Του Άρη Χατζηστεφάνου για το Sputnik
Θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ένα μέλλον χωρίς Ολυμπιακούς Αγώνες; Για αρκετούς, η διοργάνωση είναι τόσο συνυφασμένη με την ιστορία του 20ου και του 21ου αιώνα, ώστε δεν μπορούν να διανοηθούν ότι κάποιοι θα έθεταν ποτέ ένα τέτοιο ερώτημα. Όπως φαίνεται, όμως, οι Ολυμπιακοί του Τόκιο πυροδοτούν μια συζήτηση που θεωρούταν ταμπού για δεκαετίες.
Στην πραγματικότητα, το αίτημα για την ακύρωση ή και την ολοκληρωτική κατάργηση της διοργάνωσης είναι σχεδόν τόσο παλιό όσο και η σύγχρονη τέλεση των αγώνων από τον βαρόνο Πιερ ντε Κουμπερτέν.
Από τους Ολυμπιακούς του Σαιντ Λούις το 1904, όταν η τοπική αριστοκρατία αντιμετώπιζε τους ιθαγενείς της περιοχής σαν ζώα του τσίρκου, μέχρι τους «αγώνες του Χίτλερ» το 1936, που μετατράπηκαν σε προπαγανδιστικό εργαλείο του ναζισμού, αρκετοί αντιδρούσαν έντονα με την τέλεση των αγώνων.
Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα προτάθηκε η διεξαγωγή εναλλακτικών διοργανώσεων, όπως οι αντιφασιστικοί αγώνες της Βαρκελώνης το 1936 αλλά και οι λεγόμενες Σπαρτακιάδες που διοργανώνονταν από την πρώην ΕΣΣΔ. Τις τελευταίες δεκαετίες όμως το αίτημα κατάργησης των αγώνων περιορίστηκε σε μικρές ομάδες ακτιβιστών και ακαδημαϊκών, καθώς η βιομηχανία των αγώνων απανθράκωνε με τη λάμψη της κάθε φωνή αντίδρασης.
Η εικόνα όμως φαίνεται να αλλάζει με τους αγώνες του Τόκυο. Ίσως για πρώτη φορά στην πρόσφατη ιστορία, το 80% του τοπικού πληθυσμού, δήλωνε κατηγορηματικά αντίθετο με την φιλοξενία των αγώνων ενώ επιστήμονες σε όλο τον κόσμο προειδοποιούσαν ότι θα μπορούσε να μετατραπεί σε εστία υπερμετάδοσης του κορονοϊού. Οι διοργανωτές κατηγορήθηκαν, δικαίως, ότι προκειμένου να μην θίξουν τα δικαιώματα τηλεοπτικά αναμετάδοσης και τα συμφέροντα των χορηγών, δεν δίστασαν να θέσουν σε κίνδυνο χιλιάδες ανθρώπινες ζωές. Οι λέξεις «κατάργηση» και «επανεξέταση» ήρθαν λοιπόν δυναμικά στο προσκήνιο.
«Είναι καιρός να ξανασκεφτούμε του Ολυμπιακούς αγώνες» έγραφαν οι New York Times σημειώνοντας ότι προκαλούν μαζική «εκτόπιση πληθυσμών, παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και κατασπατάληση πόρων». H Washington Post συμπλήρωνε ότι οι αγώνες είναι πάντα ζημιογόνοι για τις πόλεις που τις φιλοξενούν καθώς από το 1960 μέχρι σήμερα δεν υπήρχε ούτε μια διοργάνωση που να μην ξεπέρασε τον αρχικό της προϋπολογισμό.
