του Ανδρέα Κοσιάρη
Το Ισραήλ έκανε το πρώτο βήμα για τη μετατροπή του σε μία «εκλογική δικτατορία», όπου δεν θα υπάρχει τίποτα που να μπορεί να σταματήσει την εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία από την εφαρμογή των επιθυμιών της. Η κίνηση της ακροδεξιάς κυβέρνησης Νετανιάχου απειλεί να δημιουργήσει έναν χαμηλής έντασης εμφύλιο, στον δρόμο αλλά και στις τάξεις του στρατού και των επαγγελματικών κλάδων.
Υπερψηφίστηκε τη Δευτέρα με 64 ψήφους υπέρ και καμία ψήφο κατά, ο πρώτος από μία σειρά νόμων «δικαστικής αναδιαμόρφωσης», τους οποίους έχει καταθέσει η κυβερνητική πλειοψηφία έξι ακροδεξιών κομμάτων υπό τον Μπενιαμίν Νετανιάχου στο κοινοβούλιο του Ισραήλ. Οι βουλευτές της αντιπολίτευσης αποχώρησαν από την αίθουσα του κοινοβουλίου σε ένδειξη διαμαρτυρίας, πολλοί από αυτούς φωνάζοντας «Ντροπή!» κατά την αποχώρησή τους.
Ελευθερία στον παραλογισμό
Ο νόμος που υπερψηφίστηκε τη Δευτέρα, καταργεί το δικαίωμα του Ανώτατου Δικαστηρίου να ανατρέπει κυβερνητικές και υπουργικές αποφάσεις με βάση τη γνώμη πως είναι «παράλογες». Ουσιαστικά πρόκειται για τροποποίηση ενός από τους Βασικούς Νόμους του Ισραήλ, που εκτελούν χρέη «Συντάγματος» καθώς το κράτος συνεχώς αναβάλλει τη δημιουργία ενός επίσημου Συντάγματος από το 1950 κι έπειτα.
Ο Βασικός Νόμος για το Νομικό Σύστημα, έδινε μεταξύ άλλων τη δυνατότητα στο Ανώτατο Δικαστήριο να κρίνει αποφάσεις της κυβέρνησης, της δημόσιας διοίκησης και των τοπικών αρχών, υποβάλλοντας τις στο «τεστ λογικής», ακυρώνοντας αυτές που το Δικαστήριο θεωρεί απερίσκεπτες, ανήθικες ή ανεπαρκώς μελετημένες.
Η τροποποίηση της κυβέρνησης Νετανιάχου, σε μία συνοπτικά διατυπωμένη ενιαία παράγραφο, αφαιρεί από το Δικαστήριο το δικαίωμα να εφαρμόζει αυτό το τεστ σε κυβερνητικές και υπουργικές αποφάσεις, διατηρώντας το σε ό,τι αφορά τη δημόσια διοίκηση και τις τοπικές αρχές.
Ουσιαστικά ο κυβερνητικός συνασπισμός κάνει το πρώτο βήμα ώστε να μπορεί να αποφασίζει χωρίς κανέναν έλεγχο των αποφάσεων του. Το πρώτο αυτό βήμα αφορά την εκπλήρωση τριών πολιτικών στόχων της κυβέρνησης Νετανιάχου. Αρχικά, θα επιτρέψει τον επαναδιορισμό σε υπουργικές θέσεις του καταδικασμένου για φοροαποφυγή (και παλαιότερα για απάτη και χρηματισμό) Αριέχ Ντέρι, ηγέτη του υπερορθόδοξου κόμματος «Shas». Ο Ντέρι είχε τοποθετηθεί σε τρία χαρτοφυλάκια, του αναπληρωτή πρωθυπουργού, του υπουργού Εσωτερικών και του υπουργού Υγείας. Τρεις εβδομάδες αργότερα, το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε τον διορισμό του ως «ακραία παράλογο».
Οι άλλοι δύο στόχοι είναι η απειλούμενη απόλυση της Γενικής Εισαγγελέα και η καθυστέρηση σύγκλησης της Επιτροπής Επιλογής Δικαστών. Οι στόχοι αυτοί έγιναν ξεκάθαροι με την προσθήκη στην τροποποίηση, λίγες ημέρες πριν την ψήφιση, γλώσσας που απαγορεύει στο Δικαστήριο να αγγίξει συγκεκριμένα αποφάσεις που αφορούν διορισμούς ή αποφάσεις αποφυγής εκτέλεσης εξουσιών, όπως η αποφυγή σύγκλισης επιτροπών.
