για ολόκληρη τη Μέση Ανατολή
Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις της Τουρκίας, είτε κλιμακωθούν άμεσα είτε διατηρήσουν χαρακτηριστικά ενός διαρκούς πολέμου χαμηλής έντασης, θα προκαλέσουν αλυσιδωτές αντιδράσεις σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή. Καταρχήν ο κίνδυνος επανεμφάνισης του ISIS είναι απόλυτα υπαρκτός, καθώς οι κουρδικές δυνάμεις αναγκάστηκαν ήδη να σταματήσουν τις επιχειρήσεις εναντίον του Ισλαμικού Κράτους προκειμένου να αντιμετωπίσουν τα τουρκικά άρματα μάχης.
Ούτως η άλλως η αντιμετώπιση του ISIS όμως δεν φαίνεται να είναι προτεραιότητα για μια σειρά χωρών της περιοχής (Τουρκία, Σαουδική Αραβία και Ισραήλ) που έχουν αποδείξει με τη στάση τους ότι μπορούν να ανεχθούν και να ενισχύσουν τέτοιες ομάδες τζιχαντιστών, προκειμένου να τις χρησιμοποιήσουν εναντίον αντίπαλων τους (η Άγκυρα εναντίον των Κούρδων και το Τελ Αβίβ με το Ριάντ εναντίον του Ιράν).
Από την πλευρά του το καθεστώς Ασάντ και οι σύμμαχοί του γνωρίζουν ότι όποια και αν είναι η έκβαση των στρατιωτικών επιχειρήσεων της Τουρκίας, οι Κούρδοι θα φτάσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, για την επόμενη ημέρα της Συρίας, αισθητά αποδυναμωμένοι. Η Δαμασκός λοιπόν δεν πρόκειται να σηκώσει σε καμία περίπτωση το βάρος μια σύγκρουσης με την Τουρκία.
Το γειτονικό Ιράν, αν και ανησυχεί δικαιολογημένα για την επανεμφάνιση του ISIS αλλά και για την εδαφική ακεραιότητα της Συρίας, δεν μπορεί και δεν θέλει να στηρίξει τις προσπάθειες των Κούρδων για τη δημιουργία de facto ανεξάρτητων δομών καθώς διαθέτει και αυτή κουρδικό πληθυσμό στα εδάφη του, που θα θελήσουν να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους.
Από τους τοπικούς και διεθνείς παίκτες λοιπόν που ενεπλάκησαν στον πόλεμο της Συρίας κανένας δεν έχει ως προτεραιότητα την προστασία των Κούρδων. Αντίθετα, για αρκετά καθεστώτα της περιοχής το πείραμα της δημοκρατικής διακυβέρνησης στην Ροζάβα, αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγή το οποίο πρέπει να διακοπεί άμεσα.
Το βάρος της αντίστασης στην Τουρκική εισβολή πέφτει και πάλι στους αιώνια προδομένους Κούρδους.