Αρκετοί βέβαια θα υποστηρίξουν ότι ο αμερικανικός Τύπος θυμήθηκε τα προβλήματα των αγώνων εν όψει της διοργάνωσης στην Κίνα, η οποία θα επιστρέψει στο Πεκίνο να προβάλλει την οικονομική του ισχύ και τη νέα θέση που διεκδικεί στο διεθνές γεωπολιτικό στερέωμα. Είναι δεδομένο παραδείγματος χάριν ότι τους επόμενους μήνες θα επιχειρηθεί η σύνδεση των χειμερινών αγώνων του 2022 με την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της μειονότητας των Ουιγκούρ. Ακόμη όμως και αν ο αμερικανικός Τύπος, εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα όταν ασκεί συνολική κριτική στις ολυμπιακές διοργανώσεις, αυτό δεν μειώνει τη σημασία των επιχειρημάτων που παρουσιάζονται.
Όπως γνώρισε και η Ελλάδα, με τον πλέον οδυνηρό τρόπο, οι Ολυμπιακοί αγώνες έχουν μετατραπεί σε μια μεγάλη γιορτή για λίγες εταιρείες κατασκευών, real estate και συστημάτων ασφαλείας. Ακόμη και στις λεγόμενες «επιτυχημένες» διοργανώσεις όπως της Βαρκελώνης οι αγώνες άνοιξαν το δρόμο για φαινόμενα gentrification και ανάπτυξης υπερτουρισμού που διέλυσαν τον ιστό της πόλης. Οι αγώνες του 1982 στο Λος Άντζελες δημιούργησαν μια αστυνομοκρατούμενη πόλη – η οποία μια δεκαετία αργότερα οδήγησε στην εξέγερση του Λος Αντζελες. Στο Ριο ντε Τζανέιρο έχασαν τα σπίτια τους 77.000 άνθρωποι ενώ στο Πεκίνο εκτοπίστηκαν 1.5 εκατομμύριο κάτοικοι για τη διοργάνωση του 2008.
Το αποτέλεσμα είναι ότι ο αριθμός των πόλεων που καταθέτουν αιτήσεις για την φιλοξενία των αγώνων μειώνεται χρόνο με το χρόνο. Σύμφωνα μάλιστα με την οργάνωση nolympicsla η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή είναι τόσο τρομαγμένη ότι στο μέλλον θα δυσκολεύεται να βρει νέα «θύματα» ώστε έσπευσε να αλλάξει τη διαδικασία επιλογής των πόλεων το 2019 δίνοντας στον εαυτό της μεγαλύτερη ευελιξία στη διαδικασία επιλογής.
Το αίτημα για την κατάργηση των ολυμπιακών αγώνων ίσως ακούγεται παράτερο στο ελληνικό κοινό, που έχει την «τιμητική» του σε κάθε διοργάνωση με την αφή της ολυμπιακής φλόγας και την παρέλαση των Ελλήνων αθλητών στην πρώτη θέση κάθε τελετής έναρξης. Μήπως όμως θα έπρεπε να είναι η Ελλάδα η πρώτη χώρα που θα επισημάνει ότι η σύγχρονη διοργάνωση των Ολυμπιακών αγώνων αποτελεί προσβολή για το αρχαίο πνεύμα των αγώνων; Όπως εξηγεί άλλωστε ο Τζούλ Μπόικοφ, καθηγητής πολιτικών επιστημών και συγγραφέας του βιβλίου Power Games, για την πολιτική ιστορία των ολυμπιακών αγώνων, το πραγματικό όραμα του Πιερ ντε Κουπερτέν δεν ήταν να αναβιώσει το μεγαλείο των διοργανώσεων της αρχαιότητας αλλά να τονώσει τα εθνικιστικά αισθήματα της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας, η οποία έγλυφε τις πληγές της από την ήττα στον γαλλοπρωσικό πόλεμο.
Στην Ελλάδα έχουμε τη γνώση των αληθινών αγώνων αλλά και την πικρή εμπειρία από τη διοργάνωση του 2004. Μήπως έχουμε και την υποχρέωση να πρωτοστατήσουμε για την κατάργηση αυτού του πανηγυριού;