Η παρούσα Γενική Εισαγγελέας, Γκαλί Μπαχάραβ-Μιάρα, διορίστηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση τον Φεβρουάριο του 2022 και έχει εξαετή θητεία. Έχει κριτικάρει τα κυβερνητικά σχέδια για «δικαστική αναδιαμόρφωση», έχει παρέμβει για να ακυρώσει την απόλυση ενός αστυνομικού διοικητή από τον ακροδεξιό υπουργό Εθνικής Ασφαλείας Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ, ενώ από τη θέση της είναι υπεύθυνη για τη σωστή λειτουργία του δικαστηρίου στο οποίο κατηγορείται ο Νετανιάχου για απάτη και δωροδοκία. Στο πλαίσιο αυτό, έχει επιχειρήσει να εμποδίσει τον Πρωθυπουργό να έχει ενεργό συμμετοχή στην κοινοβουλευτική διαδικασία για τις δικαστικές αλλαγές, καθώς όπως έχει δηλώσει η ίδια ο Νετανιάχου έχει «σύγκρουση συμφερόντων». Επισήμως, ο κυβερνητικός συνασπισμός αρνείται πως προτίθεται να την απολύσει, όμως οι κραυγές για την αποπομπή της έχουν έρθει από πολυάριθμους βουλευτές και από τον υπουργό Επικοινωνιών, Σλόμο Κάρχι.
Τα σχέδια για την Επιτροπή Επιλογής Δικαστών είναι πιο ξεκάθαρα. Μια από τις επόμενες κινήσεις της κυβέρνησης Νετανιάχου θα είναι η αλλαγή της σύνθεσης της Επιτροπής, ώστε η πλειοψηφία της να διορίζεται από την κυβέρνηση, έχοντας έτσι έναν ανοιχτό διάδρομο επιλογής των δικαστών της αρεσκείας της. Μέχρι όμως να εγκριθεί ο σχετικός νόμος, η Επιτροπή πρέπει να απόσχει από τα καθήκοντα της, κάτι που γίνεται μέσω της μη σύγκλισής της από τον υπουργό Δικαιοσύνης, στενό σύμμαχο του Νετανιάχου, Γιάριβ Λεβίν.
Αμφότερες αυτές οι δύο κινήσεις, ήταν πολύ πιθανό να προκαλέσουν παρέμβαση του Ανώτατου Δικαστηρίου με το προηγούμενο νομικό καθεστώς.
Οι αντιδράσεις
Η υπερψήφιση του πρώτου δικαστικού νομοσχεδίου, οδήγησε στις μεγαλύτερες διαδηλώσεις στην ιστορία του Ισραήλ, συνέχεια ενός συνεχούς κύματος αντιδράσεων που συνεχίζεται επί 29 εβδομάδες.
Περισσότεροι από 10.000 έφεδροι έχουν συνυπογράψει επιστολή με την οποία δηλώνουν ότι θα αρνηθούν να υπηρετήσουν εάν προχωρήσει η «δικαστική αναδιαμόρφωση», ενώ εναντίον της έχουν ταχθεί πρώην αρχηγοί του Στρατού και των μυστικών υπηρεσιών, μεταξύ πολλών άλλων. Ο παρών αρχηγός του Στρατού, Αντιστράτηγος Χέρτζι Χαλεβί, σε επιστολή του προς τους στρατιώτες αναγκάστηκε να χαρακτηρίσει ως «επικίνδυνες» τις ρωγμές που παρατηρούνται στο στράτευμα λόγω της διαμάχης. «Εάν δεν θα είμαστε ένα ισχυρό και συνεκτικό στράτευμα, αν οι καλύτεροι δεν υπηρετούν στις IDF (Ισραηλινές Δυνάμεις Άμυνας), δεν θα είμαστε σε θέση να υπάρξουμε ως χώρα στην περιοχή», ανάφερε σε δραματικούς τόνους.
Σύμφωνα με ισραηλινά ΜΜΕ, αρκετοί κορυφαίοι πυρηνικοί επιστήμονες, υπεύθυνοι για το ατομικό πρόγραμμα του Ισραήλ, σκέφτονται την επιλογή της παραίτησης, ενώ σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, το 70% των ισραηλινών start-up εταιρειών έχουν πάρει ήδη μέτρα για να μετακινήσουν κεφάλαια και λειτουργίες στο εξωτερικό και το 28% των ισραηλινών πολιτών σκέφτεται τη μετανάστευση λόγω των προθέσεων της κυβέρνησης για τη δικαστική εξουσία — περισσότεροι από το 50% φοβούνται έναν εμφύλιο πόλεμο.
Ένας χαμηλής έντασης εμφύλιος, ήδη σιγοβράζει στους δρόμους της χώρας. Η ψήφιση της Δευτέρας έβγαλε στους δρόμους εκατοντάδες χιλιάδες Ισραηλινούς που διαμαρτύρονταν ενάντιά της, οι οποίοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με αντισυγκεντρώσεις της ακροδεξιάς, αλλά και με αστυνομική βία.
