Ένα χάρτινο κορίτσι, που γεννήθηκε για τις ανάγκες ενός διαφημιστικού γραφείου, βρέθηκε μερικά χρόνια αργότερα στο σημείο ενός στυγερού εγκλήματος. Μια ιστορία μυστηρίου, που αποκαλύπτει την πορεία της Αργεντινής στα σκληρά χρόνια των δεκαετιών του ’60 και του ’70.
Το πρωινό της 4ης Ιουλίου του 1976 οι πιστοί περίμεναν υπομονετικά να ανοίξουν οι πόρτες στον ναό του Αγίου Πατρικίου, στη συνοικία Μπελγκράνο του Μπουένος Άιρες. Η ώρα όμως περνούσε και οι πόρτες της εκκλησίας έμεναν ερμητικά κλειστές.
Όταν ένας από τους παρευρισκόμενους έσπασε το πλαϊνό παράθυρο για να δει τι είχε συμβεί, βρέθηκε μπροστά στο πιο αποτρόπαιο θέαμα της ζωής του: τα πτώματα τριών ιερέων και δύο μαθητών ιερατικής σχολής ήταν παρατεταγμένα μέσα σε μια λίμνη αίματος, διάτρητα από σφαίρες. Σε ένα από αυτά οι δράστες είχαν τοποθετήσει ένα αφισάκι με ένα από τα πιο γνωστά σκίτσα της Μαφάλντα: το δημιούργημα του Quino κοιτούσε το κλομπ ενός αστυνομικού και μονολογούσε: «Αυτό είναι το ραβδί που λυγίζει τις ιδεολογίες».
Η εξήγηση για το τι είχε συμβεί βρισκόταν σε δύο μηνύματα που είχαν γράψει οι δράστες, με κιμωλία, στο πάτωμα του ναού. Το ένα έλεγε: «Σκοτώσαμε αυτούς τους αριστερούς γιατί προσηλύτιζαν τα μυαλά αθώων ανθρώπων και γιατί ήταν μέλη του MSTM». Και το δεύτερο μήνυμα συμπλήρωνε: «Αυτή είναι η απάντησή μας στην ανατίναξη των συντρόφων μας στα κεντρικά της ομοσπονδιακής ασφάλειας. Venceremos. Ζήτω η πατρίδα».
Στα μολυβένια χρόνια της Αργεντινής της δεκαετίας του ’70 δεν χρειαζόταν να είσαι ο Σέρλοκ Χολμς ή ο Ηρακλής Πουαρό για να καταλάβεις τι είχε συμβεί. Τα αρχικά MSTM αναφέρονταν στο Κίνημα Ιερέων για τον Τρίτο Κόσμο – μια ομάδα στο εσωτερικό της Καθολικής Εκκλησίας, η οποία φλέρταρε με τον μαρξισμό και τις πιο ριζοσπαστικές ιδέες της εποχής, ενώ στήριζε την αριστερή πτέρυγα του περονισμού.
Την ίδια πτέρυγα των περονιστών στήριζε και το αντάρτικο πόλεων των Montoneros (Movimiento Peronista Montonero), το οποίο δύο ημέρες νωρίτερα είχε επιτεθεί με εκρηκτικά στο κτίριο της Κεντρικής Ασφάλειας σκοτώνοντας 20 άτομα. Οι δράστες, λοιπόν, δήλωναν σχεδόν ανοιχτά ότι ήταν μέλη του κρατικού μηχανισμού και χρησιμοποιούσαν το Venceremos κοροϊδευτικά για να εξηγήσουν ότι με αυτόν τον τρόπο εκδικούνταν για τον θάνατο των συναδέλφων τους από τους Montoneros. Δέκα χρόνια αργότερα, μάλιστα, θα γινόταν γνωστό ότι τη δολοφονία των ιερέων διέταξε και συντόνισε ο αντιναύαρχος Ρουμπέν Τσαμόρο.