Σε μία ένδειξη τραγικής ειρωνείας οι διαδηλωτές, που σε πλειοψηφικό βαθμό δεν διαφωνούν με τις διαχρονικές πολιτικές του ισραηλινού κράτους απέναντι στους Παλαιστίνιους, δέχτηκαν ένα μικρό βαθμό της βίας που οι ίδιοι εγκρίνουν να χρησιμοποιείται ενάντια στον υπό κατοχή πληθυσμό. Τουλάχιστον 20 άνθρωποι βρέθηκαν στο νοσοκομείο έπειτα από τις επιθέσεις της αστυνομίας, οι περισσότεροι με σπασμένα οστά, ενώ δεκάδες άλλοι αναζήτησαν πρώτες βοήθειες στα πλαίσια της διαδήλωσης. Επιπλέον, η αστυνομία ψέκαζε τους διαδηλωτές με το λεγόμενο «skunk», ένα βρωμερό υγρό που εφηύρε η ισραηλινή εταιρεία Odortec. Η μυρωδιά του έχει περιγραφεί ως ακατέργαστα λύματα σε συνδυασμό με πτώματα σε αποσύνθεση.
Οι δυνάμεις ασφαλείας του Ισραήλ το περιγράφουν ως «μη θανατηφόρο» και «μη τοξικό», όμως προκαλεί δεδομένα έντονη ναυτία και δυσκολία στην αναπνοή λόγω βίαιης ανάγκης για εμετό. Τα δεδομένα ασφαλείας που παρέχονται από την εταιρεία λένε πως μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό στο δέρμα και πόνους στα μάτια και το στομάχι, ενώ οι Παλαιστίνιοι που το έχουν ζήσει στο πετσί τους αναφέρουν πως προκαλεί και τριχόπτωση. Οι μεγάλες δόσεις του μπορούν να προκαλέσουν τον θάνατο, ενώ συνηθίζεται να εκτοξεύεται από κανόνια υψηλής πίεσης, που δεδομένα μπορούν να προκαλέσουν τραυματισμό ή και θάνατο. Έστω και μία μικρή του δόση αφήνει μυρωδιά στο δέρμα για ημέρες, ενώ σε ρούχα ή σε κλειστούς χώρους το φαινόμενο είναι χειρότερο.
Χρησιμοποιείται σε Παλαιστίνιους από τουλάχιστον το 2008, ενώ ο Στρατός έχει κατηγορηθεί πολλές φορές για τη χρήση του ως μία μορφή «συλλογικής τιμωρίας», ψεκάζοντας με αυτό γειτονιές και καταστήματα που δεν εμπλέκονται σε διαδηλώσεις. Ξεκίνησε να χρησιμοποιείται το 2017 ενάντια σε πολίτες του Ισραήλ, συγκεκριμένα υπερ-Ορθόδοξους Εβραίους διαδηλωτές. Αυτή την εβδομάδα χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά σε αυτό το κύμα διαδηλώσεων που διαρκεί από τις αρχές του έτους.
Σημαντικά, όμως, ενώ η Ισραηλινή κυβέρνηση βλέπει τους πολίτες της να αντιδρούν, συνεχίζει να έχει τη στήριξη του μεγάλου της συμμάχου, των ΗΠΑ. Η κυβέρνηση Μπάιντεν αρκέστηκε να αποκαλέσει την υπερψήφιση της Δευτέρας «ατυχή» και κάλεσε να υπάρξει «συναίνεση» για τις όποιες αλλαγές. Δεν δείχνει όμως να έχει την πρόθεση να διακόψει την αγαστή της συνεργασία και χρηματοδότηση του ισραηλινού κράτους, ακόμα κι αν αυτό κυλήσει σε ένα καθεστώς «εκλογικής δικτατορίας».
Από την «κατ’επίφαση δημοκρατία» στην «εκλογική δικτατορία»
Το Ισραήλ ισχυρίζεται διαχρονικά πως αποτελεί τη «μοναδική δημοκρατία στη Μέση Ανατολή». Είναι ένας ισχυρισμός που και ο Νετανιάχου επαναλάμβανε, ακόμα και λίγες μέρες πριν την τελευταία εκλογική αναμέτρηση που τον οδήγησε και πάλι στην εξουσία, κυρίως σε εμφανίσεις του σε Δυτικό κοινό.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, δεν μπορούσαμε ποτέ να μιλάμε για δημοκρατία, με έναν κατεχόμενο πληθυσμό σε καθεστώς απαρτχάιντ, με μειωμένα δικαιώματα για τους μη Εβραίους πολίτες, με ανυπαρξία Συντάγματος και με όρια διάκρισης εξουσιών ακαθόριστα και σε πολλές περιπτώσεις ανεφάρμοστα.
Όπως τονίζαμε και παλαιότερα, το δικαστικό σύστημα του Ισραήλ, αν και θεωρητικά διακριτό από την πολιτική εξουσία, εντούτοις ενισχύει και προωθεί τους στόχους του πολιτικού συστήματος. Έρευνα της οργάνωσης ανθρωπίνων δικαιωμάτων Yesh Din, είχε αποκαλύψει πως από το 2017 έως το 2021, μόλις το 0,87% των αναγνωρισμένων από τον Στρατό καταγγελιών εναντίον Ισραηλινών στρατιωτών για βία σε Παλαιστίνιους κατέληξε σε δίωξη.
Επιπλέον, όπως σημείωνε σε κείμενό της στο Middle East Eye η Παλαιστίνια δικηγόρος ανθρωπίνων δικαιωμάτων, Αμπίρ Μπάκερ, το Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ μέχρι το τέλος του 2022 είχε παρέμβει μόλις 22 φορές για να κρίνει τη «συνταγματικότητα» νόμων. Από αυτές, μόλις τέσσερις αφορούσαν άμεσα τους Παλαιστίνιους και από αυτές οι δύο ήταν παρεμβάσεις σε νόμους που αφορούσαν τον γενικό πληθυσμό, αλλά επηρέαζαν τους Παλαιστίνιους περισσότερο λόγω της κοινωνικο-οικονομικής τους θέσης.
Τα παραπάνω συνθέτουν ένα σύστημα de facto και de jure αποικιοκρατικό, με μία επίφαση δημοκρατίας που περιορίζεται σε ορισμένα μόνο τμήματα της γης και του πληθυσμού.
Όμως οι προθέσεις της τελευταίας κυβέρνησης Νετανιάχου είναι να περιορίσει αυτή την επίφαση ακόμα περισσότερο. Έπειτα από τον περιορισμό της κρίσης των κυβερνητικών αποφάσεων από το Ανώτατο Δικαστήριο, έρχεται η επιλογή των Δικαστών από την κυβέρνηση, ο περιορισμός της κρίσης αντισυνταγματικότητας νόμων, η αναίρεση από απλή πλειοψηφία του Κοινοβουλίου μίας απόφασης αντισυνταγματικότητας από το Ανώτατο Δικαστήριο και η επιλογή από την κυβέρνηση των νομικών συμβούλων των υπουργών.
Το αποτέλεσμα θα είναι η υπερσυγκέντρωση εξουσιών στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία, σε ένα σύστημα όπου αυτή είχε ήδη περισσότερες εξουσίες από ό,τι στις περισσότερες δημοκρατίες του πλανήτη. Όσο τα βρίσκει στο εσωτερικό της, η κυβέρνηση θα μπορεί να κάνει ό,τι επιθυμεί, χωρίς κανέναν ουσιαστικό έλεγχο στην εξουσία της. Και οι πολίτες θα παραμένουν αποκλεισμένοι στο δημοκρατικό «περιθώριο» της επιλογής ψήφου — και μόνο αυτής.
Τα όσα επιθυμεί η παρούσα κυβέρνηση είναι κι αυτά εν πολλοίς γνωστά. Κατά κύριο λόγο την πλήρη επίσημη προσάρτηση των κατεχόμενων εδαφών, και την «Εβραϊκή υπεροχή» στα εδάφη του Ισραήλ — η θρησκευτική ακροδεξιά με την οποία είναι πλέον αγκαζέ ο Νετανιάχου, θα επιθυμήσει να περιορίσει και το τι σημαίνει «Εβραίος» για τις ανάγκες αυτής της υπεροχής. Στο στόχαστρό της έχει τους μη θρησκευόμενους, τους αντιτιθέμενους στον Ισραηλινό μιλιταρισμό και τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα.
Όπως είχαμε τονίσει και στο παρελθόν, οι διαδηλωτές που ψεκάζονται και δέρνονται από την ισραηλινή αστυνομία τους τελευταίους μήνες, έχουν κι αυτοί το δικό τους μερίδιο ευθύνης για αυτήν την εξέλιξη. Η σιωπή της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ισραηλινών για τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων του κατεχόμενου πληθυσμού και της μειονότητας, φέρει απευθείας σύνδεση με την παρούσα κατάσταση και την προοπτική η βία και η στέρηση δικαιωμάτων να επεκταθεί στους ίδιους τους μέχρι τώρα σιωπούντες.