Για να σχηματίσει βέβαια κάποιος μια πλήρη εικόνα όσων συνέβησαν το πρωινό της 4ης Ιουλίου του 1976 δεν αρκεί να επιστρέψει στη βομβιστική επίθεση στα κεντρικά της Ασφάλειας. Οι Montoneros, όπως και οι περισσότερες αριστερές οργανώσεις ανταρτών της Αργεντινής, είχαν δημιουργηθεί αρκετά χρόνια νωρίτερα ως απάντηση στα δολοφονικά πογκρόμ, τα βασανιστήρια και τις εξαφανίσεις αριστερών αγωνιστών που πραγματοποιούσε ο κρατικός και παρακρατικός μηχανισμός, συχνά με την άμεση στήριξη αμερικανικών υπηρεσιών. Σημείο καμπής για το συγκεκριμένο αντάρτικο πόλεων αποτέλεσε η λεγόμενη σφαγή του (αεροδρομίου) Εζέιζα, που σημειώθηκε στις 20 Ιουνίου του 1973, την ημέρα της επιστροφής του Χουάν Περόν από τα 18 χρόνια εξορίας που είχε ζήσει στην Ισπανία. Καθώς τουλάχιστον τρία εκατομμύρια άνθρωποι συγκεντρώθηκαν για να υποδεχθούν τον «εθνάρχη» της Αργεντινής, ελεύθεροι σκοπευτές από τη δεξιά πτέρυγα των περονιστών άνοιξαν πυρ στο πλήθος σκοτώνοντας μέλη της αριστερής νεολαίας του Περόν και αρκετά μέλη των Montoneros.
Η ιδιότυπη συνύπαρξη αριστερών και δεξιών παρατάξεων υπό τη μεγάλη ομπρέλα του περονισμού διακόπηκε οριστικά. Οι Montoneros αρχικά αποβάλλονται, με εντολή του Περόν, και στη συνέχεια γίνονται θύματα ενός στυγερού ανθρωποκυνηγητού από το κράτος και το παρακράτος.
H Μαφάλντα, λοιπόν, γεννήθηκε και μεγάλωσε στα ταραγμένα χρόνια της δεκαετίας του ‘60 και στις αρχές του ’70, ενώ ο δημιουργός της, ο Quino, αποφάσισε να την απομακρύνει από την κυκλοφορία λίγο μετά τη σφαγή του Εζέιζα – αν και ο ίδιος αρνούνταν ότι τα δύο περιστατικά συνδέονται.
Η πραγματική ενηλικίωσή της όμως έγινε εκείνο το πρωινό της 4ης Ιουλίου του 1976, όταν οι δολοφόνοι του ναού του Αγίου Πατρικίου άφησαν μια αφίσα της πάνω σε ένα από τα θύματά τους. Η αφίσα βρισκόταν ήδη σε ένα από τα δωμάτια του ναού. Τοποθετώντας την όμως στον τόπο του εγκλήματος οι δράστες έστελναν ένα σαφές μήνυμα σε όσους θα τολμούσαν στο εξής να ασκήσουν κριτική στο βαρύ χέρι του κράτους και του παρακράτους.
Η Μαφάλντα είχε περάσει οριστικά πλέον στο πλευρό των αδικημένων και κατατρεγμένων της αργεντίνικης κοινωνίας. Μια μάλλον περίεργη πορεία ριζοσπαστικοποίησης, αν σκεφτεί κανείς ότι δημιουργήθηκε για να λειτουργήσει σαν εργαλείο του καταναλωτισμού στο εσωτερικό της μεσαίας τάξης της χώρας. Ο Quino σχεδίασε τη Μαφάλντα με εντολή μιας διαφημιστικής εταιρείας, η οποία πίστευε ότι έτσι θα μπορεί να περνά στους αναγνώστες κρυφά διαφημιστικά μηνύματα για λογαριασμό της εταιρείας Siam Di Tella. Το σχέδιο όμως αποκαλύφθηκε και έτσι η Μαφάλντα έπρεπε να συνεχίσει μόνη της στον δρόμο των περιοδικών και των εφημερίδων.
Η διαφημιστική απάτη πρόλαβε να της κληροδοτήσει ένα μικροαστικό περιβάλλον (με έναν πατέρα «προστάτη οικογένειας» και μια μητέρα που εγκατέλειψε τις σπουδές της για να γίνει νοικοκυρά) με το οποίο υποτίθεται ότι θα μπορούσε να διεισδύσει στα μεσαία στρώματα της εποχής. Χωρίς όμως τα βάρη των διαφημιστών στις πλάτες της, η Μαφάλντα μπορούσε πλέον να γίνει ο πιο σκληρός κριτής του μικροαστισμού, του καταναλωτισμού αλλά και της κρατικής βίας.